Ο Σουλιώτης οπλαρχηγός Λάμπρος Βέικος διακρίθηκε κυρίως στην υπηρεσία των

Γάλλων. Στα χρόνια της Επανάστασης έδρασε στη Γραβιά και στο Μεσολόγγι και

βρήκε τον θάνατο στην Αθήνα το 1827

Ενώ οι Γάλλοι αποβιβάζονταν για δεύτερη φορά στο επτανησιακό έδαφος το 1807,

περίπου 3.000 Έλληνες και Σουλιώτες οπλοφόροι της Πεζικής Λεγεώνας των

Ελαφρών Κυνηγών βρίσκονταν διασκορπισμένοι στα Ιόνια. Θέλοντας να αποφύγει

την αναταραχή που θα προκαλούσε η εγκατάλειψή τους χωρίς εργοδότη και

μισθοδοσία, και έχοντας ούτως ή άλλως ανάγκη ενίσχυσης της ολιγάριθμης

γαλλικής φρουράς, ο Γάλλος γενικός διοικητής στρατηγός Μπερτιέ (Berthier)

αποφάσισε να προσλάβει με τη σειρά τους αυτούς τους άνδρες στην υπηρεσία του

Αυτοκράτορα των Γάλλων. Αρχικά (Σεπτέμβριος 1807) προκρίθηκε η προσκόλληση σε

κάθε γαλλικό σύνταγμα ανά δύο ελαφρών λόχων, επιφορτισμένων με τα καθήκοντα

των ακροβολιστών και των ορεινών κυνηγών, υπό το γενικό πρόσταγμα του

Πρεβεζάνου οπλαρχηγού Χρηστάκη Καλόγερου (διαφορετικού από τον

προαναφερθέντα Χρήστο Καλόγερο από την Τσαμουριά), απόφαση που προκάλεσε την

εξέγερση κυρίως των Σουλιωτών αλλά και των άλλων οπλαρχηγών. Η ρευστότητα των

όρων και των εννοιών της εποχής εκείνης είναι εμφανής στην προκήρυξη που

απηύθυνε ο Γάλλος διοικητής προς τους «Αλβανούς» (Proclamation aux

Albanais), τονίζοντας ότι η διατήρηση των ενόπλων σωμάτων τους ήταν

συνέπεια του ενδιαφέροντος που επέδειξε ο Αυτοκράτορας στους «Έλληνες» (aux

Grecs), και συνεπώς όφειλαν να δεχθούν τον «προερχόμενο από το έθνος τους»

διοικητή που εδέησε ο Μπερτιέ να τους ορίσει (le chef de votre nation qu’il

m’a plu de vous donner). Γρήγορα όμως έγινε αντιληπτό ότι οι παραδοσιακοί

αυτοί πολεμιστές δεν θα δέχονταν εύκολα την ενσωμάτωσή τους σε ξένους

σχηματισμούς, ούτε όμως και την υπαγωγή σ’ έναν επικεφαλής ντόπιο οπλαρχηγό

των ένοπλων ομάδων τους, των οποίων η συγκρότηση βασιζόταν στις επιμέρους

φάρες και τους κατά περίσταση συμμάχους τους. Αφού σε πρώτη φάση η αντίδρασή

τους αντιμετωπίστηκε ως ανταρσία, τελικώς προκρίθηκε (Νοέμβριος 1807) η

αυτοτελής οργάνωσή τους υπό τη διοίκηση του Γάλλου ταγματάρχη Μινό

(Minot), παλαίμαχου των εκστρατειών της Ιταλίας και της Αιγύπτου.

Ανακοινώνοντας στον Μινό την τοποθέτησή του, ο Γάλλος υπουργός πολέμου τού

εφιστούσε την προσοχή στις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε διοικώντας άνδρες

«ξένους προς τα ήθη και τους τρόπους μας», επισημαίνοντάς του ότι

όφειλε να επιδείξει «δεξιότητα, ηπιότητα και αποφασιστικότητα

ομού».

