Ο καθένας από τους ανθρώπους που κατάφεραν να σωθούν έχει να καταθέσει τη

δική του μαρτυρία. Οικογένειες χωρίστηκαν.

Η γυναίκα ρίχνει βαριές ευθύνες στο πλήρωμα για την τραγωδία. «Δεν έχω σκεφθεί

καν να πάρω όπλο στα χέρια μου, σε όλη μου τη ζωή. Όμως, αυτούς, αυτόν τον

καπετάνιο θα μπορούσα να τον σκοτώσω. Ξεχάστηκαν. Χάζεψαν στο ποδόσφαιρο. Ούτε

καν ανακοίνωση ότι πλησιάζουμε στο λιμάνι δεν έβγαλαν, για να ξέρει ο κόσμος

να ετοιμάζεται, όπως γίνεται πάντα. Αλλά χάζεψαν στην τηλεόραση. Ξεχάστηκαν με

το ποδόσφαιρο. Κι όλα αυτά, ενώ βλέπαμε τα φώτα της Πάρου. Μέσα στα σπίτια

μας…».

«Αν φύγεις, πώς θα ζήσω χωρίς εσένα»;

Από τη λύτρωση στην αγωνία γιατί κάποιοι έδωσαν σημεία ζωής, οι συγγενείς

έπεφταν στην απόγνωση, αφού μάθαιναν ότι δεν είχαν σωθεί όλοι οι δικοί τους

άνθρωποι. «Ήμασταν στη θάλασσα. Πολλοί μαζί. Δεν ξέρω για πόση ώρα»,

περιγράφει μια γυναίκα που ταξίδευε με τον σύζυγο και τον γιο τους. «Άκουγα

φωνές, κλάματα, απελπισία παντού. Με τον άνδρα μου χωριστήκαμε στο κατάστρωμα.

Εγώ του έλεγα πως δεν είχα δύναμη να περιμένω εκεί. Περίμενε, μου έλεγε. Αν

φύγεις, πώς θα ζήσω χωρίς εσένα; Δεν άντεξα, έπεσα στη θάλασσα. Άκουγα τις

φωνές πίσω μου και ούρλιαζα: «Θοδωρή, Θοδωρή, εσύ είσαι; » Ο άνθρωπός μου δεν

έχει ακόμη βρεθεί. Πολύ αργότερα, στο Κέντρο Υγείας, βρήκα τουλάχιστον το

παιδί μου».

«Το πλήρωμα φλέρταρε με τις τουρίστριες»

Σοκαρισμένος και οργισμένος, περιγράφει την περιπέτειά του ένας ακόμη από

τους επιβάτες που ταξίδευε μαζί με τον γιο του. «Δεν ξέρω να κολυμπάω. Έτσι

φόρεσα δύο σωσίβια που βρήκα μπροστά μου και άλλα δύο στον γιο μου. Πέσαμε

μαζί στη θάλασσα. Δύο κύματα μάς πήραν και μας βύθισαν. Ξαναβγήκαμε στην

επιφάνεια. Δόξα τω Θεώ, σωθήκαμε. Όμως θέλω να καταγγείλω τη συμπεριφορά του

πληρώματος, τόσο την ώρα του ναυαγίου όσο και νωρίτερα. Φλέρταραν με

τουρίστριες. Μετά έπεσαν στην τηλεόραση. Μας έπνιξαν. Ο καπετάνιος άκουσε το

χτύπημα και δεν σηκώθηκε να μας πει μια κουβέντα, μια ανακοίνωση. Ούτε ένας

από το πλήρωμα δεν βρέθηκε να μας υποδείξει πού ήταν τα σωσίβια, παρά τα

φόρεσαν πρώτοι. Μια βάρκα έριξαν στη θάλασσα και μπήκαν πρώτοι μέσα…».

«Δεν είπαν τίποτα από τα μεγάφωνα»

«Κανένας δεν μπήκε στον κόπο να μας ειδοποιήσει», λέει η Βασιλική Μανόλη.

