Η ελληνική ιστορία είναι αντιστασιακή, είχε πει με τον τρόπο του ο Νίκος

Σβορώνος, ένας ιστορικός που συγκέντρωσε στη ζωή του ακραίες αρετές, τη βαθιά

επιστημονική γνώση, το ανθρώπινο ήθος και την κοινωνική προσφορά. Δεν γνωρίζω

αν αυτή την αντιστασιακή διάσταση της ελληνικής ιστορίας την κατανοούσε με

τους όρους που και ο Κωνσταντίνος Σάθας, ένας άλλος πρωτοπόρος ιστορικός του

19ου αιώνα, εθεωρούσε ως αντιστασιακές, τις «εξεγέρσεις της ελληνικής φυλής»

κατά της τουρκικής κυριαρχίας. Πάντως ο Σάθας στο έργο του Η

τουρκοκρατούμενη Ελλάς συγκέντρωσε με μεγάλο ερευνητικό μόχθο ό,τι ενόμιζε

ότι εικονογραφούσε την ιδέα της αντι-οθωμανικής ανυπακοής και της εξέγερσης.

Από τον Κ. Σάθα ώς τον Ν. Σβορώνο και από εκείνον ώς τους πιο νέους ερευνητές

που μερικοί δίνουν σημάδια της δουλειάς τους στο παρόν δημοσίευμα, η ελληνική

ιστοριογραφία έχει δώσει σπουδαία δείγματα ωριμότητας. Με έργα συνθετικά ή με

μελετήματα αναλυτικά, έχει συγκροτηθεί ένα γενικότερα αποδεκτό σχήμα για την

πορεία προς την ολοκλήρωση του Νέου Ελληνισμού που με το πέρασμα του καιρού

φαίνεται να επιδέχεται εμβάθυνση και βελτιωτικές τροποποιήσεις, όχι όμως

ριζικές ανατροπές.

Πάντως, αυτός ο κόσμος της ανυπακοής και της εξέγερσης, με εξαίρεση ίσως το

υπεραπλουστευμένο αρματολικό φαινόμενο, δεν τράβηξε την προσοχή της έρευνας

όσο άλλα ιστορικά προβλήματα, καμιά φορά πολύ λιγότερο ελκυστικά. Αν δεν

πρόκειται για μια απλή σύμπτωση, θα μπορούσε κανείς να προτείνει μια πιθανή

ερμηνεία: ό,τι ήταν σχετικό με το «εθνικό ζήτημα» θεωρήθηκε τις τελευταίες

δεκαετίες «λυμένο», τόσο από τη συντηρητική όσο και από την ανανεωτική

ιστοριογραφία, με αποτέλεσμα μια σχετική στασιμότητα του ερευνητικού αυτού

πεδίου. Η σειρά που αρχίζουν να δημοσιεύουν από σήμερα «ΤΑ ΝΕΑ» ελπίζουμε να

συμβάλει σε αυτή τη θεματική ανανέωση, προσφέροντας νέες πληροφορίες και νέες

σκέψεις που, όπως εύκολα θα γίνει αντιληπτό, απευθύνονται τόσο στο ευρύτερο

μορφωμένο αναγνωστικό κοινό όσο και στους πιο απαιτητικούς μελετητές της

νεώτερης ελληνικής ιστορίας.

Ας προχωρήσουμε όμως με μερικές διευκρινίσεις: ο τίτλος και ο υπότιτλος, που

αυτονόητα έπρεπε να είναι εύληπτοι από ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό, ήταν για

μας ένα σημαντικό πρόβλημα. Έπρεπε όχι μόνον να μην παραποιούν τα γεγονότα

αλλά και να μη δημιουργούν συνθήκες πολύσημης ανάγνωσης, δηλαδή εσφαλμένης

ανάγνωσης, κυρίως στον ολιγότερο εξοπλισμένο αναγνώστη. Δημιουργήσαμε,

αναφορικά προς τη Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση του 1821, τον τίτλο «Οι

