Οι γυάλινοι ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης είναι σαν απόρθητα φρούρια. Χιλιάδες

πολυτελή τετραγωνικά στεγανών επιφανειών. Γυαλί και μοκέτες. Επάνω τους πατούν

ακριβά δερμάτινα παπούτσια τα οποία κουβαλούν απρόσωπες φιγούρες με γκρίζα

κοστούμια, χαρτοφύλακες, πληροφορίες, επιταγές και μπόλικο κυνισμό.

Όταν τα παπούτσια αποχωρήσουν, τις μοκέτες αναλαμβάνουν να καθαρίσουν οι

ηλεκτρικές σκούπες.

Αυτές κινούνται από χέρια μεταναστών. Άνθρωποι χωρίς δικαιώματα, που τους

«κάνει αόρατους» η στολή της καθαρίστριας. Στο έλεος των κυκλωμάτων

λαθρομεταναστών και των παντοδύναμων εταιρειών. Ο μισθός τους είναι «με την

ώρα». Δεν έχουν κανένα δικαίωμα ούτε σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ούτε ­

πολύ περισσότερο ­ σε ασφάλιση. Η ζωή τους δεν κρέμεται απλώς σε μια κλωστή,

αιωρείται στο πουθενά.

Όταν τους προσεγγίζει ο άνθρωπος του σωματείου και τους μιλάει για το μίνιμουμ

των δικαιωμάτων τους φοβούνται, δυσπιστούν, κάνουν πίσω. Τους πείθει όμως και

μπαίνουν στον χορό… Δεν θα μάθουν ποτέ ότι το ίδιο αυτό σωματείο ήταν έτοιμο

να τους «πουλήσει» σε μια κρίσιμη στιγμή…

Η ταινία του Κεν Λόουτς μετά τα χολιγουντιανά «Μονομάχος» και «Πατριώτης»

μοιάζει με ευάλωτη αλήθεια πάνω σε κοφτερή λεπίδα ­ καθόλου ευχάριστο

συναίσθημα… Στο τέλος βέβαια ο σκηνοθέτης δίνει «ψωμί και τριαντάφυλλα»,

αλλά όλα τα χαμόγελα είναι πικρά και σκοτεινά.

Όπως και τα πρόσωπα όσων βγαίνουν από την κινηματογραφική αίθουσα στην οδό

Ακαδημίας.

Ακριβώς απέναντι από ένα νεοκλασικό κτίριο, όπου ­ τι ειρωνεία ­ ένας εργάτης

με παλιά ρούχα, ανεβασμένος σε σκαλωσιά δουλεύει στη μία η ώρα, περασμένα

μεσάνυχτα του Σαββάτου, και μάλλον δεν θα έχει ούτε την ευκαιρία ούτε τη

γλωσσική επάρκεια για να παρακολουθήσει μια ταινία που θίγει με τον πλέον

ρεαλιστικό τρόπο τη δική του καθημερινότητα.