«Ούτε καν από το μεγάφωνο. Εκείνη τη στιγμή βρισκόμουν με τον σύζυγό μου στην

καμπίνα. Το μόνο που ακούσαμε και μας έκανε να ανησυχήσουμε και να

αναρωτηθούμε τι συμβαίνει ήταν ένας δυνατός θόρυβος. Αυτοί (το πλήρωμα)

έβλεπαν τηλεόραση και μεις δίναμε μάχη με τον θάνατο. Το μόνο που θέλω είναι

να ακούσω νέα για τον άνδρα μου. Να μάθω ότι είναι καλά».

«Με κίνδυνο της ζωής του βοήθησε οκτώ άτομα»

Ναυτικός το επάγγελμα, ο Θεόδωρος Τζέμος ήταν από τους λίγους που ήξεραν πώς

να αντιμετωπίσουν μια τέτοια κατάσταση. Το ναυάγιο του «Σαμίνα» ήταν το τρίτο,

από το οποίο κατόρθωσε να επιζήσει. Από τη στιγμή της σύγκρουσης εκτίμησε

επακριβώς την κατάσταση και κατόρθωσε να οδηγήσει αρκετούς συνεπιβάτες του στο

καταλληλότερο σημείο, απ’ όπου θα μπορούσαν να πηδήξουν στη θάλασσα. Μέσα στο

νερό χρησιμοποίησε ένα μεγάλο ξύλο που βρέθηκε μπροστά του για να κρατηθεί ο

ίδιος και η γυναίκα του. Στη συνέχεια με κίνδυνο της ζωής του περισυνέλεξε 8

συνολικά άτομα και τα βοήθησε να φθάσουν με ασφάλεια στα καΐκια, που είχαν

σπεύσει στο ναυάγιο.

Σώθηκε ολόκληρη η οικογένεια

Ζωντανοί από την κόλαση του ναυαγίου κατάφεραν να βγουν τα μέλη μιας

οικογένειας που ταξίδευε προς την Πάρο, από τον Βόλο. Πρόκειται για τον

Πανταζή και τη Βάσω Γιαννιού και τον γιο τους Αποστόλη. Σοκαρισμένοι, αλλά

ευχαριστώντας τον Θεό που ήταν ζωντανοί, διακομίστηκαν μετά την περισυλλογή

τους στο Κέντρο Υγείας της Πάρου και από εκεί επικοινώνησαν με τους συγγενείς

τους στον Βόλο, για να τους καθησυχάσουν, δίνοντας έτσι τέλος στην αγωνία που

μέχρι τη στιγμή εκείνη είχαν περάσει.

«Το πλήρωμα δεν μας βοήθησε καθόλου»

«Μας έβαλαν σε ένα καράβι, μας δώσανε μια και μας πνίξανε», λέει αγανακτισμένη

η Σταυρούλα Μυλωνά. «Κοιμόμουν με τον γιο μου στην καμπίνα ώσπου κάποια στιγμή

ένας δυνατός θόρυβος μάς ξύπνησε. Όταν καταλάβαμε τι είχε γίνει, φορέσαμε τα

σωσίβια, τα οποία ξέραμε πού ήταν γιατί τα είχαμε δει κατά τύχη όταν μπήκαμε

στο πλοίο. Το πλήρωμα δεν μας βοήθησε καθόλου. Μόνον ένας καμαρότος

εμφανίστηκε τη στιγμή που ετοιμαζόμασταν να πηδήξουμε, ο οποίος και μας

διαβεβαίωνε ότι το πλοίο δεν θα βουλιάξει και να παραμείνουμε εκεί. Εμείς

πέσαμε στο νερό και για λίγο κρατηθήκαμε αγκαλιασμένοι μέχρι που τον έχασα.

