Είχε έρθει στο γραφείο μου στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ένας Αθηναίος

διαιτητής για να κάνει μια καταγγελία. Μου είπε: «Κληρώθηκα να διαιτητεύσω τον

αγώνα των ομάδων Λ και Δ και κορυφαίος παράγων της Ομοσπονδίας Διαιτητών μού

έκανε γνωστή την προτίμησή του στην ισοπαλία. Του απάντησα ότι δεν μπορώ να

μπω σε καλούπια και τότε μού έδειξε τη διπλανή πόρτα, λέγοντάς μου να δηλώσω

κώλυμα».

Ο ίδιος διαιτητής μού είπε ακόμα ότι συγγενικό πρόσωπο του κορυφαίου

παράγοντα είχε αδυναμία στα τυχερά παιχνίδια και όποιος συνάδελφός του

βοηθούσε να μειωθεί η χασούρα, αντιμετωπιζόταν ευνοϊκά.

Πέρασαν πάνω από 25 χρόνια και κατά καιρούς διαιτητές σε κατ’ ιδίαν

συζητήσεις αποκαλύπτουν παρόμοια περιστατικά, με πρωταγωνιστές τους ίδιους ή

συναδέλφους τους. Αν αφαιρέσουμε κάποιο ποσοστό συκοφαντίας, υπάρχουν σχεδόν

σε όλες τις εποχές παρόμοια κρούσματα. Μου έλεγε πρόσφατα εντιμότατο στέλεχος

της διαιτησίας ότι τα τελευταία χρόνια παράγων του χώρου είχε τηλεφωνήσει σε

παρατηρητή λέγοντάς του ότι πρέπει να δει με συμπάθεια τον διαιτητή αγώνα στη

Νότια Ελλάδα, ο οποίος ενδεχομένως να δείξει μικρό ποσοστό εύνοιας στη

γηπεδούχο. Ο παρατηρητής αρνήθηκε και ο παράγων τής διαιτησίας τού υπενθύμισε

ότι υπάρχει και η λύση της δήλωσης κωλύματος.

Έχετε σκεφθεί και το σενάριο ο παρατηρητής διαιτησίας αγώνα που μεταδίδεται

απευθείας από την τηλεόραση να μην πάει στο γήπεδο, να στρογγυλοκαθήσει

μπροστά στον δέκτη, να κρατήσει σημειώσεις και να συμπληρώσει την έκθεσή του,

στέλνοντάς την στους αρμοδίους με αποδείξεις εξόδων που δεν έχει κάνει; Αφού

δεν είναι υποχρεωμένος να παραδώσει στον διαιτητή αμέσως μετά τη λήξη του

αγώνα συνοπτική (μικρή) έκθεση, γιατί να αποκλειστεί η υλοποίηση αυτού του

τρελού σεναρίου;

Υπάρχει κάτι ακόμα: Από τότε που λειτουργούν κινητά τηλέφωνα, οδηγίες ή

διάφορες επιθυμίες μεταβιβάζονται σε διαιτητές, που βραχυκυκλώνονται. Αν οι μη

εν ενεργεία διαιτητές αποφάσιζαν να μιλήσουν, τότε όσοι μιλάνε ακόμα περί

αξιοπιστίας, θα έτρεχαν να κρυφτούν.