Ο Φώτος Τζαβέλλας, αρχηγός της μιας από τις δύο σημαντικότερες σουλιώτικες

φάρες, κατέφυγε στα Επτάνησα μετά την καταστροφή του Σουλίου, όπου υπηρέτησε

ως ταγματάρχης υπό τους Ρώσους και τους Γάλλους μέχρι το θάνατό του το 1811

στην Κέρκυρα, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες

Αρχικά αποφασίστηκε η συγκρότηση του λεγομένου Αρβανίτικου

Συντάγματος, δύναμης 3.254 ανδρών με 14μελές επιτελείο (Δεκέμβριος

1807), και στη συνέχεια η επιπλέον δημιουργία οκτώ Λόχων Ελλήνων

Κυνηγών με 951 άνδρες (Μάρτιος 1808).

Τον Ιούνιο του 1809 οι δύο σχηματισμοί αναδιοργανώθηκαν και ενοποιήθηκαν υπό

τον τίτλο του Σώματος των Αρβανιτών, συνολικής δύναμης 2.934 ανδρών και

150 αξιωματικών, κατανεμημένων σε έξι τάγματα υπό τις διαταγές αντίστοιχα των

Κωνσταντίνου Ανδρούτση, Χρήστου Καλόγερου, Φώτου

Τζαβέλλα, Χρηστάκη Καλόγερου, Κίτσου Μπότσαρη και

Αναγνωσταρά. Ο Μινό, ο οποίος συνήθιζε να φέρει τη σουλιώτικη φορεσιά

όσο διάστημα διετέλεσε επικεφαλής του σχηματισμού, επιδίωξε κατά την

τοποθέτηση των διοικητών να εκμεταλλευτεί τους υφιστάμενους ανταγωνισμούς

μεταξύ των οπλαρχηγών και των ομάδων τους, ιδιαίτερα μεταξύ του Τζαβέλλα και

του Μπότσαρη, θεωρώντας ότι τα γαλλικά συμφέροντα μπορούσαν να ωφεληθούν από

αυτούς. Για την εξυπηρέτηση των στρατιωτικών αναγκών της περιοχής, τα τάγματα

και οι επιμέρους λόχοι τοποθετήθηκαν σε αμυντική διάταξη στα διάφορα νησιά του

Ιονίου και στην περιφέρεια της Πάργας. Στόχος του Ναπολέοντα ήταν να αναλάβουν

πλήρως οι άνδρες αυτοί την άμυνα της Επτανήσου πλαισιωμένοι από τον ελάχιστο

απαραίτητο αριθμό Γάλλων αξιωματικών, χωρίς να απαιτείται πλέον η παρουσία

«μηδέ ενός Γάλλου, Ιταλού ή Ναπολιτάνου στρατιώτη». Ο στόχος

αυτός εντούτοις ουδέποτε επιτεύχθηκε απολύτως.

Γάλλος βαθμοφόρος εκπαιδεύει στην Κέρκυρα Έλληνες εθελοντές στη χρήση των

πυροβόλων.

Το φθινόπωρο του 1809, ο αγγλικός στόλος εμφανιζόταν με τη σειρά του στα νερά

του Ιονίου και στρατεύματα αποτελούμενα από Βρετανούς, Κορσικάνους,

Καλαβρέζους, Σικελούς, Γερμανούς και Ελβετούς υπό τον στρατηγό Όσβαλντ

(Oswald) αποβιβάστηκαν στη Ζάκυνθο, όπου οι τέσσερις λόχοι του Αναγνωσταρά δεν

πρόλαβαν να καταφύγουν στο φρούριο και ύστερα από μικρή αντίσταση παραδόθηκαν,

ακολούθησε δε και η παράδοση της γαλλικής φρουράς. Μικρή σχετικά υπήρξε και η

αντίσταση που πρόβαλαν οι φρουρές της Κεφαλλονιάς, της Ιθάκης και των Κυθήρων.

Την επόμενη χρονιά τα βρετανικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στη Λευκάδα, όπου

διεξάχθηκε σκληρός αγώνας, στον οποίο διακρίθηκαν τα Ελληνοαλβανικά τμήματα,

μέχρι την παράδοση του φρουρίου στους Άγγλους στις 21 Απριλίου 1810.