Ευτυχώς αργότερα έμαθα ότι βγήκε στην ακτή και είναι καλά. Μέσα στη θάλασσα

κατόρθωσα να κρεμαστώ από μια βάρκα, χωρίς όμως να έχω τη δύναμη να ανεβώ. Δύο

καΐκια πέρασαν από πολύ κοντά μου, αλλά μάλλον δεν με είδαν. Ύστερα τα κύματα

με πέταξαν στα βράχια και εκεί κάποιοι κατόρθωσαν να με ανεβάσουν».

Η σωτηρία, δώρο για το μήνα του μέλιτος των Βρετανών

Το ζευγάρι των Βρετανών Μάριον και Στίβεν Ρίτσαρντς ήρθε στην Ελλάδα από την

Αγγλία για τον μήνα του μέλιτος. «Βρισκόμασταν στην καμπίνα μας όταν ακούσαμε

έναν τρομακτικό θόρυβο. Πεταχτήκαμε αμέσως έξω και αντικρύσαμε το απόλυτο

χάος», λέει η Μάριον, που βρίσκεται σε εμφανώς καλύτερη κατάσταση από τον

σύζυγό της. «Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Πού να πάμε.

Αρχίσαμε να ρωτάμε πού θα βρούμε σωσίβια, όμως κανείς δεν μιλούσε αγγλικά.

Ακολουθήσαμε το πανικόβλητο πλήθος. Κάποια στιγμή το πλοίο έγειρε τόσο που

αρχίσαμε να γλιστράμε. Εγώ κρατιόμουν με τα δάχτυλα από τη λαμαρίνα και ο

άνδρας μου ήταν κρεμασμένος από τη μέση μου. Περνούσε συνέχεια κόσμος. Κάποιος

μού πάτησε τα δάχτυλα και γλιστρήσαμε προς τα κάτω. Ένιωσα να μου φορούν ένα

σωσίβιο και αμέσως βρεθήκαμε στο νερό. Κρατηθήκαμε ακόμη μαζί για λίγο και

αρχίσαμε να προσευχόμαστε. Ο άνδρας μου δεν είχε σωσίβιο και εξακολουθούσε να

κρατιέται από πάνω μου. Τον έβλεπα να μπαίνει και να βγαίνει από το νερό και

εγώ προσπαθούσα να τον κρατώ στην επιφάνεια, μα εκείνος με κρατούσε προς τα

κάτω. Ξαφνικά τον έχασα. Λίγο αργότερα είδα κάποιον να μου πετάει ένα σχοινί.

Ήταν ο άνδρας μου, που στο μεταξύ ­ δεν ξέρω πώς ­ είχε ανέβει σε ένα από τα

καΐκια που είχαν σπεύσει για βοήθεια».

Η Μάριον Ρίτσαρντς ξεσπάει: «Δεν είδα κανέναν από το πλήρωμα από τη στιγμή της

σύγκρουσης και μετά. Κανείς δεν μας είπε τι να κάνουμε, ούτε ακούσαμε καμία

ανακοίνωση. Μέχρι να πέσουμε στη θάλασσα κοιτούσα συνεχώς για κάποιον με

στολή, που θα μας έδινε κάποια οδηγία. Μάταια όμως. Είμαι εξαγριωμένη με τους

ανθρώπους του καραβιού και με την ανοργανωσιά που αντιμετωπίσαμε από την πρώτη

στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας στο πλοίο».

Από το ναυάγιο και μετά η Μάριον είδε τον Ρίτσαρντ μόνο για ένα λεπτό στο

Κέντρο Υγείας της Πάρου. Αν και στο Νοσοκομείο του Ευαγγελισμού τη χωρίζει

μόνον ένας όροφος από εκείνον, δεν είχε καμία ενημέρωση για την υγεία του.

«Πείτε του μόνο πως είμαι καλά και τον αγαπώ», λέει δακρυσμένη. Όσο για

εκείνον μόλις άκουσε ότι η σύζυγός του είναι καλά ανακουφίστηκε και μόνο μία

φράση βγήκε από το στόμα του: «Νιώθω τυχερός που σώθηκα, αλλά πονώ πολύ γι’

αυτούς που είδα να χάνονται».