Εν όψει του Συνεδρίου που θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα το 2001, και θα

οργανωθεί από την εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», τη Γενική Συνομοσπονδία Εργαζομένων

Ελλάδος και τον Όμιλο «Λόγοι Δράσης», με στόχο τη συγκρότηση της Χάρτας του

Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Κινήματος, το κείμενο του Pierre Bourdieu που ακολουθεί

προσφέρεται ως υλικό για συζήτηση, προβληματισμό προς όλους αυτούς τους

φορείς, ατομικούς και συλλογικούς, οι οποίοι, αναζητώντας τρόπους να

αναχαιτίσουν τη βίαιη, παρ’ όλες τις διάφορες παραλλαγές και διαβαθμίσεις,

επιβολή της πολιτικοοικονομικής κυριαρχίας νεοφιλελεύθερης προοπτικής σ’ όλες

τις χώρες της Ευρώπης, και κοινωνικούς πρωταγωνιστές που θα αντισταθούν στους

μηχανισμούς μετατροπής της οικονομίας σε κοινωνική τεχνική κυριαρχίας και στις

πρακτικές νομιμοποίησης αυτού του κοινωνικού νεοδαρβινισμού, επιθυμούν να

συμβάλουν στη διαμόρφωση των βασικών αξόνων των εργασιών της Γενικής

Συνέλευσης του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Κινήματος που θα λάβει χώρα σ’ αυτό το

Συνέδριο.

Η πρώτη δέσμη προτάσεων προς συζήτηση, που ανακοινώνει σήμερα ο Pierre

Bourdieu, απευθυνόμενος προς όλους αυτούς που έχουν την πεποίθηση πως μία

πραγματικά κοινωνική Ευρώπη θα διαθέτει ένα ευρωπαϊκό κοινωνική κίνημα, αλλιώς

δεν θα μπορέσει να υπάρξει, εμφορείται από τη λογική πως ήρθε ο καιρός να

προταθούν ουτοπίες θεμελιωμένες στο λόγο και την αλήθεια. Μέσα σ’ αυτή την

προοπτική οι διανοούμενοι μπορούν και οφείλουν να υπερβούν την αντινομία

μεταξύ του ουτοπισμού των διαφόρων «πρωτοποριών της αυτοϊκανοποίησης» και του

επιστημονισμού των φιλόδοξων επιστημοκρατών, μεταξύ της στράτευσης του

«οργανικού διανοούμενου», αυτής της επαγγελματικής ιδεολογίας των πολιτισμικών

παραγωγών των κομματικών κλιμακίων, και της απόλυτης αυτονομίας που επιβάλλει

μια ακαδημαϊκού τύπου επιστημονική δεοντολογία, καθιερώνοντας μορφές πολιτικής

παρέμβασης στη βάση της αυτονομίας που τους προσφέρει ο ειδικός τους χώρος

παραγωγής.

Οι προτάσεις που ακολουθούν έχουν στόχο να προασπίσουν την ιδέα πως η

συνειδητοποίηση της συνθετότητας των γεγονότων και η επαναποτίμηση των

δυνατοτήτων που συνεπάγεται, αντί να οδηγήσει αναγκαία στη σύγχυση, την

ασάφεια και την παραίτηση, μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στην ενδυνάμωση της

υποχρέωσης για αποτελεσματικότητα του μαχητικού λόγου και της δράσης. Η

θεμελιώδης πρόθεση των προτάσεων αυτών, δηλαδή αυτή του ορισμού νέων

υποκειμένων και αντικειμένων της πολιτικής δράσης ικανής, μέσα από μια

πραγματική δεοντολογία δράσης, να προσδώσει ισχύ σε δυνάμεις οι οποίες δεν

μπορούν από μόνες τους να εισέλθουν στο πολιτικό πεδίο, κινδυνεύει, πρέπει να

το επαναλάβουμε, να χαρακτηριστεί ως ανεδαφική, ως ανεύθυνη ίσως, κυρίως από

όλους αυτούς οι οποίοι, μέσα σ’ ένα περιβάλλον διάχυτου κυνισμού όπου είναι

δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς το νεο-ρεαλισμό και το νεο-κυνισμό της

πεφωτισμένης «αριστεράς» από τη σκέψη της πιο παραδοσιακής δεξιάς ­ κυρίως

όταν ο ρεαλισμός του κυνισμού θεμελιώνεται στον κυνισμό του ρεαλισμού ­,

«περνούν με άνεση από τον κομφορμισμό της ανατροπής και της υποχρεωτικής

ριζοσπαστικότητας στον κομφορμισμό της συναινετικής ένταξης».