Ο Πρεβεζάνος οπλαρχηγός Χρηστάκης Καλόγερος, στον οποίο οι Γάλλοι ανέθεσαν

την γενική αρχηγία των ελληνοαλβανικών ελαφρών λόχων, προκαλώντας την

αντίδρασή των (από το λέυκωμα του Carl von Rechberg, όπως δημοσιεύεται από τον

Νίκο Βασιλάτο, Όπλα 1790-1860, έκδ. ΕΟΜΜΕΧ, Αθήνα 1989, σ. 193).

Έπειτα από αυτές τις εξελίξεις, ο Ναπολέων διέταξε να διατηρηθούν μόνον 1.000

πολεμιστές του Συντάγματος, κατανεμημένοι στην Κέρκυρα και την Πάργα, που

είχαν απομείνει υπό την κυριαρχία των Γάλλων, οι δε υπόλοιποι να αποσταλούν

προς ενίσχυση της άμυνας του Βασιλείου της Νεάπολης. Ο Γάλλος στρατηγός

Ντονζελό (Donzelot) αντέτεινε ότι θα απαιτηθεί η χρήση βίας, προ δε της

επιμονής του Αυτοκράτορα επιχείρησε τον Φεβρουάριο του 1812 να επιβιβάσει τους

υπεράριθμους Σουλιώτες στα πλοία για την Ιταλία, χωρίς επιτυχία. Κατόπιν

αυτού, ο Μινό, αντιπρότεινε την αναδιοργάνωση του Συντάγματος, του οποίου η

δύναμη ανερχόταν πλέον σε 1.600 άνδρες, με την τοποθέτηση 200 στην Πάργα, τη

συγκρότηση ενός αποσπάσματος 500 επιλέκτων της Αυτοκρατορικής Φρουράς, την

απόλυση όσων μπορούσαν ακινδύνως να επιστρέψουν στο οθωμανικό έδαφος και την

εγκατάσταση των υπολοίπων σε προσφυγικό στρατόπεδο. Τον Μάρτιο του 1813,

αποστέλλονται τρεις Σουλιώτες σωματοφύλακες στον Ναπολέοντα, των οποίων

δυστυχώς αγνοούμε τα ονόματα, ενώ τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς ο Μινό

προάγεται σε ταξίαρχο και μετατίθεται στη Γαλλία, αφήνοντας τη διοίκηση του

Συντάγματος στον οπλαρχηγό Χρηστάκη Καλόγερο.


Στρατιωτική αλληλογραφία της μονάδας του Φώτου Τζαβέλλα στην Κέρκυρα

(1809-1810)

Επιστρέφοντας στις βρετανικές αποβατικές επιχειρήσεις του 1809, ας σημειώσουμε

τη δραστήρια παρουσία τού ιρλανδικής καταγωγής ταγματάρχη Τσωρτς

(Church), παλαίμαχου ήδη στα 25 του χρόνια των εκστρατειών της Αιγύπτου και

της Ιταλίας. Ακολουθώντας το παράδειγμα των προγενεστέρων κυριάρχων του

Ιονίου, ο Τσωρτς εισηγήθηκε στη βρετανική διοίκηση τη συγκρότηση ενός

εθελοντικού Ελληνικού Τάγματος, στο οποίο κατετάγησαν κάποιοι από τους

παλαίμαχους των Ελαφρών Κυνηγών και του Ελληνοαλβανικού Σώματος, αλλά και

αρκετοί ανερχόμενοι οπλαρχηγοί της επόμενης γενιάς. Έτσι, όταν τα βρετανικά

στρατεύματα έφθασαν στη Λευκάδα το 1810, όπως προαναφέρθηκε, βρέθηκαν σε

αντίπαλα μετερίζια αφ’ ενός οι Έλληνες που είχαν ήδη στρατευθεί στο πλευρό των

Βρετανών, υπό τους Λεπενιώτη (αδελφό του Κατσαντώνη),

Κωνσταντή Πετμεζά και Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, και αφ’ ετέρου η

