To χρονικό ενός «εγκλήματος» ­ της καταστροφής που συντελείται τις τελευταίες

δεκαετίες στην Πεντέλη ­ περιγράφεται για πρώτη φορά με λεπτομέρεια. Πάνω σε

ηλεκτρονικούς χάρτες, με επιστημονικά και ερευνητικά δεδομένα από

αεροφωτογραφίες και χαρτογραφήσεις της περιοχής, ειδικοί αναλύουν πώς το δάσος

έχασε πια οριστικά τη φυσική ικανότητά του να αναγεννηθεί.

Ένα ερευνητικό πρόγραμμα, το οποίο ξεκίνησε το 1996 ­ έναν χρόνο μετά την

πρώτη από τις πλέον πρόσφατες μεγάλες φωτιές στην Πεντέλη ­ και ολοκληρώθηκε

πρόσφατα, απέδειξε συστηματικά, μεθοδικά και αδιαμφισβήτητα αυτό που βλέπει

κανείς με γυμνό μάτι: το πώς άλλαξε η χρήση της γης στο αττικό βουνό, το πώς

το δάσος και οι καλλιεργούμενες εκτάσεις έδωσαν τη θέση τους σε οικιστικά

συγκροτήματα και το πώς τα σπίτια αυτά βρίσκονται ακριβώς γύρω από τις

περιοχές όπου από το 1975 μέχρι το 1995 εντοπίζονται οι εστίες των πυρκαγιών.

Τυχαίο;

Προφανώς και όχι. Όπως εξηγεί η κ. Μαργαρίτα Αριανούτσου, αναπληρώτρια

καθηγήτρια στον Τομέα Οικολογίας του Βιολογικού Τμήματος του Πανεπιστημίου

Αθηνών και επιστημονικός υπεύθυνος της έρευνας: «Οι αεροφωτογραφίες της

περιοχής από το 1945 μέχρι σήμερα και η περαιτέρω ανάλυσή τους δείχνουν πως τα

σημεία απ’ όπου ξεκίνησαν οι πυρκαγιές και η οικοδομική δραστηριότητα έχουν

άμεση σχέση μεταξύ τους. Οι οικισμοί επεκτάθηκαν, εξαπλώθηκαν γύρω από τις

περιοχές που κάηκαν. Βεβαίως μπορεί και να κάηκαν περιοχές όπου υπήρχαν ήδη

οικισμοί. Όμως και σε αυτήν την περίπτωση, οι συγκεκριμένοι οικισμοί χτίστηκαν

σε σημεία όπου παλαιότερα υπήρχαν πευκοδάση ή καλλιεργούμενες εκτάσεις».

Τρεις χάρτες, αποτέλεσμα ηλεκτρονικής επεξεργασίας και ανάλυσης των

αεροφωτογραφιών από την περιοχή της Πεντέλης, δίνουν τη συνολική εικόνα. Εν

έτει 1945, η πεντελική γη ήταν καλυμμένη από πευκοδάση, μεγάλες θαμνώδεις

εκτάσεις και αρκετές καλλιέργειες. Δεν υπήρχαν οικισμοί. Εν έτει 1995 (δηλαδή

πριν και από τη δεύτερη μεγάλη φωτιά των τελευταίων ετών, αυτή του 1998), ένα

μεγάλο τμήμα της περιοχής έχει καλυφθεί αποκλειστικά και μόνον από οικισμούς.

Αν τώρα πάνω στον πλέον πρόσφατο χάρτη τοποθετήσει κανείς (όπως έκαναν οι

ερευνητές) μικρές κουκίδες στα σημεία που έχουν εκδηλωθεί εστίες φωτιάς, από

το 1970 μέχρι το 1995, θα δει πως όλα βρίσκονται πολύ κοντά το ένα στο άλλο:

οι οικισμοί στις φωτιές και οι φωτιές στους οικισμούς.

«Δεν έχουμε στη διάθεσή μας ανάλυση των αιτιών κάθε πυρκαγιάς, για να είμαστε

σε θέση να ξέρουμε αν τα αίτια είναι φυσικά ή αν πρόκειται για εμπρησμούς ή

αμέλεια», λέει η κ. Αριανούτσου. «Όμως, μπορεί κανείς να υποθέσει με ασφάλεια

πως εκεί όπου οι κουκίδες που συμβολίζουν τις εστίες βρίσκονται κοντά σε

οικισμούς, δεν έχουμε να κάνουμε με φυσικά αίτια. Άλλωστε οι φωτιές

εμφανίζονται με τέτοια συχνότητα, στα ίδια ή σε γειτονικά σημεία, ώστε δεν

είναι δυνατόν να είχε προλάβει να συγκεντρωθεί η κρίσιμη φυτική βιομάζα, για

να ξανακαεί, από φυσικά αίτια».

