«Δεν φοβάμαι για το μέλλον της χώρας μας», διακήρυσσε τον Μάρτιο του 1929 ο

Χ. Χούβερ, νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ. Η «Μαύρη Πέμπτη» του Οκτωβρίου 1929,

η πιο τραγική ημέρα στην ιστορία των χρηματιστηρίων, διέψευσε βίαια και την

αισιοδοξία του Ρεπουμπλικανού πολιτικού και το πολυδιαφημισμένο αμερικανικό

όνειρο. Άνοιξε όμως το δρόμο για το περίφημο New Deal. Και άλλαξε την εικόνα

της εσωτερικής αμερικανικής πολιτικής.

Η περίοδος του New Deal (1933-1936) δεν ανέδειξε μόνο μια μεγάλη προσωπικότητα

που σημάδεψε την σύγχρονη αμερικανική πολιτική ιστορία, τον Φράνκλιν Ντελάνο

Ρούσβελτ. Δεν ανέκοψε απλώς την «κάθοδο στην κόλαση» της αμερικανικής

οικονομίας (25,2% ανεργία το 1933). Δεν απέδειξε μόνο την τραγική ανεπάρκεια

της φιλελεύθερης οικονομικής ορθοδοξίας. Δεν κατέγραψε απλώς το μίσος των

ανώτερων τάξεων προς τον άνθρωπο που κατάφερε να αγγίξει την ψυχή των φτωχών,

των «forgotten men». Το New Deal προσδιόρισε σε μεγάλο βαθμό τον χαρακτήρα της

κομματικής αντιπαράθεσης στη μεταπολεμική ­ και μετά-New Deal ­ περίοδο.

Γιατί όμως αυτή η «ρετρό» αναφορά στο μακρινό και λησμονημένο παρελθόν; Διότι

η πρόσφατη αντιπαράθεση μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών για την

προεδρία διεξήχθη σε ένα πλαίσιο που οφείλει πολλά στις εκλογικές αναμετρήσεις

της δεκαετίας του 30. Τότε ακριβώς το μεγαλύτερο τμήμα των κατώτερων στρωμάτων

­ σε μία χώρα χωρίς κόμμα της εργατικής τάξης ­ στρατεύθηκε με τους

Δημοκρατικούς. Τότε το κομματικό σύστημα ανασυγκροτήθηκε στη βάση

κοινωνικο-οικονομικών διαιρέσεων, παρά το γεγονός ότι οι διαιρέσεις αυτές δεν

έχουν την ιστορία, το βάθος ή την κεντρικότητα των ευρωπαϊκών. Η πολιτική του

New Deal επέβαλε το Δημοκρατικό Κόμμα σαν το πλειοψηφικό κόμμα στην

αμερικανική πολιτική σκηνή. Επίσης, ο Ρούσβελτ, έχοντας να αντιμετωπίσει μια

μεγάλη κρίση ­ «μία κρίση μεγαλύτερη από πόλεμο» ­ προσέδωσε ένα νέο

περιεχόμενο στις δραστηριότητες του κράτους, διαφορετικό από εκείνο του

«παθητικού κράτους» του δέκατου ένατου αιώνα.

Με τον Ρούσβελτ και το New Deal and Big Government έγινε συστατικό στοιχείο

της αμερικανικής οικονομικής και πολιτικής ζωής.

Αναμφίβολα, η πρόσφατη εκλογική εκστρατεία δεν θυμίζει καθόλου εκείνη του 1932

που ήταν, σύμφωνα με τον Ρούσβελτ, όχι μία απλή προεκλογική εκστρατεία αλλά

«μια πρόσκληση στα όπλα». Το αμερικανικό πολιτικό τοπίο έχει θεμελιακά

αλλάξει. Οι πολίτες που δίνουν προτεραιότητα στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης,

στην αντιμετώπιση των κοινωνικών ανισοτήτων, στο περιβάλλον, στο ρόλο του

κράτους για την αντιμετώπιση της φτώχειας, οι γυναίκες, επέλεξαν σε μεγάλο

βαθμό να ψηφίσουν Γκορ. Αντιθέτως, οι νότιες περιοχές, η συντηρητική Αμερική

των μικρών πόλεων, οι «νοικοκυραίοι», το μεγαλύτερο τμήμα του κεφαλαίου, αυτοί

που δίνουν προτεραιότητα στη μείωση των φόρων, στον ηγετικό ρόλο των ΗΠΑ, οι

πολίτες που πιστεύουν στον κρίσιμο ρόλο της Εκκλησίας για την αντιμετώπιση της

φτώχειας, προτίμησαν τον Μπους από τον Γκορ. Το πολιτισμικά φιλελεύθερο τμήμα

της αστικής τάξης, οι κατηγορίες με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, οι άνθρωποι της

τέχνης, η πλειοψηφία των παραγόντων της κινηματογραφικής και μουσικής

βιομηχανίας, στράφηκαν περισσότερο προς τον Δημοκρατικό υποψήφιο. Το

μεγαλύτερο κομμάτι της παραδοσιακής βιομηχανίας στράφηκε προς τον υποψήφιο των

Ρεπουμπλικανών.

Η μία Αμερική λοιπόν εναντίον της άλλης, η πρόοδος εναντίον της συντήρησης; Η

εκλογική ιστορία των ΗΠΑ δεν επιτρέπει την ανάλυση του εκλογικού αποτελέσματος

μέσα από το πρίσμα του εθνικού ή του ταξικού «διχασμού». Οι δύο διαφορετικοί

συνασπισμοί εκλογέων που στοιχήθηκαν πίσω από τους δύο υποψήφιους δεν είναι

τόσο «αντίπαλοι» μεταξύ τους όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Και ο συντηρητισμός

«με ευαισθησίες» του Μπους δεν διαφέρει πολύ από τον νεοφιλελευθερισμό «με

κοινωνική ευαισθησία» του Γκορ. Όμως, οι δύο αυτοί «συνασπισμοί» μας

υπενθυμίζουν αυτό που ήδη από την εποχή του New Deal οφείλαμε να γνωρίζουμε.

Ότι η εκλογική Αμερική είναι μια χώρα με πολλά πρόσωπα. Και ότι, εάν στην

Αμερική δεν πρέπει να αναζητούμε την Ευρώπη, δεν πρέπει επίσης να θεωρούμε ότι

η Ευρώπη είναι τόσο διαφορετική από την Αμερική.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.