ελληνοαλβανική φρουρά που υπεράσπιζε το φρούριο εν ονόματι των Γάλλων. Αρχικά

αποβιβάστηκε ανιχνευτικά στο νησί ο Βρετανός αξιωματικός Χιούδσον Λοβ (Hudson

Lowe, ο κατοπινός δεσμοφύλακας του Ναπολέοντα στην εξορία της Αγίας Ελένης),

συνοδευόμενος από τους Πετμεζά και Κολοκοτρώνη, και ο τελευταίος άδραξε την

ευκαιρία επιχειρώντας να πείσει τους ομοεθνείς του της απέναντι πλευράς να

έρθουν σε συμβιβασμό: «Αντάμωσα εις ένα μέρος τους Έλληνας εις την γαλλικήν

δούλευση και τους είπα «Τι κάμνετε; Ιδού ο στόλος ο αγγλικός

έρχεται!». Αυτοί με απεκρίθησαν ότι «Είμεθα ορκωμένοι και θα

πολεμήσομε». «Ε, τους είπα, πολλά καλά σαν είναι

έτσι, τραβηχθήτε εις τας θέσεις σας και ημείς θα πολεμήσομε».

Κατόπιν αυτού, ο Βρετανός διοικητής αποφάσισε να πραγματοποιηθεί απόβαση τη

νύχτα, αλλά ο Μωραΐτης οπλαρχηγός τον απέτρεψε, επισημαίνοντάς του ότι «δεν

πρέπει να κάμομε τσεβάρκο, διότι είμεθα μαζευμένοι από διάφορα μέρη και

τα στρατεύματά μας δεν γνωρίζονται και ημπορούμε να σκοτωθούμε αναμεταξύ

μας, αλλά να έβγουμε με τα χαράματα». Πράγματι, την επομένη 4.000

στρατιώτες, Άγγλοι, Κορσικάνοι, Σικελοί κι Έλληνες αποβιβάστηκαν και

επακολούθησαν σκληρές συγκρούσεις. Οι επιτιθέμενοι υπό τον Κολοκοτρώνη

κατάφεραν να καταλάβουν την πρώτη γαλλική κανονιοστοιχία με εννέα κανόνια, και

στη συνέχεια κινήθηκαν προκειμένου να θέσουν υπό τον έλεγχό τους «μιαν άλλη

μπαταρία πολλά δυνατή, διότι είχε δώδεκα κανόνια, και από το ένα

μέρος βάλτο και από το άλλο ρηχά και πέλαγος, και έτσι δεν ήτον παρά

μόνον ένα μέρος όπου ημπορούσαμε να προχωρήσομε». Βγαίνοντας με δέκα

συντρόφους του σε μια ράχη, ο Κολοκοτρώνης δέχθηκε τα πυρά των Αρβανιτών που

υπερασπίζονταν την κανονιοστοιχία: «Μου ρίχνουν. «Τι χτυπάτε;

