Η πρώτη μετεκλογική μέτρηση που διενεργήθηκε στα πλαίσια του Πολιτικού

Βαρομέτρου των «ΝΕΩΝ» πραγματοποιείται στη συγκυρία που καθορίζει η ανοικτή

αντιπαράθεση Εκκλησίας – κυβέρνησης.

Παρόλο που στην έρευνα δεν αποτυπώνονται οι επικοινωνιακές και βαθύτατες

πολιτικές επιπτώσεις των συλλαλητηρίων (η έρευνα ολοκληρώθηκε την παραμονή του

εκκλησιαστικού συλλαλητηρίου της Θεσσαλονίκης), είναι σαφές ότι η διένεξη έχει

ήδη επηρεάσει σημαντικά το πολιτικό κλίμα και, κατά συνέπειαν, τους σχετικούς

δείκτες που χρησιμοποιούνται για την εμπειρική αποτίμησή του. Ειδικότερα, έχει

επηρεάσει αρνητικά τόσο την κυβερνητική (-4,4%) όσο και την πρωθυπουργική

δημοτικότητα (-4,8%). Οι επιπτώσεις της αντιπαράθεσης είναι διακριτές και στο

επίπεδο της δημοτικότητας των δύο πολιτικών αρχηγών. Η δημοτικότητα του κ.

Σημίτη (53,9%) φαίνεται να κάμπτεται ελαφρώς συγκριτικά ως προς την έρευνα του

Μαρτίου (-4,8%) και επιστρέφει στα επίπεδα του Δεκεμβρίου 1999. Μεταξύ των

ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ παραμένει εξαιρετικά υψηλή (86,6%).

Καταλληλότερος πρωθυπουργός

Από την άλλη πλευρά, ο κ. Σημίτης εξακολουθεί να προηγείται του κ. Καραμανλή

ως προς την πρωθυπουργική ικανότητα, συγκεντρώνοντας ποσοστό 43,5%, έναντι

36,8%. Εντούτοις, θα πρέπει να επισημανθεί ότι σε σύγκριση με την προεκλογική

μέτρηση του Μαρτίου, η εν λόγω διαφορά έχει περιορισθεί από 14,9% σε 6,7%. Η

δημοτικότητα του κ. Καραμανλή εμφανίζει άνοδο και ενισχύεται σχεδόν κατά 8%

(+7,7%) σε σύγκριση με την προηγούμενη (προεκλογική) μέτρηση του Μαρτίου.

Οι αντίθετες ροπές που εμφανίζονται στις δύο δημοτικότητες έχουν ως αποτέλεσμα

ο κ. Καραμανλής να υπερτερεί του κ. Σημίτη, φαινόμενο που τελευταία φορά είχε

παρατηρηθεί τον Απρίλιο του 1999. Επιπρόσθετα, ο κ. Καραμανλής εμφανίζεται για

πρώτη φορά ως ο πλέον δημοφιλής πολιτικός αρχηγός. Η δημοτικότητά του

παραμένει σταθεροποιημένη και στο εσωτερικό του κόμματός του (90,7% στους

ψηφοφόρους Ν.Δ. 2000), παρά τις σοβαρές εσωκομματικές αντιπαραθέσεις. Βεβαίως,

θα πρέπει να σημειωθεί ότι η άνοδος της δημοτικότητας του κ. Καραμανλή δεν θα

πρέπει να αποδοθεί αποκλειστικά και μόνον στην δυσμενή για τον κ. Σημίτη

συγκυρία. Ένα μέρος αυτής της ανόδου οφείλεται σίγουρα στα ευνοϊκά

αποτελέσματα της προεκλογικής εκστρατείας και στην ενίσχυση της ηγετικής του

εικόνας που αυτή επέφερε.