επαναστάσεις πριν την Επανάσταση» που μαζί με τις λέξεις του υπότιτλου

«εξεγέρσεις» και «απελευθερωτικοί οραματισμοί», αποτελούν τα βασικά κλειδιά

ανάγνωσης των κειμένων της σειράς. Διευρύναμε τον χώρο και τον χρόνο της

έρευνας προσθέτοντας στον τουρκοκρατούμενο ελληνικό κόσμο την Κρήτη και τα

Επτάνησα, υπό βενετική κυριαρχία, με κινήματα καταφανώς εντονότερου κοινωνικού

χαρακτήρα.

Τα αντιοθωμανικά κινήματα των πρώτων αιώνων της κατάκτησης (15ος-17ος)

τράβηξαν ιδιαίτερα την προσοχή μας. Στο σύνολο τους, σχεδόν, ήταν συνδεδεμένα

με ξένες Αυλές και με μεγάλες στιγμές της Ευρωπαϊκής Ιστορίας, όπως η Ναυμαχία

της Ναυπάκτου (1571) ή τα μεσογειακά επεκτατικά σχέδια της γαλλικής ή της

ισπανικής μοναρχίας. Εξεγέρσεις στον ελληνικό χώρο με ισχυρή συμμετοχή τοπικών

αρχόντων, επισκόπων κ.λπ., τα κινήματα αυτά εντάσσονται σαφέστατα στο πλαίσιο

της ύστερης ιδέας της Σταυροφορίας, σε μια εποχή που η Καθολική Ευρώπη δεν

είχε ξεκαθαρίσει τις σχέσεις της με τον μουσουλμανικό κόσμο, και ιδιαίτερα με

το κυρίαρχο οθωμανικό Ισλάμ.

Οι ιδέες της όψιμης σταυροφορίας δεν είχαν βέβαια καλύτερες τύχες από τις

πρώιμες πραγματώσεις της και έτσι οι χριστιανικοί πληθυσμοί της Οθωμανικής

Αυτοκρατορίας βρέθηκαν μόνοι με συντροφιά τις ανεκπλήρωτες ελπίδες τους. Δίπλα

όμως σε αυτές, κάποιες αναμνήσεις αγωνιστικής πρακτικής συγκροτούσαν ένα

«αντιστασιακό παρελθόν» που στάθηκε πολύτιμη παρακαταθήκη στη διαδικασία της

εθνικής αυτοσυνειδησίας.

Ο επόμενος, 18ος αιώνας, που δεν ήταν λιγότερο κακότυχος για τους Έλληνες από

τους προηγούμενους, ήταν ωστόσο περισσότερο πυκνός σε καινούργια φαινόμενα,

κοινωνικά, οικονομικά, πνευματικά. Δεν θα μιλήσουμε τώρα γι’ αυτά. Θα

περιοριστούμε εδώ πάλι στις αντι-οθωμανικές εξεγέρσεις και στη μετατόπιση της

μεγάλης προσδοκίας προς την ομόδοξη Ρωσία. Ο καινούργιος αιώνας χαρακτηρίζεται

πράγματι από το αμετάκλητο τέλος των σχεδίων της Δύσης για μια

αντι-μουσουλμανική, αντι-οθωμανική Σταυροφορία αλλά και από την ενηλικίωση

μιας νέας μεγάλης δύναμης, της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Η Ρωσία, ως χώρα που

αρχίζει να βιώνει τραυματικά τη φυσική της θέση ανάμεσα στην Ανατολή και τη

Δύση, αποφασίζει να σταθεί στο πλευρό των ομοδόξων, μέσα σ’ ένα κλίμα και σε

συνθήκες γνωστές που επιδέχονται, πιστεύω, ισχυρές δόσεις ιστορικής

αναθεώρησης. Οι ανατολικές περιοχές της Ρωσικής Αυτοκρατορίας δεν είχαν ακόμη

ενταχθεί οργανικά στον κρατικό κορμό και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, με

πλειοψηφικό το χριστιανικό στοιχείο, μπορούσε να είναι ένας χώρος

«εκπολιτιστικής παρέμβασης» για την Πετρούπολη του Διαφωτισμού. Και ιδού οι

απελευθερωτικές εκστρατείες: οι Ορλώφ, ο Λάμπρος Κατσώνης, ο Ναύαρχος

Σινιάβιν, η παρουσία της Ρωσίας στα Ιόνια Νησιά ως εγγυήτριας δύναμης της

ανεξάρτητης «Επτανήσου Πολιτείας» (1800) κ.ά. δημιουργούν την ελπίδα του

«ξανθού γένους».

Τα υλικά μιας εθνικής ανεξαρτησίας φαίνεται να συγκεντρώνονται, η ίδια όμως η

εθνική απελευθέρωση δεν φαίνεται να μπορεί να προκύψει από πράξεις

ετεροπροσδιορισμένες (ρωσικοί σχεδιασμοί), από πράξεις μάλιστα που θα μπορούσε

κανείς να τις εντάξει και πάλι σε μια νέα υπερ-όψιμη ορθόδοξη Σταυροφορία,

έστω και αν αυτή διαμορφώνεται στο εσωτερικό ενός ομόδοξου κόσμου και

εξασφαλίζει μαζικότερες και συνεκτικότερες συμμαχίες. Ο απολογισμός δεν είναι

αποκαρδιωτικός, αλλά τόσο μόνον.

Ωστόσο, άλλα μεγάλα γεγονότα προοιωνίζονται πρωτόγνωρες αλλαγές που κάνουν την

παραδοσιακή ανυπακοή και την πρωτογενή εξέγερση, δυνητικά όπλα σε μια

επερχόμενη εθνική αλλαγή. Η Γαλλική Επανάσταση και τα ναπολεόντεια όπλα

περικυκλώνουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία γεωγραφικά και ιδεολογικά. Τα γαλλικά

όπλα βρίσκονται κιόλας δίπλα της ­ Ιταλία, Δαλματία, Επτάνησα, Αίγυπτο, όπου

υπηρετούν και πολυάριθμες και πολυώνυμες «ελληνικές λεγεώνες», ενώ ιδεολογικοί

δίαυλοι φέρνουν το ανατρεπτικό μήνυμα στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας (Κοραής,

Ρήγας). Για περισσότερο από είκοσι χρόνια ο ελληνικός κόσμος ζει μέσα σ’ ένα

κλίμα επαναστατικής ζύμωσης, όπου το ζήτημα της εθνικής απελευθέρωσης τίθεται

πια με ολότελα καινούργιους όρους. Από ένα ασαφές σχέδιο που κάθε φορά

κινητοποιούσε ολιγάριθμες ανθρώπινες και κοινωνικές δυνάμεις, τώρα, στη στροφή

του 18ου προς τον 19ο αιώνα, η εθνική απελευθέρωση γίνεται ένα όραμα εφικτό

και κοινωνικά αποδεκτό, ένα σχέδιο πολιτικά και στρατιωτικά πραγματοποιήσιμο.

Η Ναπολεόντεια περικύκλωση, που αναφέρθηκε ήδη, οι αλλεπάλληλοι ρωσοτουρκικοί

πόλεμοι στον χώρο των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών, οι νεοφερμένοι γείτονες στα

Επτάνησα, που βάζουν και αυτοί το δικό τους σημάδι στο επερχόμενο Ανατολικό

ζήτημα, δημιουργούν το πολιτικό πλαίσιο της μετατροπής των αντι-οθωμανικών

εξεγέρσεων σε εθνική Επανάσταση, που τα πρώτα οργανωτικά της βήματα, μέσω ενός

επίσης πρωτόγνωρου εταιριστικού κινήματος, εκείνου της Φιλικής Εταιρείας, θα

παρακολουθήσουμε στο τελευταίο άρθρο αυτής της σειράς.

Ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος είναι Ιστορικός