Η τηλεοπτική εικόνα δεν ήταν βέβαια ό,τι το καλύτερο. Υπήρχε μία μόνο κάμερα,

με έναν τύπο που έτρεχε μπροστά της, υπήρχε ένας μικρός που την τραβούσε από

το χέρι και συνεχώς κάτι της έδειχνε, κάτι αυτοκίνητα που ακολουθούσαν και

φαίνονταν στην εικόνα και μερικές δεκάδες άτομα, μόνο, στο πεζοδρόμιο. Οι

Αυστραλοί οργανωτές δυστυχώς επέλεξαν να την τοποθετήσουν στη λαμπαδηδρομία

της ολυμπιακής φλόγας σε ένα απομακρυσμένο προάστιο του Σίδνεϊ ­ αντί στο

κέντρο. Να είναι οι Έλληνες κρεμασμένοι σαν σταφύλια στους δρόμους.

Για αρχή πάντως τα πήγε καλά. Ντυμένη στα λευκά, σορτ και τι-σερτ με άψογο

τροχάδην και πλατύ χαμόγελο, ολοκλήρωσε χωρίς μεγάλο κόπο τα 400 μέτρα που

έπρεπε να διανύσει κρατώντας την αεροδυναμικού τύπου δάδα. Παρέδωσε τη φλόγα

στην επόμενη λαμπαδηδρόμο και έπειτα στράφηκε όλο χαμόγελα προς το μοναδικό

μικρόφωνο ελληνικού τηλεοπτικού σταθμού που βρέθηκε εκεί.

Έκανε μια γενική τοποθέτηση και αρνήθηκε επί της ουσίας να απαντήσει στα όσα

καταλογίζονταν στη διοίκηση του 2004, από την Αθήνα. Τυχαία; Καθόλου. Για τους

ίδιους λόγους που κάθε άλλος στη θέση της θα τα βροντούσε και θα έφευγε, η

Γιάννα Αγγελοπούλου προτίμησε να μη μιλήσει καθόλου, ούτε για τους μισθούς,

ούτε για τη χλιδή, ούτε για το σόου ­ ό,τι δηλαδή έκανε έξαλλο τον Θεόδωρο

Πάγκαλο και τον απέτρεψε να ταξιδέψει στο Σίδνεϊ, στην Ολυμπιάδα.

Και η ανακοίνωση που εκδόθηκε, σχεδόν ταυτόχρονα με την ολοκλήρωση της

λαμπαδηδρομίας στην Αθήνα, αν και απηχούσε τις απόψεις της, δεν ήταν δήλωση.

Ήταν ανακοίνωση του γραφείου Τύπου του 2004. Με αιχμές κατά της κυβέρνησης,

αλλά και με ενδιαφέρουσες πληροφορίες: ότι δεν έχει λάβει ούτε δραχμή από την

οργανωτική Επιτροπή, ότι πληρώνει η ίδια τις μετακινήσεις και τη διαμονή της.

Έχει δίκιο να είναι οργισμένη ­ επ’ αυτών τουλάχιστον. Γιατί όντως δεν

πληρώνει τίποτε γι’ αυτήν η Οργανωτική Επιτροπή των Αγώνων της Αθήνας.

Πληρώνει ο σύζυγός της, ο γνωστός βιομήχανος Θεόδωρος Αγγελόπουλος, όπως

άλλωστε πλήρωνε και στην περίοδο της διεκδίκησης των Ολυμπιακών Αγώνων του

2004, όταν η Γιάννα Αγγελοπούλου ήταν επικεφαλής της προσπάθειας. Είναι κοινό

μυστικό στην Αθήνα ότι η προσπάθεια αυτή κόστισε στην κυρία Αγγελοπούλου, ή

καλύτερα στην οικογένεια του συζύγου της, περί τα 10 δισεκατομμύρια δραχμές.

Και πως η αποτελεσματικότητά τους ήταν πολλαπλάσια από το αν τα χρήματα αυτά

τα έδινε η κυβέρνηση.

Εκτίμηση που είναι κοντά στην πραγματικότητα. Γιατί καμιά κυβέρνηση δεν θα

μπορούσε να προσεγγίσει τους διαβόητους «αθάνατους» της Διεθνούς Ολυμπιακής

Επιτροπής, με τη μαεστρία, τη διπλωματία και την αποτελεσματικότητα της

Γιάννας Αγγελοπούλου.