Προτεραιότητες της κυβέρνησης

Σύμφωνα με τη μέτρηση, η ιεράρχηση της κοινής γνώμης ως προς τις

προτεραιότητες που πρέπει να θέσει η νέα κυβέρνηση δεν έχει μεταβληθεί. Για το

κοινωνικό σώμα, η ανεργία, η οικονομία και το κράτος πρόνοιας (παιδεία, υγεία,

φτώχεια) εξακολουθούν να συνιστούν τις προτεραιότητες της διακυβέρνησης στη

νέα περίοδο. Και ταυτοχρόνως τους τομείς στους οποίους θα κριθεί η κυβερνητική

εικόνα, αλλά και η κοινωνική συνοχή της ανανεωμένης εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ.

Αντιθέτως, η ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, που πιθανώς θεωρείται δεδομένη, δεν

τίθεται ως προτεραιότητα της νέας κυβέρνησης παρά μόλις από το 2,3% των

ερωτηθέντων.

Σταθερά δημοφιλέστερη η κυβέρνηση

Η σημερινή δημοτικότητα της κυβέρνησης είναι η χαμηλότερη του τελευταίου

12μήνου. Αν και μειώνεται κατά 4,44%, παραμένει, εν τούτοις, υψηλότερη από

εκείνη της αντιπολίτευσης. Η δημοτικότητα της τελευταίας παραμένει στάσιμη

(+0,3%), όπως, κατά συνέπεια, και η ικανότητά της να κυβερνήσει. Η επίδραση

της πολιτικής αντιπαράθεσης με την Εκκλησία στο επίπεδο της κοινής γνώμης

γίνεται περισσότερο σαφής, όταν διαχωρισθεί το εκλογικό σώμα με βάση τη

λεγόμενη «συχνότητα εκκλησιασμού». Μεταξύ των «εκκλησιαζομένων», δηλαδή των

πολιτών που πηγαίνουν τακτικά στην εκκλησία (κάθε Κυριακή, συχνότερα, ή δύο –

τρεις φορές τον μήνα), η κυβερνητική δημοτικότητα συρρικνώνεται αισθητά

(22,7%), και μάλιστα υπολείπεται της αντίστοιχης της αντιαπολίτευσης (26,8%).

Οι πολίτες αυτοί, που εύλογα μπορεί να θεωρηθούν ως η «κοινωνική βάση» του

εκκλησιαστικού μηχανισμού, είναι φυσικό να βρίσκονται, εντονότερα, υπό τη

θρησκευτική και πολιτική του επιρροή. Αντιθέτως, μεταξύ των

«μη-εκκλησιαζομένων», των πολιτών δηλαδή που πηγαίνουν στην εκκλησία μόνο

μερικές φορές το χρόνο, ή ποτέ, η κυβερνητική δημοτικότητα εμφανίζεται

διευρυμένη και καταγράφεται σε επίπεδα της τάξεως του 31,5%, έναντι μόλις

18,4% της αντιπολίτευσης.

Οι προτιμήσεις των εκκλησιαζομένων

Η διαφοροποίηση στην πολιτική συμπεριφορά «εκκλησιαζομένων / μη

εκκλησιαζομένων» πολιτών είναι εντυπωσιακή και σχεδόν γραμμική. Ενώ μεταξύ των

«μη εκκλησιαζομένων» (μερικές φορές τον χρόνο) η δημοτικότητα του κ. Σημίτη

υπερτερεί της αντίστοιχης του κ. Καραμανλή με 62,8% έναντι 53,2%, μεταξύ των

τακτικά «εκκλησιαζομένων» η εικόνα είναι ακριβώς αντίστροφη: υπολείπεται

εντυπωσιακά του κ. Καραμανλή με μόλις 37,1%, έναντι 70%.

Η αύξηση της σημασίας των θρησκευτικών πεποιθήσεων για την ερμηνεία της

πολιτικής συμπεριφοράς και ειδικότερα των κομματικών προτιμήσεων των πολιτών

δεν αποτελεί διαπίστωση μόνον της σημερινής μέτρησης. Πάντως, δεν είναι σαφές

εάν πρόκειται για συγκυριακό φαινόμενο ή για μονιμότερη τάση, με

μακροπρόθεσμες συνέπειες στη δόμηση του κομματικού και πολιτικού συστήματος.