Η διαγραφόμενη, σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες, απειλή τραγικών

κλιματολογικών μεταβολών στην περιοχή της Μεσογείου έφερε ξανά στην

επικαιρότητα την ανάγκη ορθολογικής διαχείρισης του νερού, φυσικού πόρου

απαραίτητου για να υπάρχει ζωή.

Επισημαίνεται όμως αυτή η ανάγκη ως εάν στην Ελλάδα δεν ασχολήθηκε έως σήμερα

κανείς και ποτέ, με τη σύνταξη ενιαίου συνόλου ρυθμιστικών κανόνων για την

έρευνα, την αξιοποίηση, τη χρήση και την προστασία του νερού. Γίνονται

αναφορές στο θέμα ως εάν υπάρχει νομοθετικό κενό.

Όμως, από τα τέλη του 1987, ύστερα από συστηματική και επίπονη προσπάθεια,

εκπονήθηκε στο τότε υπουργείο Βιομηχανίας – Ενέργειας χάρις και στην επιτελική

στήριξη των αρμοδίων στελεχών του, ένα εμπεριστατωμένο νομοσχέδιο.

Ψηφίστηκε από τη Βουλή και είναι έκτοτε ο Νόμος 1739. Το κράτος μας, 150

χρόνια μετά την ίδρυσή του, απέκτησε επιτέλους νόμο πλαίσιο για τα νερά.

Προσδιορίζονται με αυτόν η έννοια και οι στόχοι της διαχείρισης των υδατικών

πόρων, προβλέπεται πρόγραμμα ανάπτυξής τους, θεσπίζονται κανόνες για την

έρευνα και τον εντοπισμό αυτών των πόρων και, ίσως το σημαντικότερο,

καθορίζονται προϋποθέσεις και επιβάλλονται περιορισμοί για τη χρήση του νερού,

με ιεράρχηση των προς ικανοποίηση αναγκών.

Δυστυχώς, όμως, η εφαρμογή αυτού του νόμου είναι μερική και αποσπασματική. Δεν

έχουμε πειστικές ενδείξεις ότι υπήρξε συστηματική παρακολούθηση και εποπτεία

για την πλήρη εφαρμογή του ούτε έχει ανακοινωθεί εάν και πότε εντοπίσθηκαν

τυχόν κενά ή αδυναμίες και ποιες συγκεκριμένες αποφάσεις και μέτρα υπήρξαν,

περίπου επί μία δεκαετία, για την αντιμετώπισή τους. Η αποσιώπηση λοιπόν του

νόμου έχει σημασία για ένα μόνο λόγο, διότι έτσι παρασιωπώνται τα αίτια της μη

προσήκουσας εφαρμογής του και οι αντίστοιχες ευθύνες.

Υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι η πλήρης και αποτελεσματική εφαρμογή του Ν. 1739

προσκρούει πάντως και σε στενόκαρδους ανταγωνισμούς και σε επεμβάσεις της

γραφειοκρατίας των συναρμόδιων υπουργείων, κυρίως του ΥΠΕΧΩΔΕ, αλλά και του

υπουργείου Γεωργίας, εις βάρος του σημερινού υπουργείου Ανάπτυξης.

Αυτοί οι ανταγωνισμοί εκδηλώνονται με άγονη κριτική και καταλήγουν σε

απροθυμία για την αναγκαία συνεργασία.

Το 1987, ο τότε υπουργός Γεωργίας είχε επιβάλει τον παραμερισμό των

αντιδράσεων στελεχών του υπουργείου του και στήριξε το υπουργείο Βιομηχανίας –

Ενέργειας να προωθήσει την ψήφιση του νόμου.

Ύστερα από τόσα χρόνια, θα έπρεπε οι κυβερνήσεις να έχουν καταλήξει σε μια

οριστική απόφαση για τη διεκδικούμενη από τους γραφειοκράτες κύρια αρμοδιότητα

για τα νερά και να έχουν επιβάλει την χωρίς κωλυσιεργία αποδοχή της από όλους.

Θα έπρεπε ακόμη το υπερυπουργείο Ανάπτυξης να έχει δώσει στους υδατικούς

πόρους την προσοχή που τους ανήκει. Θα έπρεπε, τέλος, να έχουν απαλλάξει τη

νομοθεσία από τη διατήρηση σκόρπιων πεπαλαιωμένων διατάξεων, που δεν

συνδέονται με τα σημερινά προβλήματα.

Φαίνεται ότι ορισμένοι παράγοντες προτείνουν τώρα ως λύση, για το ξεπέρασμα

αυτού του εξοργιστικού γραφειοκρατικού ανταγωνισμού, έναν αυτόνομο φορέα

διαχείρισης των υδατικών πόρων. Αν δεν βρίσκουν άλλο τρόπο να ξεπεράσουν τις

διυπουργικές διενέξεις, ας προσθέσουν, έστω, έναν ακόμα αυτόνομο φορέα. Αλλά

δεν νομίζουμε ότι χρειάζονται δέκα, ή επτά, χρόνια, για να… επινοηθεί η

διόλου πρωτότυπη αυτή λύση.

Απαιτείται όμως να καθοριστεί με σαφήνεια ποιες από τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες

θα διατηρηθούν και με ποιες ακριβώς αρμοδιότητες. Επίσης, να εξασφαλισθεί η

συνεργασία τους με τον νέο φορέα.

Πληροφορούμαστε ότι αναμένεται να περάσουν στην ελληνική νομοθεσία ρυθμίσεις

μιας σχετικής Κοινοτικής Οδηγίας.

Όμως, έως σήμερα, δεν είναι οι νομικές διατάξεις που μας έλειπαν. Έλειψε,

ασυγχώρητα και με αρνητικές συνέπειες, η αποτελεσματική πολιτική βούληση και η

αναγκαία ενασχόληση με το ζήτημα. Εξάλλου, απ’ όσες πληροφορίες μπορούμε να

έχουμε, οι κοινοτικές ρυθμίσεις δεν θα είναι ασύμβατες με τις διατάξεις του

ελληνικού νόμου για τη διαχείριση των υδατικών πόρων.

Διαβάζουμε τελευταία στον Τύπο άρθρα για τις δραματικές συνέπειες που μας

περιμένουν εάν δεν αποκατασταθεί μια ορθολογική διαχείριση των νερών. Σωστά.

Πριν από δέκα χρόνια, τον Σεπτέμβριο του 1990, οι στήλες της ίδιας αυτής

εφημερίδας φιλοξενούσαν άρθρο το οποίο προειδοποιούσε ότι πρόκειται για

πρόβλημα με προοπτική μακροχρόνια.

Υποστηριζόταν ότι αν το πρόβλημα δεν αντιμετωπιστεί με αυτόν τον χαρακτήρα του

και αυτήν τη διάσταση, οι συνέπειες σε μερικά χρόνια, ή και νωρίτερα, μπορεί

να είναι τραγικές. Επιβάλλεται λοιπόν να γίνει αποδεκτό αυτό που έκτοτε είχε

τονιστεί, ότι δηλαδή στόχος μιας ορθολογικής διαχείρισης του νερού δεν είναι η

κάλυψη σημερινών αναγκών. Είναι η πρόβλεψη για το αύριο, ακόμα και για τις

ανάγκες επόμενων γενεών.

Εύκολη είναι η άφθονη ρητορεία για τη νέα χιλιετηρίδα και τον 21ο αιώνα. Πιο

χρήσιμη όμως είναι η έγκαιρη πρόβλεψη και, προ παντός, η έγκαιρη αντιμετώπιση

των προβλημάτων που μας επιφυλάσσει αυτός ο αιώνας.