Η αποκαλυπτική έρευνα, η οποία παρουσιάζει ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά

παραδείγματα αλληλεπίδρασης χρήσεων γης και δασικών πυρκαγιών (η μεταβολή στις

χρήσεις γης, ως συνέπεια των δασικών πυρκαγιών, στην Πεντέλη είναι μία από τις

πιο χαρακτηριστικές αλληλεπιδράσεις), πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του

ευρωπαϊκού ερευνητικού προγράμματος «Lucifer», το οποίο συντονίζεται από το

Πανεπιστήμιο του Τολέδο. Στη λεπτομερή μελέτη για την Πεντέλη, εκτός από την

κ. Αριανούτσου, συνεργάστηκαν επίσης η κ. Ελένη Μαρούδη από τον Τομέα

Οικολογίας του Βιολογικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών και η κ. Βασιλική

Βαρελά από το τμήμα εφαρμοσμένης έρευνας της εταιρείας Algosystems.

Αυξήθηκε 12 φορές ο αριθμός των κατοίκων

Μετά τις φωτιές του 1995 και του 1998 το μεσογειακό πευκόδασος της Πεντέλης

ξεπέρασε πια τα όρια της φυσικής αντοχής του απέναντι στη φωτιά

Η Πεντέλη δεν είναι πια δάσος και δεν πρόκειται να ξαναγίνει ποτέ από μόνο

του. Σύμφωνα με όλες τις σχετικές έρευνες που έχουν γίνει από τον Τομέα

Οικολογίας του Βιολογικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών, η περιοχή, που

μέχρι πρόσφατα ήταν καλυμμένη από δάσος χαλεπίου πεύκης, μέσα στα τελευταία

πενήντα χρόνια έχει μετατραπεί σε… αστικό κέντρο και ο αριθμός των κατοίκων

έχει αυξηθεί τουλάχιστον 12 φορές!

Όπως εξηγεί η κ. Μαργαρίτα Αριανούτσου, αναπληρώτρια καθηγήτρια της Οικολογίας

στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, μέσα στην τελευταία δεκαετία έχουν παρατηρηθεί

σοβαρές μεταβολές τόσο στην ποικιλία της χλωρίδας όσο και στη δομή της

βλάστησης της περιοχής. «Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των φυτών δεν έχει καταφέρει

να επιβιώσει από τις συχνές πυρκαγιές και μεταξύ αυτών υπάρχουν τουλάχιστον

τρία ενδημικά είδη ­ είδη, δηλαδή, που υπήρχαν μόνο εκεί». Μετά τις φωτιές του

1995 και του 1998 (στη διάρκεια των οποίων καταστράφηκαν 7.000 και 8.000

στρέμματα, αντίστοιχα), το μεσογειακό πευκοδάσος της Πεντέλης ξεπέρασε πια τα

όρια της φυσικής αντοχής του απέναντι στη φωτιά. Δεν είχε τη δύναμη, τα

αποθέματα να αντιμετωπίσει τη διαταραχή που προκάλεσε η φωτιά, όπως θα το

έκανε κάθε μεσογειακό δάσος που πλήττεται από πυρκαγιά σε χρονικό διάστημα 50

χρόνων.

Σε μιαν άλλη έρευνα που πραγματοποίησε η κ. Αριανούτσου, μαζί με τον Δημήτρη

Καζάνη από τον Τομέα Οικολογίας και την κ. Βασιλική Βαρελά από το Τμήμα

Εφαρμοσμένης Έρευνας της εταιρείας Algosystems, είναι φανερό πως το δάσος της

Πεντέλης υποβαθμίστηκε όχι τόσο από την πυρκαγιά του 1995 όσο από το γεγονός

ότι ακολούθησε η μεγάλη φωτιά του 1998 που έπληξε ακριβώς την ίδια περιοχή.

Ενώ, μετά τη φωτιά του 1995, ο κίνδυνος η περιοχή να χάσει τη φυσιογνωμία της

(να αλλάξει η χρήση γης, να μειωθεί η πυκνότητα των πεύκων που προκύπτουν από

φυσική αναγέννηση) και να διαβρωθεί το έδαφός της ήταν από μηδαμινός έως

περιορισμένος, τρία χρόνια αργότερα τα αντίστοιχα δεδομένα «άγγιξαν κόκκινο».

«Μέσα σε τρία χρόνια κάηκε ακριβώς η ίδια περιοχή, κι έτσι αυξήθηκε ο κίνδυνος

διάβρωσης (ο οποίος σχετίζεται, εκτός από το ανάγλυφο της περιοχής, και με την

έλλειψη φυτικής κάλυψης) αλλά και άλλαξε η φυσιογνωμία της βλάστησης», εξηγεί

η κ. Αριανούτσου. «Πολλά είδη της προϋπάρχουσας χλωρίδας δεν μπορούν πια να

αναγεννηθούν (όπως για παράδειγμα τα πεύκα, επειδή όταν ξανακάηκαν ήταν μόλις

3 ετών), άρα αλλάζει η φυσιογνωμία της περιοχής και ταυτόχρονα περιορίζεται η

κάλυψη του εδάφους από τα φυτά που σταθεροποιούν το χώμα και προκαλείται διάβρωση».