Η αίσθηση της μεροληπτικής αισιοδοξίας που προκαλούν οι προτάσεις αυτού του

κειμένου δεν είναι παρά ένας δείκτης της απόστασης που μας χωρίζει από την

ιστορική εμπειρία, η οποία, σύμφωνα με τον Max Weber, επιβεβαιώνει ότι δεν θα

έχουμε ποτέ «επιτύχει το δυνατό, αν μέσα στον κόσμο δεν επιτιθέμεθα

ακατάπαυστα στο αδύνατο».

Όσοι επιθυμούν να συμβάλουν στη διαδικασία επεξεργασίας των στόχων και των

μέσων του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Κινήματος μπορούν να στείλουν το σχόλιό τους,

τις κριτικές τους ή τις προτάσεις τους στη διεύθυνση: http:

//www.geocities.com/logoi­drasis, email: logoi­drasis@hotmail.com

Πιέρ Μπουρντιέ

Κάτω από τον φαταλισμό των οικονομικών νόμων υποκρύπτεται στην πραγματικότητα

μια πολιτική, αλλά μια πολιτική τελείως παράδοξη: η πολιτική της

απο-πολιτικοποίησης. Μια πολιτική που στόχο έχει, απελευθερώνοντας τις

οικονομικές δυνάμεις από οποιονδήποτε έλεγχο, να τους προσδώσει τη δύναμη του

μοιραίου και να καθυποτάξει τις κυβερνήσεις και τους πολίτες τους στις

«απελευθερωμένες» έτσι οικονομικές και κοινωνικές δυνάμεις. Ό,τι ορίζεται με

το περιγραφικό και την ίδια στιγμή κανονιστικό όνομα της «παγκοσμιοποίησης»

είναι αποτέλεσμα όχι κάποιας οικονομικής αναγκαιότητας, αλλά μιας συνειδητής

και προμελετημένης πολιτικής, η οποία όμως συνήθως δεν έχει επίγνωση των

συνεπειών της: δεν είναι άλλη από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική, η οποία οδήγησε

τις φιλελεύθερες ή ακόμη και τις σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις πολλών

οικονομικά προηγμένων χωρών να στερηθούν το δικαίωμα να ελέγχουν τις

οικονομικές δυνάμεις· είναι η πολιτική εκείνη που χαλκεύτηκε στις μυστικές

συναντήσεις των μεγάλων διεθνών οργανισμών, όπως είναι ο Παγκόσμιος Οργανισμός

Εμπορίου (OMC) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ή στους κόλπους όλων εκείνων των

πολυεθνικών επιχειρησιακών «δικτύων» που έχουν τη δύναμη να επιβάλλουν τη

βούλησή τους στα κράτη, μέσα από πολύ διαφορετικές, νομικές κυρίως, οδούς.

Ενάντια σ’ αυτή την πολιτική της απο-πολιτικοποίησης και της αποκινητοποίησης,

είναι ανάγκη να αποκαταστήσουμε την πολιτική, να αποκαταστήσουμε την πολιτική

σκέψη και πράξη· και για να το πετύχουμε, είναι ανάγκη να βρούμε το ακριβές

σημείο εφαρμογής της δράσης μας, που πρέπει στο εξής να αναζητούμε πέρα από τα

σύνορα του εθνικού κράτους, όπως πρέπει να βρούμε και τα ιδιαίτερα μέσα για

την εκπλήρωσή της, που δεν μπορούν πια να περιορίζονται στους πολιτικούς και

συνδικαλιστικούς αγώνες στο στενό πλαίσιο των εθνικών κρατών. Το εγχείρημα ­

δεν πρέπει να το κρύβουμε ­ είναι εξαιρετικά δύσκολο, για διάφορους λόγους:

