Η «ατυχία» ορισμένων θεσμικών ζητημάτων, πραγματικά κρίσιμων για τη

δημοκρατία, είναι ότι εκ φύσεως εκτρέπουν τον νηφάλιο διάλογο και διεξάγονται

με υπεραπλουστεύσεις και προσωποποιήσεις. Τα κωλύματα εκλογιμότητας των

βουλευτών, που συζητούνται αυτόν τον καιρό στα πλαίσια της διαδικασίας

αναθεώρησης, αποτελούν χαρακτηριστικότατο παράδειγμα.

Η ύπαρξη των κωλυμάτων φαίνεται από πρώτη άποψη να αντιμάχεται την ελεύθερη

έκφραση του εκλογικού σώματος, αφού βουλευτές που εξελέγησαν με τη λαϊκή ψήφο

είναι δυνατόν να εκπέσουν της ιδιότητάς τους με δικαστική απόφαση. Όμως αυτή η

ίδια η ύπαρξη του θεσμού θα μπορούσε να εκληφθεί και ως ενίσχυση της

γνησιότητας της λαϊκής εντολής, εφόσον, με δεδομένους και συνταγματικής

περιωπής κανόνες και υπό την εγγύηση του εγκυρότερου δικαστικού σχηματισμού, η

Πολιτεία επιχειρεί να διαμορφώσει συνθήκες όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ισότητας

όπλων κατά τον εκλογικό αγώνα. Η «φιλοσοφική» διάσταση του ζητήματος, η λήψη

δηλαδή θέσης υπέρ μιας δραστικής μείωσης των περιπτώσεων που επιφέρουν κώλυμα,

εν όψει ενδεχόμενης διαπίστωσης ότι ο αποκλεισμός πολλών κατηγοριών προσώπων

δεν δικαιολογείται από τις σύγχρονες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, είναι

κρίσιμη και ανοικτή. Ενώ όμως δεν αμφισβητείται ότι η κατάστρωση των σχετικών

άρθρων 56 και 57 του Συντάγματος είναι υπερβολικά προσκολλημένη στις ανάγκες

μιας παρωχημένης εποχής και, άρα, χρειάζεται αναμόρφωση, την ώρα της μετάβασης

από την παθολογία στην αναζήτηση λύσεων αρχίζει να εκλείπει η νηφαλιότητα.

Τρία τουλάχιστον διαδεδομένα νομικά και πραγματικά σφάλματα συντελούν σε

αποπροσανατολισμό. Πρώτον, ο μύθος της αλλοίωσης του εκλογικού αποτελέσματος

από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Δεύτερον, η άποψη ­ ή ακόμα και ευχή ­ ότι

είναι δυνατόν, με διατήρηση της υπάρχουσας συνταγματικής λογικής, να

προσδιορίζονται σαφώς και συγκεκριμένα οι ιδιότητες που επισύρουν κώλυμα.

Τρίτον, η επίκληση στα κόμματα για προστασία από την «αδικία». Αυτό που ισχύει

στην πραγματικότητα είναι ότι το αρμόδιο δικαστήριο, παραλαμβάνοντας τον

προσδιορισμό των κωλυμάτων από τις επίμαχες συνταγματικές διατάξεις (άλλο

ζήτημα, φυσικά, ότι αυτές θα μπορούσαν να αλλάξουν), προβαίνει σε μια αναγκαία

από τη φύση των κανόνων εννοιολογική διάπλαση: δεν ακυρώνει την εκλογή

ορισμένου βουλευτή επειδή είναι αυτός που είναι, ούτε επειδή διαπίστωσε ότι

καταχράστηκε πράγματι τη θέση του προκειμένου να εκλεγεί, αλλά επειδή έκρινε

ότι είχε κάποια από τις απαγορευμένες ιδιότητες.

Η δε υπαγωγή αυτή, αναγκαστικά γίνεται εξ υπαρχής, σε κάθε περίπτωση και με

βάση έννοιες που δεν «εφευρίσκει» αλλά διαπλάθει το δικαστήριο, καθώς οι

κρίσιμες ιδιότητες περιγράφονται, όπως ταιριάζει σε συνταγματικό κείμενο, με

όρους που έχουν ανάγκη εξειδίκευσης (μιλά, για παράδειγμα, για «δημόσιες

επιχειρήσεις», αλλά δεν λέει, δεν μπορεί να πει, ποια στοιχεία τις συνιστούν).

Δεν «αδικείται» λοιπόν ένας βουλευτής που εξέπεσε παρά την έξωθεν καλή

μαρτυρία του, πόσο μάλλον όταν το δικαστήριο έχει πια διαμορφώσει πάγιους

νομολογιακούς κανόνες, έτσι ώστε στοιχειωδώς επιμελής υποψήφιος να γνωρίζει,

σχεδόν με βεβαιότητα, εκ των προτέρων αν κατείχε ή όχι θέση που επιφέρει

κώλυμα. Κι εδώ είναι η πραγματική ευθύνη των κομμάτων, που θα έπρεπε να

προφυλάσσουν τους υποψηφίους τους πριν εκτεθούν και όχι βέβαια να περιορίζουν,

κατόπιν εορτής, ένα νόμιμο δικαίωμα συνυποψηφίων τους ή εκλογέων.

Υπό την πίεση ίσως πολλαπλών πιέσεων απουσιάζει από την προτεινόμενη νέα

ρύθμιση μια ξεκάθαρη λογική (που θα μπορούσε να αναφανεί μέσα από την

καθιέρωση της υπηρέτησης και των ουσιαστικών καθηκόντων της θέσης ως μοναδικών

κριτηρίων αποκλεισμού, χωρίς την επικάλυψη της παραίτησης). Αντίθετα, ο

περιορισμός του κωλύματος των δημοσίων υπαλλήλων μόνο σε εκείνους που

«κατέχουν θέση προϊσταμένου διεύθυνσης, όπως θα ορίζεται στον νόμο» κινδυνεύει

να αποδειχθεί πλατωνική απλοποίηση (αφού και πάλι το δικαστήριο θα είναι αυτό

που θα κρίνει «τι εννοεί» ο νόμος), ενώ η θέσπιση, ως σημείου κρίσης της

υπηρέτησης, των «δεκαοκτώ μηνών πριν από τη λήξη της τετραετούς βουλευτικής

περιόδου» θα περιπλέξει περισσότερο τα πράγματα (Γιατί τόσο πίσω; Υπηρέτηση

για πόσο διάστημα; Και τι γίνεται σε περίπτωση πρόωρων εκλογών;). Λείπει

εξάλλου η συμβολικά απαραίτητη πρόταση για έκπτωση λόγω υπέρβασης ενός

ανωτάτου ορίου προεκλογικών δαπανών. Η πλήρης ισορροπία ανάμεσα στις

αντικρουόμενες ανάγκες της δημοκρατίας μπορεί να είναι αδύνατη, αλλά η

βελτίωση είναι ­ ακόμα ­ εφικτή.

Ο δικηγόρος Κώστας Β. Μποτόπουλος είναι διδάκτωρ του Συνταγματικού Δικαίου.