Το ποδόσφαιρο στη χώρα μας εδώ και δεκαετίες δεν αντιμετωπίστηκε σοβαρά και

δεν οργανώθηκε. Τα γήπεδα έμειναν ανοχύρωτα και αυτό δεν ήταν τυχαίο. Κάποιοι

ήθελαν τον χώρο ξέφραγο αμπέλι για να εισβάλλουν με άνεση και να δίνουν τον

δικό τους ρυθμό στις εξελίξεις χωρίς να βάζουν το χέρι βαθιά στην τσέπη. Η

εκμετάλλευση του λαοφιλέστερου αθλήματος από ισχυρούς κάθε φορά παράγοντες

ήταν ολοφάνερη.

Μπορεί το πάνω χέρι να είχε διαφορετικό χρώμα ανά εποχή, η μεθοδολογία όμως

ήταν ίδια. Για να πάρεις τα ηνία έπρεπε να ελέγχεις την Ομοσπονδία, την ΕΠΑΕ,

τη διαιτησία και την αθλητική δικαιοσύνη. Τα κόμματα έπαιξαν τον δικό τους

ρόλο για μεγάλο διάστημα στον έλεγχο της Ομοσπονδίας (όχι μόνο του

ποδοσφαίρου, αλλά και άλλων), κάποια στιγμή όμως το σκηνικό άλλαξε και τη

σκυτάλη την πήραν οι παράγοντες. Άλλοτε ο ένας, άλλοτε ο άλλος. Το μήνυμα για

το χρώμα του ισχυρού ταξίδευε στην αρχή κάθε αγωνιστικής περιόδου και οι

«προσκυνητές» πολλαπλασιάζονταν. Η ποιότητα του ποδοσφαίρου πάντα σε δεύτερο

και τρίτο πλάνο ή ακόμα και στη γωνία.

Ιδιαίτερα μετά το 1990 η διαιτησία έχασε την ανεξαρτησία της και

εγκλωβίστηκε στη λογική των ελεγκτών του χώρου. Πολλοί διαιτητοπατέρες

συμβιβάστηκαν. Το ίδιο και διαιτητές. Οι λίγοι που αποπειράθηκαν να

αντισταθούν μέτρησαν τα σκαλιά. Κάποιοι υπομένουν και αντιστέκονται με τον

δικό τους τρόπο, που αποδεικνύεται όμως αναποτελεσματικός.

Διαχρονικά, η αθλητική δικαιοσύνη δεν έπεισε ότι λειτούργησε σωστά. Η

επιλεκτική εφαρμογή των διατάξεων ζημίωσε σοβαρά το ποδόσφαιρο. Με την

ευκαιρία, πρέπει να τονιστεί ότι ο δικαστής οφείλει να διεισδύει στην ουσία

των πραγμάτων και να αποφεύγει την επιδερμική αντιμετώπιση των υποθέσεων

προσκολλημένος στους τύπους. Επιβάλλεται να τον ενδιαφέρει το πνεύμα του

νομοθέτη και όχι απλώς το γράμμα του νόμου.

Κάτι άλλο: σε πολλές πόλεις της χώρας λειτουργούν «μαγαζάκια», που

εκμεταλλεύονται το όνομα ισχυρών παραγόντων και πλουτίζουν εις βάρος της

υγείας του ποδοσφαίρου.