Εγώ είμαι». Ήλθαν δύο καπετάνιοι, Τσίτσης, Χορμόβας

τους είπα και ετραβήχθηκαν και δεν εβάρεσαν. Μου είπαν «Θα

πολεμήσομε». Επιάσθη ο πόλεμος και τους διώξαμε. Εις τους

ανεμόμυλους εκαβαλίκαμε τα κανόνια». Η τρίτη κανονιοστοιχία καταλήφθηκε με

ρεσάλτο, στη διάρκεια του οποίου οι Έλληνες επιτιθέμενοι είχαν τριάντα πέντε

απώλειες, ενώ λαβώθηκε και ο διοικητής τους Τσωρτς. Υποχωρώντας η γαλλική

φρουρά κλείστηκε στο κάστρο, αφήνοντας έξω τους Έλληνες συμπολεμιστές της, που

ύστερα από αυτό παραδόθηκαν στον Κολοκοτρώνη. Επακολούθησε πολιορκία πέντε

εβδομάδων, την τελευταία υπό τον αδιάκοπο βομβαρδισμό του βρετανικού

πυροβολικού, «τετρακόσιες βόμβες το ημερονύκτιο», ώσπου «οι

Φραντσέζοι επροσκύνησαν». Στη μάχη της Λευκάδας πρωταγωνίστησαν οι Έλληνες

και οι Αρβανίτες και από τις δυο πλευρές. «Όλα αυτά τα εκάμαμε οι

πεντακόσιοι Έλληνες, επί κεφαλής ο Τζούρτζ», υπογραμμίζει ο

Κολοκοτρώνης, αλλά προσθέτει ότι «εις αυτή την περίσταση οι Κόρσοι

εσύμβαλαν πολύ». Η παρατήρησή του αφορά τους Κορσικάνους εθελοντές που,

θεωρώντας τη γαλλική κυριαρχία επί της Κορσικής ως ξένη κατοχή, είχαν

καταταγεί στον βρετανικό στρατό και πολεμούσαν κατά των Γάλλων, οι οποίοι

όμως, μην το ξεχνάμε, είχαν Αυτοκράτορα τον διασημότερο Κορσικάνο όλων των

εποχών. Φαινόμενα όλα αυτά μιας περιόδου που εγκυμονούσε, με πόνους και

αιμορραγίες, τους εθνικούς σχηματισμούς της εποχής μας.

Με αφορμή τη συγκρότηση των εθελοντικών στρατιωτικών σωμάτων στα Επτάνησα,

επιχειρείται και η μεταλαμπάδευση του ευρωπαϊκού ύφους και της σχετικής

ορολογίας στο ελληνικό περιβάλλον, με τη συγκρότηση ενός γραφειοκρατικού

λεξιλογίου και συντακτικού, εντός μιας ευρύτατης ακόμη ορθογραφικής και

σημειολογικής αστάθειας. Στο πρώτο παράδειγμα, που εμφανίζει τη συγκρότηση και

στελέχωση της υπό τον Φώτο Τζαβέλλα «τετάρτης χηλιαρχήας» τον Νοέμβριο του

1809, βλέπουμε τη μικτή ελληνοϊταλοτουρκική απόδοση των στρατιωτικών βαθμών:

κολλονέλος (συνταγματάρχης), τενέντε κωλονέλος (αντισυνταγματάρχης), μαγηόρος

(ταγματάρχης), εκατόνταρχος (λοχαγός), πενήνταρχος (υπολοχαγός α’),

ιποπενήνταρχος (υπολοχαγός β’) και μπαϊραχτάρις (ανθυπολοχαγός). Έναν χρόνο

αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1810, στην ίδια πάντοτε μονάδα, ο τενέντε

κωλονέλος αποδίδεται πλέον ως ηποχηλίαρχος (και άρα ο κωλονέλος χιλίαρχος), αν

και η «χηλιαρχήα» δεν αντιστοιχεί στο σύνταγμα αλλά στο τάγμα (μπαταλιόνηον).

Ο οργανισμός του 1809 είναι κυρωμένος από τον «εξοχώτατον γενικόν

κυβερνίτη» και εκδίδεται «εις αναπλήρωσιν του θεσπίσματος», δηλαδή σε εκτέλεση

του διατάγματος, «τις αυτού μεγαλειότητος αυτοκράτορος και βασιλέως», τίτλος

που υποδηλώνει τον Ναπολέοντα, ο οποίος έφερε πλην του τίτλου του αυτοκράτορα

των Γάλλων και εκείνον του βασιλιά της Ιταλίας. Στην «προσταγή της ημέρας»,

δηλαδή την ημερήσια διαταγή της 11ης Δεκεμβρίου 1810, ο «κομαντάντες του

μπαταλιόνηου» (διοικητής του τάγματος), «θέλη ενχιρήζη όλλες τες προσταγές

όπου θέλη του στελθούν δια να ενεργιθούν» στον Καπετάν Φωτομάρα, όπως διατάζει

«ο Εξουσιαστής του Σώματος», δηλαδή ο διοικητής του συνταγματάρχης Minot. Όλα

αυτά συμβαίνουν στις Κορυφές ή στους Κορφούς, δηλαδή στην άλλοτε και μέλλουσα

Κέρκυρα. Τα παραδείγματα αυτά δεν περιορίζονται στο στρατιωτικό πεδίο αλλά

εγγράφονται σε ένα γενικότερο οργασμό του αναγεννώμενου έθνους, που αναζητεί

τρόπους έκφρασης των νέων εννοιών: «Του Civilisation λέξιν παραστατικήν δεν

έχομεν ακόμη», σημειώνει ο Κοραής στα 1804. «Αν ήμην εγώ ο μεταφραστής ήθελα

διακινδυνεύση να την ονομάσω Πολιτισμόν».

Ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης είναι Ιστορικός στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών

του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών