Είναι προφανές ότι ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος δεν διαθέτει μόνο το

πανθομολογούμενο χάρισμα της επικοινωνίας. Διαθέτει πολύ περισσότερο τη γνώση

της στρατηγικής της και την επίγνωση της σημασίας της τεχνικής της. Έχει

απόλυτη αίσθηση του ακροατηρίου στο οποίο απευθύνεται και συναίσθηση των

προϋποθέσεων που οδηγούν στη διεύρυνσή του.

Η αναδρομική αξιολόγηση των κινήσεών του μπορεί εύκολα να περιγράψει τη

σύνθεση ενός αριστοτεχνικού κεντήματος πάνω σ’ έναν πολύπλοκο καμβά, του

οποίου η συνοχή δεν εξαρτάται τόσο από την ίδια του την ύφανση, αλλά από τις

κλωστές που συνδέουν προσφυώς τις ιστορικές παραδόσεις με τις ψυχολογικές

ανησυχίες και τις κοινωνιολογικές ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινής γνώμης.

Το έδαφος πάνω στο οποίο κλιμάκωσε την τακτική του ο Προκαθήμενος της

Ελλαδικής Εκκλησίας ήταν άλλωστε ήδη προετοιμασμένο προ πολλού. Η κρίση των

πολιτικών αξιών και των σχέσεων με το εφήμερο που χαρακτήριζε τη διαρκώς

εναλλασσόμενη συγκυρία των τελευταίων δέκα ετών είχε εξασφαλίσει στην Εκκλησία

μια διαρκώς αυξανόμενη δημοτικότητα μεταξύ εκείνων των ομάδων του πληθυσμού

που αναζητούσαν ένα ατομικό καταφύγιο για τη στέγαση των ψυχολογικών τους

αναγκών και των κοινωνικών τους ανησυχιών.

Η επιτυχής διαχείριση της αναβαθμισμένης αυτής εικόνας της Εκκλησίας επέτρεψε

στον Αρχιεπίσκοπο να πολλαπλασιάσει ποσοτικά και να βελτιώσει ποιοτικά το

ακροατήριό του ενσωματώνοντας σε αυτό στρώματα του πληθυσμού νεώτερης ηλικίας,

μεγαλύτερης ευαισθησίας και σε κάθε περίπτωση άσχετα με τους παραδοσιακούς

κύκλους των συστηματικά εκκλησιαζομένων ή των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων.

Σε δεύτερη φάση ο κ. Χριστόδουλος επεχείρησε εξίσου επιτυχώς να συνδέσει τη

θεσμική ελκυστικότητα της Εκκλησίας και την αναβίωση του θρησκευτικού

συναισθήματος με την προσωπική δημοτικότητά του, χτίζοντας με τη βοήθεια των

Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας μια ιδιαίτερα φιλική και ηγετική δημόσια εικόνα.

Σε τρίτη φάση άρχισε να δίνει στην «κοινωνική του επικοινωνία» ένα σαφέστερο

ιδεολογικό περιεχόμενο, ταυτίζοντας την έννοια της Ορθοδοξίας τόσο με τις

σταθερές της ιστορικής ταυτότητας του Έθνους, όσο και με τις αυθόρμητες

αντιστάσεις της κοινής γνώμης μπροστά στις αλλαγές που προκαλούσε η ταχύρρυθμη

προσαρμογή στις συνθήκες του νέου ανταγωνιστικού περιβάλλοντος. Από ατομικό

καταφύγιο ελπίδας και ανακούφισης η Εκκλησία προβλήθηκε έτσι ως οιονεί

κοινωνικό καταφύγιο εκείνων των ομάδων του πληθυσμού που αισθάνονταν

απειλούμενες ταυτόχρονα από τον «αφανισμό του Έθνους» μέσα από την ενσωμάτωσή

του στο υπερεθνικό ευρωπαϊκό σύνολο και από τον αποκλεισμό τους όχι μόνο από

την αγορά εργασίας, αλλά κυρίως από την παραγωγή και τον έλεγχο των εξελίξεων.

Είναι η φάση ακριβώς που κλιμακώθηκε με τη «λαοσύναξη» της Θεσσαλονίκης, όπου

κυριάρχησε η διατύπωση ενός μανιφέστου βασισμένου στο τρίπτυχο

Ελλάς-Θρησκεία-Ορθοδοξία και με προφανή στόχο την ενεργοποίηση των

αντανακλαστικών μιας λαϊκής βάσης που συμμερίζεται τις ανησυχίες για την εκ

Δυσμών απειλή.

Με τη «λαοσύναξη» της Αθήνας ο κ. Χριστόδουλος εγκαινίασε μία νέα φάση

μετριάζοντας τις αντιδυτικές αιχμές και υιοθετώντας το τρίπτυχο

Ελλάς-Ευρώπη-Ορθοδοξία. Η κίνηση αυτή απευθύνεται προφανώς σε όσους δεν είναι

διατεθειμένοι να τον παρακολουθήσουν σε μια διαδικασία πολιτικοποίησης των

παρεμβάσεων της Ιεραρχίας με αιχμή την αμφισβήτηση του ευρωπαϊκού

προσανατολισμού της χώρας. Κάτω μάλιστα από μία συγκυρία που χαρακτηριζόταν

από την πανηγυρική ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ.

Τα όρια όμως της πολυσυλλεκτικής αυτής τακτικής έχουν ήδη αρχίσει να

εμφανίζονται με σαφήνεια στις δημοσκοπήσεις που είδαν ήδη το φως της

δημοσιότητας.

Ο Γ. Σεφερτζής είναι επικοινωνιολόγος – πολιτικός αναλυτής.