Ένα ερώτημα που απασχόλησε πολλούς εκείνη την περίοδο ­ και πολύ περισσότερο

αργότερα, όταν έγιναν γνωστά τα νούμερα που δαπανήθηκαν στη διαδικασία

διεκδίκησης ­ ήταν τι την ώθησε να παλέψει με τόσο ζήλο μια υπόθεση η οποία

είναι αμφίβολο αν θα έχει θετικά αποτελέσματα για την πορεία της χώρας.

Ερώτημα που επανέρχεται και τώρα, μετά δηλαδή τα όσα της καταλογίζουν για τη

διαχείριση του «2004». Φυσιολογικά θα τα είχε «μουντζώσει» κατά την έκφραση

του συρμού, και θα είχε αποσυρθεί, καταγγέλλοντας όχι μόνο τους καταγγέλλοντες

αλλά και εκείνους που την ξανάφεραν πίσω. Για την «αχαριστία με την οποία την

αποζημιώνουν», ασφαλώς.

Όμως η Γιάννα Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη δεν είναι μόνο μια έξυπνη γυναίκα. Είναι

κυρίως φιλόδοξη. Κι αυτή η φιλοδοξία ήταν πάντα το χαρακτηριστικό της. Από την

εποχή που νεαρή φοιτήτρια της Νομικής Θεσσαλονίκης αναζήτησε τον δίαυλο να

κατέβει στην Αθήνα μέσω γνωστού δημοσιογράφου-δικηγόρου. Αυτός την έφερε σε

επαφή με μεγάλο δικηγορικό γραφείο της πρωτεύουσας, το οποίο ανήκε σε δικηγόρο

που αργότερα έγινε βουλευτής της Ν.Δ. Εκείνος με τη σειρά του την γνώρισε στον

Μιλτιάδη Έβερτ, υποψήφιο δήμαρχο Αθήνας το ’86 και οι δημοσιογράφοι θυμούνται

μια νεαρή λεπτή γυναίκα να περιφέρεται στα γραφεία των πολιτικών συντακτών και

να δηλώνει ότι θα είναι υποψήφια. Κι ότι έπειτα από μερικές ημέρες, λάβαιναν

ένα φακελάκι με μερικούς ηλιόσπορους «να ανθίσει η ελπίδα» ­ ήταν το σύνθημά

της.

Η πορεία της στη συνέχεια και έως τη Βουλή ήταν μάλλον εύκολη. Ο Δήμος της

Αθήνας ήταν το εφαλτήριο για μια καλή εκλογή και η εκλογή το εφαλτήριο για

έναν καλό γάμο (ο πρώτος ήταν με έναν γιατρό), αυτόν με τον επιχειρηματία Θ.

Αγγελόπουλο, τον οποίο γνώρισε σε μια θρησκευτική τελετή στο Πατριαρχείο

Κωνσταντινουπόλεως. Ο γάμος την έκανε να εγκαταλείψει τη Βουλή, να

δημιουργήσει οικογένεια, αλλά η φιλοδοξία είναι φιλοδοξία και δεν σε

εγκαταλείπει ποτέ.

Αυτήν ακριβώς τη φιλοδοξία της Γιάννας Αγγελοπούλου προσπαθούν να

προσμετρήσουν στο ΠΑΣΟΚ. Η κυβέρνηση δεν έχει αυταπάτες σχετικά με την τακτική

της. «Θέλει να εξυπηρετήσει τις προσωπικές της φιλοδοξίες», απαντούν κάθε φορά

που αποπειράσαι να ανιχνεύσεις το γιατί ένας άνθρωπος υφίσταται όλη αυτή την

πίεση και ανέχεται τόσες κατηγορίες, πολλές από τις οποίες δεν έχουν βάση. Το

ερώτημα είναι «ποιες είναι οι φιλοδοξίες της». Επ’ αυτού ουδείς μπορεί να

δώσει μιαν απάντηση. Για τον απλούστατο λόγο ότι κανείς δεν είναι σε θέση να

τις προσδιορίσει με ακρίβεια.