κατ’ αρχάς, διότι τα κέντρα πολιτικής εξουσίας που πρέπει να καταπολεμηθούν

είναι εξαιρετικά απόμακρα ­ και όχι μόνο από γεωγραφική άποψη ­ και δεν έχουν

σχεδόν τίποτε το κοινό, ούτε στο επίπεδο των μεθόδων ούτε στο επίπεδο των

φορέων, με εκείνα τα κέντρα πολιτικής εξουσίας ενάντια στα οποία στρέφονταν

κατά παράδοση οι αγώνες. Κατόπιν, διότι η εξουσία των φορέων και των θεσμών

που κυριαρχούν σήμερα στον οικονομικό και κοινωνικό κόσμο βασίζεται σε μια

εκπληκτική συγκέντρωση κάθε είδους κεφαλαίου (οικονομικού, πολιτικού,

στρατιωτικού, πολιτισμικού, επιστημονικού, τεχνολογικού) που αποτελεί το

εφαλτήριο για μια άνευ προηγουμένου συμβολική κυριαρχία, η οποία ασκείται κι

επαυξάνεται κατ’ εξοχήν με την επιρροή των Μέσων, που επίσης χειραγωγούνται,

συνήθως εν αγνοία τους, από τους πράκτορες της επικοινωνίας.

Το βέβαιο είναι ότι ορισμένοι από τους στόχους της αναμενόμενης πολιτικής

δράσης εντοπίζονται στο επίπεδο της Ευρώπης, στο μέτρο τουλάχιστον που οι

ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί αποτελούν καθοριστική

συνισταμένη των κυρίαρχων δυνάμεων σε παγκόσμια κλίμακα. Κατά συνέπεια,

αναμφισβήτητο αίτημα για όλους εκείνους που έχουν την πρόθεση να αντιδράσουν

καίρια στις κυρίαρχες δυνάμεις προβάλλει η οικοδόμηση ενός ενωμένου ευρωπαϊκού

κοινωνικού κινήματος, ικανού να συσπειρώσει τα διαφορετικά, αποκομμένα σήμερα,

κινήματα τόσο σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο.

Να συσπειρώσουμε χωρίς να εξομοιώσουμε

Τα κοινωνικά κινήματα, όσο διαφορετικά και αν είναι ως προς την προέλευση,

τους στόχους και τα σχέδιά τους, έχουν πολλά κοινά γνωρίσματα, που τους

προσδίδουν έναν χαρακτήρα συγγένειας. Κατά πρώτο λόγο, κυρίως επειδή γεννώνται

συνήθως από την άρνηση των παραδοσιακών μορφών πολιτικής κινητοποίησης, και

ειδικά εκείνων των μορφών κινητοποίησης που διαιωνίζουν την παράδοση των

σοβιετικού τύπου κομμάτων, τα υπάρχοντα κοινωνικά κινήματα έχουν την τάση να

αποκλείουν την κάθε είδους μονοπώληση από μέρους οποιασδήποτε μειοψηφίας και

να ευνοούν την άμεση συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων. Κοντά στο αναρχικό

