Όλο και περισσότερο οι σύγχρονες πόλεις εξομοιώνονται μεταξύ τους.

Παραμένουν, ωστόσο, μερικές διαφορές κι ανάμεσα σ’ αυτές η πιο σημαντική αφορά

τον βαθμό ασφυξίας στον οποίο αντέχουν οι κάτοικοι.

Από την τόση κλεισούρα μέσα στους τέσσερις τοίχους και μέσα στα ιδιωτικά τους

συμφέροντα, από την τόση έλλειψη δημόσιου οξυγόνου, αυξάνει ο αριθμός εκείνων

που στο Λονδίνο ή στο Βερολίνο ξεχύνονται στους δρόμους παραληρώντας.

Μισοπάλαβοι μονολογούν στα σταυροδρόμια ανακοινώνοντας στους περαστικούς τα

καθέκαστα της ζωής τους. Δεν μπόρεσαν να υπομείνουν άλλο την καχυποψία γύρω

τους και τις δικές τους αναστολές.

Κάθε άνθρωπος, έλεγε ο Γκαίτε, από τον πιο σημαντικό ως τον πιο ταπεινό, έχει

μυστικά να κρύψει που αν τα φανέρωνε θα γινόταν μισητός στους άλλους. Φθάνει,

όμως, κάποτε η στιγμή της έκρηξης και τα καλύμματα τινάζονται στον αέρα. Δεν

ενδιαφέρει πια κανέναν το τι θα κραυγάσει ο διπλανός του και ποιος θα είναι ο

αντίκτυπος. Για τους φιμωμένους κατοίκους η πόλη δεν είναι τότε παρά ένα

τεράστιο κουτί παραπόνων που ποτέ δεν εισακούονται.

Από την άποψη αυτή οι Αθηναίοι δείχνουν πως για την ώρα διαθέτουν αξιοσημείωτη

ικανότητα αυτοελέγχου. Κρατιούνται και πολύ σπάνια θα ξεσπάσουν σε

ασυναρτησίες απεγνωσμένες ή θα χειρονομήσουν αλλοπρόσαλλα προκειμένου κάτι να

«επεξηγήσουν».

Διατηρούνται άραγε ακόμη ψευδαισθήσεις; Ή μήπως πρόκειται για την επιμονή

ορισμένων ν’ ανοίξουν πάση θυσία μια δίοδο μέσα από τους τοίχους, τα τροχοφόρα

και την οχλοβοή; Φαίνεται πως οι κάτοικοι δεν θέλουν να το πάρουν απόφαση πως

οι δρόμοι για τους άλλους είναι εντελώς φραγμένοι. Άνοστο μοιάζει να

διασχίζουν την πόλη για να διεκπεραιώνουν τις υποθέσεις τους και να μετράνε το

βράδυ, μοναχοί τους, κέρδη κι απώλειες. Άλλο λοιπόν τους κινεί. Το να φθάσουν

σ’ ένα μέρος όπου θα βρουν κάποιους για να τους μιλήσουν και να τους ακούσουν,

αυτό είναι το ισχυρότερο κίνητρο που τους ωθεί, αυτό που δικαιώνει κι όλα τ’

άλλα (τα σχετικά με την εργασία, το χρήμα, το ερωτικό κυνηγητό κ.τ.λ.). Αν δεν

υπάρχει ακροατής για να ακούσει τα πεπραγμένα σου, δεν αξίζει τον κόπο ούτε το

δακτυλάκι σου να κουνήσεις.

Δεν χρειάζεται περισσότερη εξέταση το θέμα για να φανεί πως το άνοιγμα των

χώρων στην Αθήνα είναι, πάνω απ’ όλα, ζήτημα «ψυχικής οικονομίας». Αν δοθούν

εγκαίρως στους κατοίκους οι πεζόδρομοι και οι προβλεπόμενοι ενοποιημένοι

χώροι, τότε η συσσωρευμένη ενέργεια θα κυλήσει στις κοίτες. Περπατώντας τα

άτομα θα συναντηθούν με άλλα, και άλλα σχόλια θα γίνουν για τα όσα

συντελούνται γύρω τους. Απρόβλεπτες συχνά οι κουβέντες κι αυτοσχέδιες, όπως

συμβαίνει στην προφορική αλληλεπίδραση. Δεν είχαν άδικο οι Ιταλοί οραματιστές

της ιδανικής πλατείας όταν διακήρυσσαν πως εκεί και μόνον εκεί το πνεύμα του

ιδιώτη ζωηρεύει. Ποτέ μέσα στο σπίτι του, μόνο έξω, στην υπαίθρια τριβή των

συνειδήσεων.

Από την ιδιότητα, επομένως, του πεζού και του περιπλανώμενου πηγάζει

περισσότερη σκέψη κριτική και διάθεση συμμετοχής στα κοινά απ’ αυτήν που γεννά

η ιδιότητα του οδηγού αυτοκινήτου. Στον δεύτερο, είναι αναπόφευκτη η υποταγή

του μυαλού του σε μια μηχανή που υποβάλλει συνεχώς την ιδέα πως οι άνθρωποι

και τα πράγματα υπάρχουν για να «προσπερνιούνται». Στον πρώτο, αντίθετα,

επιτρέπεται να «σκαλώνει» πού και πού και να επανεξετάζει από την αρχή τα

συμβάντα.

Με άλλα λόγια, στον ελεύθερο από τροχοφόρα χώρο τείνει να σχηματιστεί μια

εστία αναθεώρησης της όποιας κεκτημένης ταχύτητας, κοινωνικής και πολιτικής.

Με την επιβράδυνση όλα ανακυκλώνονται. Να βιαστεί κανείς για ποιο λόγο; Ποιοι

του ζητούν να ζήσει μια ζωή όπου σπρώχνει ο καθένας για να μη σπρωχτεί; Ο

αργός βηματισμός στον πεζόδρομο ή στο πάρκο προετοιμάζει πιθανές αλλαγές στην

πορεία, εγκυμονεί την άρνηση του πολίτη να ασκείται καθημερινά στο τρέξιμο

μετ’ εμποδίων και με τέρμα αόρατο.

Απομένει να δούμε αν θα συμφωνήσει μαζί του και η πολιτική ηγεσία της πόλης.

Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο

Πανεπιστήμιο Αθηνών.