Γιατί η Γιάννα Αγγελοπούλου, γνωρίζοντας από τα μέσα και πολύ καλά πώς

λειτουργούν τα πράγματα στην Ελλάδα θεωρεί, και με το δίκιό της, ότι «όλα

είναι πιθανά για τον καθένα». Αρκεί να έχει κανείς το κουράγιο, τις ικανότητες

και τις ευκαιρίες να το πετύχει. Κι αν για τον Δημήτρη Αβραμόπουλο οι

ευκαιρίες περνούν από τον Δήμο της Αθήνας, είναι προφανές ότι για τη Γιάννα

Αγγελοπούλου περνούν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες…

Η αλήθεια είναι ότι ορισμένοι κύκλοι στο ΠΑΣΟΚ, μετά την ανάθεση στην κ.

Αγγελοπούλου της προεδρίας της Οργανωτικής Επιτροπής, είχαν στο μυαλό τους ότι

με τον τρόπο αυτό έχριζαν έναν ακόμα διεκδικητή για την ηγεσία της Νέας

Δημοκρατίας. Στη λογική ότι αν την κάνουμε εμείς πρόεδρο, αύριο θα είναι

καλύτερα για εμάς.

Άλλοι όμως, περισσότερο σώφρονες ή περισσότερο διορατικοί, υποστηρίζουν ότι η

Γιάννα Αγγελοπούλου δεν έλκεται από τέτοιες προοπτικές. Δεν την απασχολεί η

προεδρία ενός κόμματος ­ αλίμονο! Ότι οι φιλοδοξίες της φτάνουν πολύ πιο πέρα

­ έως το Μέγαρο της Ηρώδου Αττικού, το Προεδρικό Μέγαρο!

Ακραίο; Καθόλου, υποστηρίζουν ορισμένοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Και

παροτρύνουν, όποιον ρωτάει σχετικά, να συνδέσει τον χρόνο διεξαγωγής των

Αγώνων (Αύγουστος 2004) με τον χρόνο διεξαγωγής της επόμενης προεδρικής

εκλογής (Μάρτιος 2005). Η συλλογιστική τους; Απλή. «Αν οι αγώνες πετύχουν,

ποιος θα της αρνηθεί να είναι υποψήφια, κοινής αποδοχής μάλιστα, από τα δύο

μεγάλα κόμματα, πέντε μήνες μετά τους αγώνες;». Κανείς, απαντούν, μόνοι τους.

Το σενάριο φαίνεται εύκολο στην ανάγνωση. Μόνο που οι παράμετροι είναι

εξαιρετικά πολλές. Πώς θα είναι σε τέσσερα χρόνια το πολιτικό τοπίο; Κι αν

συναινέσει η Ν.Δ., της οποίας αποτελεί σάρκα εκ της σαρκός, θα συναινέσει το

ΠΑΣΟΚ, που ενδεχομένως να έχει άλλες προτεραιότητες. Έπειτα, θα πετύχουν οι

αγώνες; Κι αν πετύχουν, θα πετύχουν με τη Γιάννα Αγγελοπούλου επικεφαλής; Στις

υπόλοιπες Ολυμπιάδες οι επικεφαλής άλλαξαν τρεις και τέσσερις φορές. Η κ.

Αγγελοπούλου πρέπει να επιδείξει απαράμιλλες ικανότητες, για να παραμείνει στη

θέση της, κι αυτό δεν της διαφεύγει. Εξ ου και πολλοί που την γνωρίζουν καλά

έλεγαν, όταν κορυφώθηκε η κρίση με τον Θ. Πάγκαλο και η κ. Αγγελοπούλου

απείλησε σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον πρωθυπουργό, να παραιτηθεί: «Σιγά

μην παραιτηθεί η Γιάννα για κάτι τέτοια»…

Άρα, η εκ των υστέρων στήριξη που άρχισαν να της παρέχουν από χθες το ένα μετά

το άλλο τα κυβερνητικά στελέχη όπως ο Θεόδωρος Πάγκαλος, ο Κώστας Λαλιώτης και

ο Δημήτρης Ρέππας ήταν μάλλον εκ περισσού. «Η κυρία Αγγελοπούλου είναι το

κατάλληλο πρόσωπο για να φέρει εις πέρας αυτή την αποστολή», ήταν χθες η φράση

του Δ. Ρέππα, που αποτελεί πλέον και την έκφραση της πολιτικής επιλογής της

κυβέρνησης για την παρούσα φάση στις σχέσεις της με τη Γιάννα Αγγελοπούλου.

Αργότερα, βλέπουμε…