ιδεώδες από αυτή την άποψη, υιοθετούν μορφές αυτο-διαχειριστικής οργάνωσης,

που διακρίνονται από ελαφρότητα πίεσης του μηχανισμού, και επιτρέπουν στους

φορείς να αναλάβουν ενεργό ρόλο ­ κυρίως ενάντια στα κόμματα, των οποίων

αμφισβητούν το μονοπώλιο στην πολιτική παρέμβαση. Άλλο κοινό γνώρισμα,

προσανατολίζονται προς επακριβείς, συγκεκριμένους και σημαντικούς στόχους για

την κοινωνική ζωή (κατοικία, απασχόληση, υγεία κ.λπ.), για την πραγματοποίηση

των οποίων προσπαθούν να εντοπίσουν άμεσες και πρακτικές λύσεις, προσέχοντας

ώστε οι αρνήσεις όσο και οι προτάσεις τους να παίρνουν κάθε φορά σάρκα και

οστά μέσα από παραδειγματικές και άμεσα συναρτημένες με το εκάστοτε πρόβλημα

δράσεις. Τρίτο τυπικό χαρακτηριστικό τους, αρνούνται τις οποιεσδήποτε

νεοφιλελεύθερες πολιτικές που στόχο έχουν να επιβάλουν τη βούληση των μεγάλων

θεσμικών και πολυεθνικών επενδυτών. Τελευταίο διακριτικό και κοινό γνώρισμά

τους, προτάσσουν την αλληλεγγύη, που αποτελεί τη σιωπηρή αρχή των περισσότερων

αγώνων τους, και κάνουν το παν για να την επιτύχουν τόσο μέσω της δράσης τους

(με τη συνυπολόγιση όλων των «ειδάλλως») όσο και μέσω της οργανωτικής μορφής

που υιοθετούν.

Η διαπίστωση μιας τέτοιας συγγένειας στους στόχους και τα μέσα των πολιτικών

αγώνων επιβάλλει να επιζητούμε αν όχι την εξομοίωση (που αναμφίβολα δεν είναι

ούτε δυνατή ούτε ευκταία) όλων των διάσπαρτων κινημάτων, την οποία απαιτούν

συχνά τα ενεργά στελέχη, κυρίως τα νεώτερα, που εντυπωσιάζονται από τις

συγκλίσεις και τις συνηχήσεις, τουλάχιστον να επιζητούμε τον συντονισμό των

διεκδικήσεων και των δράσεων των κοινωνικών κινημάτων, αποκλείοντας

οποιαδήποτε επιθυμία ή απόπειρα καταχρηστικής ιδιοποίησης από τη μεριά τους:

έναν συντονισμό ο οποίος θα πρέπει να πάρει τη μορφή ενός δικτύου, ικανού να

φέρει σε επαφή άτομα και ομάδες κάτω από συνθήκες τέτοιες ώστε κανείς να μην

μπορεί να κυριαρχεί ή να περιορίζει τους άλλους, προσέχοντας ταυτόχρονα να

διατηρηθούν όλα τα αποθέματα δύναμης που πηγάζουν από τη διαφορετικότητα των

εμπειριών, των απόψεων και των προγραμμάτων. Το συντονιστικό αυτό όργανο θα

έχει βασική λειτουργία να απελευθερώσει τα κοινωνικά κινήματα από τον

αποσπασματικό χαρακτήρα των διάσπαρτων πρωτοβουλιών και τις ιδιορρυθμίες των

τοπικών, μερικών και μεμονωμένων δράσεων, επιτρέποντάς τους κυρίως να

ξεπεράσουν τις διαλείψεις ή τις εναλλαγές ανάμεσα στις στιγμές έντονης

κινητοποίησης και τις στιγμές λανθάνουσας ή βραδυφλεγούς παρουσίας ­ κι αυτό

χωρίς καμία απολύτως προοπτική ή διάθεση γραφειοκρατικής συγκέντρωσης.

Σε εύκαμπτη και ενδελεχή βάση, το συντονιστικό αυτό όργανο θα θέσει δύο

διαφορετικούς στόχους: από τη μια μεριά, να οργανώσει, μέσω ad hoc και σαφώς

χαρακτηρισμένων συναντήσεων, συγκεκριμένα προγράμματα βραχυπρόθεσμων δράσεων,

προσανατολισμένων προς επακριβείς στόχους· από την άλλη, να θέσει υπό συζήτηση

και πραγμάτευση ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος και να ασχοληθεί με την

επεξεργασία μακροπρόθεσμων ερευνητικών προγραμμάτων, στο πλαίσιο περιοδικών

συνεδρίων όπου θα συμμετέχουν εκπρόσωποι όλων των ενδιαφερόμενων ομάδων

(ανάλογες με τα προβλεπόμενα συνέδρια στη Βιέννη και την Αθήνα). Σκοπός είναι,

πράγματι, να ανακαλυφθούν και να διαμορφωθούν, μέσα από το πρίσμα των κοινών

ενδιαφερόντων και αγωνιών όλων των ομάδων, ορισμένοι γενικοί στόχοι, στους

οποίους θα μπορούν όλοι να προσχωρήσουν και να συνεργαστούν κομίζοντας τις

ιδιαίτερες δεξιότητες και μεθόδους τους. Δεν είναι αθέμιτο να ελπίζει κανείς

ότι από τη δημοκρατική αντιπαράθεση μιας πληθώρας ατόμων και ομάδων που

αναγνωρίζουν μεταξύ τους την ύπαρξη κοινών προαπαιτουμένων μπορεί να αναδυθεί

σταδιακά ένα σύνολο συνεκτικών και λογικών απαντήσεων σε εκείνα τα θεμελιακά

ερωτήματα που μας απασχολούν και στα οποία προς το παρόν ούτε τα συνδικάτα

ούτε τα κόμματα έχουν καταφέρει να δώσουν μια σφαιρική λύση.

Να ανανεώσουμε τον συνδικαλισμό

Η ύπαρξη ενός ευρωπαϊκού κοινωνικού κινήματος δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς τη

συμμετοχή ενός ανανεωμένου συνδικαλισμού, ο οποίος θα είναι σε θέση να υπερβεί

τα εξωτερικά και εσωτερικά εμπόδια που αναχαιτίζουν την ενδυνάμωση και την

ενοποίησή του σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Δεν είναι παρά μόνο φαινομενικά

παράδοξο να θεωρούμε την παρακμή του συνδικαλισμού ως ένα έμμεσο και

παρεπόμενο αποτέλεσμα του θριάμβου του: πολλές από τις διεκδικήσεις που είχαν

εμψυχώσει τους συνδικαλιστικούς αγώνες έλαβαν το καθεστώς θεσμών, οι οποίοι,

θίγοντας στο εξής τη βάση των υποχρεώσεων ή των δικαιωμάτων (εκείνων που

αφορούν την κοινωνική προστασία, για παράδειγμα), έγιναν διακυβεύματα αγώνα

μεταξύ των ίδιων των συνδικάτων. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, όταν

μεταμορφώνονται σε συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, σε παρα-κρατικά κέντρα

εξουσίας, συχνά επιχορηγούμενα από το κράτος, συμμετέχουν στην αναδιανομή του

πλούτου και συντηρούν τον κοινωνικό συμβιβασμό αποφεύγοντας τις ρήξεις και τις

αντιπαραθέσεις. Οι συνδικαλιστικοί υπεύθυνοι, όταν μεταστρέφονται σε απλούς

διαχειριστές, αποξενωμένους από την αγωνία του λειτουργήματός τους, είναι

επόμενο να κινούνται με βάση τη λογική του ανταγωνισμού μεταξύ ή εντός των

μηχανισμών και να υπερασπίζονται μάλλον τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους παρά τα

συμφέροντα εκείνων τους οποίους υποτίθεται ότι είναι ταγμένοι να

υπερασπίζονται. Κατάσταση, στην οποία αναπόφευκτα οφείλεται εν μέρει η

απομάκρυνση των μισθωτών από τα συνδικάτα αλλά και η απομάκρυνση των ίδιων των

συνδικάτων από την ενεργό συμμετοχή στην οργάνωση.

Δεν είναι όμως μόνο αυτές οι εσωτερικές αιτίες για τις οποίες τα συνδικάτα

ολοένα αυξάνονται σε αριθμό και ολοένα περιορίζονται σε δράση. Στην

αποδυνάμωση των συνδικάτων συμβάλλει επίσης η νεοφιλελεύθερη πολιτική. Η

ελαστικότητα και κυρίως η προσωρινότητα στην εργασία ολοένα και περισσότερων

μισθωτών, σε συνδυασμό με τον επακόλουθο μετασχηματισμό των όρων και των

κανόνων εργασίας, έχουν ως αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται οποιαδήποτε ενωτική

πρωτοβουλία, αν όχι και το ίδιο το έργο της πληροφόρησης των εργαζομένων, την

ίδια στιγμή που τα απομεινάρια της κοινωνικής αρωγής συνεχίζουν να

προστατεύουν μια μικρή μόνο μερίδα των μισθωτών. Όλα αυτά δείχνουν πόσο

αναγκαία και ταυτόχρονα δύσκολη είναι η απαιτούμενη ανανέωση της

συνδικαλιστικής δράσης, μια ανανέωση που προϋποθέτει την ανακύκλωση των

ευθυνών και την αναθεώρηση του υπάρχοντος μοντέλου της άνευ όρων

εξουσιοδότησης καθώς και την εφεύρεση νέων τεχνικών, απαραίτητων προκειμένου

να μπορέσουν κάποτε να κινητοποιηθούν οι διαιρεμένοι και προσωρινοί

εργαζόμενοι.

Ο τελείως νέου τύπου οργανισμός που είναι ανάγκη να δημιουργηθεί θα πρέπει να

έχει την ικανότητα να υπερνικήσει τη διάσπαση ανά στόχους και ανά κράτη, καθώς

και τη διαίρεση μεταξύ κινημάτων και συνδικάτων, αποφεύγοντας ταυτόχρονα τους

κινδύνους της μονοπώλησης που στοιχειώνουν τα κοινωνικά, συνδικαλιστικά ή άλλα

κινήματα, αλλά και τον συντηρητισμό που δημιουργεί συχνά ο σχεδόν νευρωτικός

φόβος μπροστά σ’ αυτούς τους κινδύνους. Η ύπαρξη ενός σταθερού και

αποτελεσματικού διεθνούς δικτύου συνδικάτων και κινημάτων, που θα αντλεί τη

δύναμή του από τη γόνιμη αντιπαράθεση μέσα στα κέντρα συζήτησης και

διαβουλεύσεων, όπως είναι οι Γενικές Συνελεύσεις του ευρωπαϊκού κοινωνικού

κινήματος, θα δημιουργήσει το κατάλληλο έδαφος ώστε να αναπτυχθεί μια διεθνής

διεκδικητική δράση, η οποία δεν θα έχει καμία απολύτως σχέση με τη δράση

εκείνων των επίσημων οργανισμών στους οποίους έχουν σήμερα εκπροσώπηση τα

συνδικάτα (όπως είναι η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία των Συνδικάτων) και η οποία θα

ενσωματώσει τις δράσεις όλων των κινημάτων που έρχονται αδιάκοπα αντιμέτωπα με

ποικίλες μεμονωμένες και, ως εκ τούτου, περιορισμένης εμβέλειας καταστάσεις.

Ερευνητές και ενεργά πολιτικά μέλη

Το έργο που είναι αναγκαίο προκειμένου να κατανικηθούν οι διαχωρισμοί των

κοινωνικών κινημάτων και να συσπειρωθούν όλες οι διαθέσιμες δυνάμεις ενάντια

στις κυρίαρχες δυνάμεις, που οι ίδιες είναι συνειδητά και μεθοδικά

συντονισμένες (ας σκεφτούμε μόνο τη συνάντηση του Νταβός), πρέπει επίσης να

καταπολεμήσει έναν ακόμη, εξίσου ολέθριο, διαχωρισμό: τον διαχωρισμό ανάμεσα

σε ερευνητές και ενεργά πολιτικά μέλη. Στο παρόν πλαίσιο του οικονομικού και

πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων, όπου οι οικονομικές εξουσίες είναι σε θέση να

ελέγχουν και να επωφελούνται σε πρωτόγνωρο βαθμό από τις επιστημονικές,

τεχνικές και πολιτισμικές πηγές, είναι αναγκαίο το έργο των ερευνητών

προκειμένου να ανακαλυφθούν και να αποδιαρθρωθούν οι στρατηγικές εκείνες που

επεξεργάζονται και εφαρμόζουν οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις και οι

