Στο νέο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον η εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες

αλλάζει χαρακτήρα και περιεχόμενο. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης αλλάζουν οι

όροι παραγωγής και μετάδοσης της γνώσης, και αυτό δεν είναι συνέπεια μόνο της

ανάπτυξης και εφαρμογής των νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση (π.χ. στην εξ

αποστάσεως και διά βίου εκπαίδευση).

Είναι κυρίως αποτέλεσμα της κυρίαρχης πολιτικής απορρύθμισης, ιδιωτικοποίησης

και επιχειρηματικότητας που εισβάλλει και στον χώρο της παιδείας. Εκτιμάται,

ότι σήμερα η δημόσια χρηματοδότηση της εκπαίδευσης σε όλες τις χώρες του

κόσμου υπερβαίνει το 1 τρισ. δολάρια. Το κόστος αυτό αφορά 50 εκατ. δασκάλους

/ καθηγητές, 1 δισ. μαθητές / φοιτητές και μερικές εκατοντάδες χιλιάδες

εκπαιδευτικά ιδρύματα όλων των βαθμίδων (Education International, PSI 1999).

Πολλοί ενδιαφέρονται γι’ αυτήν την τεράστια εν δυνάμει «εκπαιδευτική αγορά»,

ως χώρο μεγάλης κλίμακας ιδιωτικών υπενδύσεων. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η

άρση όλων των προστατευτικών δεσμεύσεων (εθνική νομοθεσία, περιορισμοί

κινητικότητας κεφαλαίων, δημόσιος χαρακτήρας της παιδείας κ.ά.) που ισχύουν

σήμερα. Οι διαδικασίες αυτές έχουν ήδη δρομολογηθεί.

Ήδη από τη δεκαετία του ’80, διεθνείς οργανισμοί (ΟΟΣΑ, Διεθνής Τράπεζα κ.ά.)

και πολλές κυβερνήσεις παροτρύνουν για μεγαλύτερη «ευελιξία» και προσαρμογή

της εκπαίδευσης στις ανάγκες της ιδιωτικής οικονομίας. Οι εκπαιδευτικοί

οργανισμοί (σχολεία, πανεπιστήμια κ.ά.) καλούνται να λειτουργήσουν με

ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια αποτελεσματικότητας και επιχειρηματικότητας ως

αγοραίος χώρος αναζητώντας νέες πηγές χρηματοδότησης (χορηγίες, δίδακτρα

κ.ά.).

Καθοριστικό σταθμό στην εξέλιξη της απορρύθμισης της δημόσιας εκπαίδευσης

αποτέλεσε η Γενική Συμφωνία για το Εμπόριο των Υπηρεσιών (GATS) που υπέγραψαν

134 χώρες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (WTO) το 1944. Η συμφωνία αυτή

άναψε το πράσινο φως για τις νέες διαπραγματεύσεις («Γύρος της Χιλιετίας

2000») ανάμεσα σε κράτη-μέλη προς την κατεύθυνση της πλήρους απελευθέρωσης του

εμπορίου των υπηρεσιών (π.χ. υγεία, εκπαίδευση) σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι

σταδιακές διαπραγματεύσεις όσον αφορά την εκπαίδευση (έχουν υπογράψει ήδη 40

χώρες) αναφέρονται σε διάφορες μορφές εμπορίου υπηρεσιών, όπως η φοίτηση

φοιτητών σε άλλη χώρα, η εξ αποστάσεως εκπαίδευση, η εμπορική παρουσία ενός

ιδρύματος μιας χώρας στο έδαφος άλλης χώρας (twinning, franchising) κ.ά.

Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες. Ενώ το 1970 ο αριθμός φοιτητών που φοιτούσαν σε

πανεπιστήμια εξωτερικού ανερχόταν σε 500.000, το 1995 ανήλθε σε 1,5 εκατ., ενώ

για το 2010 εκτιμάται να ανέλθει σε 2,75 εκατ. Αντίστοιχα, παρατηρείται μια

δυναμική επέκταση πανεπιστημιακών ιδρυμάτων (κυρίως των ΗΠΑ, της Αγγλίας) τα

οποία ανοίγουν παραρτήματα ή συνάπτουν προγραμματικές συμφωνίες με άλλα

ιδρύματα σε άλλες χώρες. Στην Ελλάδα μόνο λειτουργούν 62 εκπαιδευτικοί

οργανισμοί (Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών) που συνεργάζονται με 100 ιδρύματα

του εξωτερικού, οι οποίοι προσφέρουν προγράμματα σπουδών παρέχοντας πτυχίο σε

214 ειδικότητες (Έρευνα Παντείου Πανεπιστημίου, 2000).

Παράλληλα αναπτύσσεται δυναμικά η εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Το «εικονικό

πανεπιστήμιο» (virtual university) είναι ­ ήδη ­ πραγματικότητα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Πανεπιστήμιο Western Governor’s στις ΗΠΑ, που

λειτουργεί σε συνεργασία με μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις (ΙΒΜ, ΑΤ/Τ, Clsco,

Microsoft) και δεν απασχολεί σταθερό προσωπικό (καθηγητές). Η παραγωγή του εξ

αποστάσεως εκπαιδευτικού υλικού γίνεται με εξωτερικούς συνεργάτες και η

επικοινωνία με τους φοιτητές μέσω Internet.

Χωρίς να αμφισβητούμε τη χρησιμότητα των νέων τεχνολογιών (π.χ. στην άρση της

απομόνωσης απομακρυσμένων κοινοτήτων και ειδικών κοινωνικών ομάδων), οφείλουμε

να επισημάνουμε εδώ ότι το κυρίαρχο κίνητρο του εγχειρήματος είναι η επίτευξη

υψηλού ποσοστού κέρδους που επιτρέπει η συμπίεση του εργατικού κόστους κάτω

από το 50%. Εξάλλου ανοικτό παραμένει το ζήτημα της υποβάθμισης της σημασίας

του Πανεπιστημίου ως εκπαιδευτικού χώρου διαλόγου και ανάπτυξης της

προσωπικότητας του φοιτητή μέσα από συλλογικές δραστηριότητες, καθώς εδώ

λείπει παντελώς η φυσική παρουσία διδασκόντων και διδασκομένων.

Το ερώτημα που οφείλουμε να απαντήσουμε είναι αν τις υπηρεσίες εκπαίδευσης θα

πρέπει να τις κατανοούμε πλέον ως απλά εμπορεύματα της αγοράς, όπως τα

καταναλωτικά προϊόντα καθημερινής χρήσης, ή αν η εκπαίδευση η οποία μέχρι

σήμερα αναπτύχθηκε κυρίως ως δημόσια λειτουργία οφείλει να αναβαθμιστεί

αξιοποιώντας τις νέες τεχνολογίες στις σύγχρονες ανάγκες της κοινωνίας. Αν

επιδιώκουμε το δεύτερο, τότε θα πρέπει να αναζητήσουμε νέες διαδικασίες

ρύθμισης που υπερβαίνουν τα εθνικά πλαίσια, αλλά σε καμία περίπτωση δεν

μπορούν να στηριχθούν στον ακραίο ανταγωνισμό, στην ιδιωτικοποίηση και στην

επιχειρηματικότητα που προβάλλεται ως εναλλακτική προοπτική από τον Παγκόσμιο

Οργανισμό Εμπορίου.

Ο Παναγιώτης Γετίμης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.