Η οικονομική προστασία και στήριξη των ανέργων στη χώρα μας βρίσκεται στο

χαμηλότερο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με κύρια χαρακτηριστικά το χαμηλό

ύψος του επιδόματος ανεργίας, το μικρό χρονικό διάστημα της επιδότησης και τον

περιορισμό των δικαιούχων σε ένα μικρό μόνο ποσοστό των ανέργων.

Μελέτη του ΙΝΕ ΓΣΕΕ (Ινστιτούτο Εργασίας) για την ανεργία και τις πολιτικές

απασχόλησης καταγράφει το πρόβλημα με το επίδομα ανεργίας και οδηγείται στα

παρακάτω συμπεράσματα:

* Το ύψος του βασικού επιδόματος της ανεργίας (το οποίο ορίζεται με απόφαση

του υπουργού Εργασίας) από την 1.1.2000 ανήλθε στις 3.442 δρχ. και

διαμορφώθηκε στο 50% του βασικού μισθού του ανειδίκευτου εργάτη), παρ’ όλο που

η ισχύουσα νομοθεσία ορίζει ότι το επίδομα ανεργίας δεν θα έπρεπε να είναι

κατώτερο των 2/3 του βασικού ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη.

Η σχέση του επιδόματος ανεργίας προς το κατώτερο ημερομίσθιο κινείται σε ένα

από τα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων ετών.

* Η συσχέτιση του επιδόματος ανεργίας με το κατώτερο ημερομίσθιο του

ανειδίκευτου εργάτη ή, αντίστοιχα, με τον κατώτερο μισθό των υπαλλήλων ­ και η

διαμόρφωσή του στο επίπεδο του 50% ­ οδηγεί σε ύψος επιδομάτων που είναι

φανερό ότι δεν μπορούν να καλύψουν ούτε τις στοιχειώδεις ανάγκες επιβίωσης των

ανέργων, κάτι το οποίο θα ίσχυε ακόμα και αν αυτό ανερχόταν στα 2/3 του

κατώτερου ημερομισθίου(4.588 δρχ. εφέτος), όπως προβλέπει ο νόμος.

Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλες σχεδόν τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

το ύψος του επιδόματος ανεργίας συνδέεται με τις προηγούμενες αποδοχές του

ανέργου και κυμαίνεται από 60% έως και 90% των αποδοχών.

Το χρονικό όριο

* Η διάρκεια της τακτικής επιδότησης ανεργίας στη χώρα μας εξακολουθεί να

περιορίζεται κατ’ ανώτατο όριο στους 12 μήνες και προβλέπεται μόνο μια τρίμηνη

πρόσθετη επιδότηση, η οποία αντιστοιχεί στο ήμισυ της τακτικής. Και αυτό όταν

στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης φθάνει ή και υπερβαίνει τα δύο

χρόνια και στη συνέχεια προβλέπονται ειδικά επιδόματα, το ύψος των οποιων δεν

απέχει πολύ από αυτό των τακτικών επιδομάτων.

Αποτέλεσμα της περιορισμένης διάρκειας της επιδότησης των ανέργων είναι να

αποκλείονται από αυτήν οι μακροχρόνια άνεργοι, οι οποίοι στη χώρα μας

αποτελούν περίπου το 60% του συνόλου των ανέργων.

Αυστηρές προϋποθέσεις αποκλείουν πολλούς από την επιδότηση

Εκτός από τους μακροχρόνια ανέργους, οι αυστηρές προϋποθέσεις που ισχύουν

στην Ελλάδα για την επιδότηση αποκλείουν από την επιδότηση και άλλες

κατηγορίες ανέργων, όπως είναι αυτή των νεοεισερχομένων στην αγορά εργασίας

που δεν βρίσκουν εργασία και οι οποίοι στην πλειονότητά τους είναι νέοι. Η

κατηγορία αυτή, που αποτελούσε το 1999 το 46,5% των ανέργων ­

συμπεριλαμβανομένων των ανέργων που εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά

εργασίας και καθίστανται μακροχρόνια άνεργοι ­, αποκλείεται της τακτικής

επιδότησης, αφού προϋπόθεση για την απόκτηση δικαιώματος επιδότησης είναι ο

άνεργος να έχει εργαστεί στο παρελθόν και να έχει ορισμένο αριθμό ενσήμων.

Οι αυστηρές προϋποθέσεις για την επιδότηση και η μικρή χρονική διάρκειά της

έχει ως αποτέλεσμα να δικαιούται επίδομα ανεργίας ένα εξαιρετικά μικρό ποσοστό

των ανέργων. Το δεύτερο τρίμηνο του 1998, τα στοιχεία της ΕΣΥΕ (Εθνική

Στατιστική Υπηρεσία) έδειχναν ότι ο αριθμός των ανέργων που έπαιρνε επίδομα

ανεργίας ανέρχεται σε 40.800 άτομα και αντιπροσωπεύουν μόνο το 8,5% των

ανέργων. Αντίθετα, σύμφωνα με τον ΟΑΕΔ, το 1999 ελάμβαναν το επίδομα ανεργίας

309.601 άνεργοι.