διεθνείς οργανισμοί, που, όπως ο ΠΟΕ, παράγουν και επιβάλλουν ρυθμίσεις με

αξιώσεις καθολικότητας, οι οποίες καλλιεργούν το έδαφος ώστε σταδιακά να γίνει

πραγματικότητα το νεοφιλελεύθερο όραμα της γενικευμένης απορρύθμισης. Τα

κοινωνικά προβλήματα σε ένα τέτοιο εγχείρημα προσέγγισης δεν είναι λιγότερο

μεγάλα από εκείνα που ανακύπτουν μεταξύ των διαφόρων κινημάτων ή μεταξύ των

κινημάτων και των συνδικάτων: έχοντας διαφορετική κατάρτιση και κοινωνική

διαδρομή, οι ερευνητές που θα στρατευτούν στην ενεργό δράση και τα ενεργά

πολιτικά μέλη που θα εμπλακούν στο ερευνητικό εγχείρημα θα πρέπει να μάθουν να

εργάζονται από κοινού, υπερβαίνοντας όλες τις αρνητικές προκαταλήψεις που

έχουν ενδεχομένως οι μεν έναντι των δε και ξεριζώνοντας εκείνες τις συνήθειες

και τις προδιαθέσεις που συνδέονται με το γεγονός ότι ανήκουν σε περιβάλλοντα

που υπακούν σε διαφορετικούς νόμους και λογικές· πράγμα που θα μπορέσει να

επιτευχθεί με την καθιέρωση νέων τρόπων επικοινωνίας και διαβούλευσης. Αυτός

είναι ένας από τους βασικούς όρους προκειμένου να μπορέσουμε να καταλήξουμε

συλλογικά ­ εν μέσω και μέσω της κριτικής αντιπαραβολής εμπειριών και

ικανοτήτων ­ σε ένα σύνολο ολοκληρωμένων απαντήσεων, οι οποίες θα έλκουν την

πολιτική δύναμή τους από το γεγονός ότι θα είναι συστηματικές και ταυτόχρονα

θεμελιωμένες σε κοινές φιλοδοξίες και πεποιθήσεις.

Μόνο ένα ευρωπαϊκό κοινωνικό κίνημα το οποίο θα φέρει την ισχύ όλων των

δυνάμεων, που συσσωρεύονται στις διάφορες οργανώσεις, και όλων των εργαλείων

πληροφόρησης και κριτικής, που διαμορφώνονται από κοινού σε ειδικούς χώρους

διαβούλευσης, όπως είναι οι Γενικές Συνελεύσεις, θα είναι ικανό να αντισταθεί

στις οικονομικές και διανοητικές δυνάμεις των μεγάλων διεθνών επιχειρήσεων και

των στρατιών τους από συμβούλους, εμπειρογνώμονες και νομικούς, που

συγκεντρώνονται σε μορφή λόμπινγκ στα πρακτορεία επικοινωνίας, στα γραφεία

μελέτης και στα συμβούλιά τους. Ικανό επίσης να αντικαταστήσει τους στόχους

που επιβάλλουν με κυνισμό κέντρα πολιτικής εξουσίας που κατευθύνονται από την

επιδίωξη του μέγιστου δυνατού βραχυπρόθεσμου κέρδους, με τους οικονομικά και

πολιτικά δημοκρατικούς στόχους ενός ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους, το οποίο θα

είναι εφοδιασμένο με όλα εκείνα τα πολιτικά, νομικά και χρηματοοικονομικά

όργανα, που είναι αναγκαία προκειμένου να τιθασευτεί η ωμή και βίαιη δύναμη

των μυωπικά οικονομικών συμφερόντων.

Μετάφραση: Καίτη Διαμαντάκου

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος είναι Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο

Πανεπιστήμιο Κρήτης και Δ/ντής Ελληνικού Ομίλου «Λόγοι Δράσης»