Προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι όσες φορές «ανοίγει» ως θέμα κάτι σχετικό με

τη θρησκεία ή με την αποσαφήνιση των σχέσεων Πολιτείας – Εκκλησίας ­ είτε

τυχαία, είτε έπειτα από πρωτοβουλία της συντεταγμένης Πολιτείας ­

καλλιεργείται άμεσα ένταση και δημιουργείται «διχαστικό κλίμα» μεταξύ των δύο

μερών, κυριαρχεί οξύτητα που μεθοδεύεται κατά κύριο λόγο από έναν κύκλο ατόμων

της Εκκλησίας που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είχαν εκθρέψει πριν από τη

δικτατορία, κατά τη διάρκειά της και μετά, τη φιλοσοφία τού «Ελλάς Ελλήνων

Χριστιανών».

Οι βαρύτατες και πολιτικού χαρακτήρα εκφράσεις που κυριάρχησαν το τελευταίο

διάστημα, με αφορμή το θέμα των αστυνομικών ταυτοτήτων, όχι απλά κατέγραψαν

για μια ακόμα φορά τον «φονταμενταλιστικό φανατισμό» που θέλουν ορισμένοι

κύκλοι της Ιεραραχίας να επιβάλουν, αλλά και μία στρεβλή και

«παλαιοχριστιανική» αντίληψη περί του ρόλου της Εκκλησίας, την οποία θέλουν

και θεόπεμπτο αποστολή να έχει, και πολιτικό ρυθμιστή να την καταστήσουν όπως

την εποχή των Βυζαντινών αυτοκρατόρων.

Βέβαια σε καμία περίπτωση, το θέμα το οποίο προέκυψε με τις αστυνομικές

ταυτότητες δεν δικαιολογούσε και δεν δικαιολογεί τις ακραίες εντάσεις και

αντιπαραθέσεις. Είναι ωστόσο ενδεικτικό της νοοτροπίας του «σκληρού

εκκλησιαστικού πυρήνα» το γεγονός ότι για ένα ζήτημα αποκλειστικής

αρμοδιότητας της Πολιτείας δημιούργησε «χαρακώματα» και πόλωση, φτάνοντας

ακόμα και στο σημείο να κατηγορήσει μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση ­ και

μάλιστα με νωπή λαϊκή εντολή ­ για «πραξικόπημα» και «δικτατορική λογική».

Δίδεται έντεχνα η εντύπωση ότι το δελτίο της αστυνομικής ταυτότητας οφείλει να

καταγράφει λεπτομερέστατα την ηθική, την πνευματική και τη φιλοσοφική υπόσταση

του ατόμου – πολίτη, ωσάν να επρόκειτο για δελτίο που εκδίδει η Εκκλησία και

το επίσημο Κράτος και τα εντεταλμένα όργανά του ­τα υπουργεία Εσωτερικών και

Δημόσιας Τάξης ­ απλώς οφείλουν να το προσυπογράφουν. Ας γίνει κατανοητό ότι η

αστυνομική ταυτότητα είναι ένα δημόσιο έγγραφο, αναγκαίο για να διευκολύνει

τον πολίτη σε διάφορες υποθέσεις του (συναλλαγή με όργανα του Κράτους,

πιστοποίηση στοιχείων κ.ά.).

Προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι ουδείς απ’ όσους εξαπέλυσαν πυρά στο θέμα των

αστυνομικών ταυτοτήτων δεν μπήκε πραγματικά στην ουσία του θέματος ­ που εν

αιθρία προέκυψε ­ στο αναχρονιστικό δηλαδή και φορτισμένο με στοιχεία

αυταρχικού – αστυνομοκρατούμενου καθεστώτος δελτίο των ταυτοτήτων που

περιελάμβανε το αίσχος των δακτυλικών αποτυπωμάτων, με το οποίο a priori κάθε

πολίτης εθεωρείτο ως εν δυνάμει ύποπτος, κ.ά. Αποκρύπτουν ότι η ελληνική

ταυτότητα σε αντίθεση με εκείνες των άλλων ευρωπαϊκών χωρών δεν ήταν ­ και δεν

είναι μέχρι σήμερα ­ έγγραφο για να βοηθά τον πολίτη, αλλά κυρίως για να τον

ελέγχει.

Οι πολιτικές δυνάμεις και ιδιαίτερα η αξιωματική αντιπολίτευση έχει χρέος και

οφείλει να σέβεται και να προασπίζεται το θεσμικό πλαίσιο του πολιτικού

φιλελευθερισμού και όχι να το αμφισβητεί εμμέσως. Διότι τότε είμαστε

υποχρεωμένοι να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι και η νέα δεξιά είναι

εγκλωβισμένη στη λογική των αλησμόνητων δεκαετιών ’50 και ’60 και των

πρακτικών εκείνης της εποχής που η παλαιά δεξιά δημιούργησε.

Η κοινή πρόταση της Νέας Δημοκρατίας και της ηγεσίας της Ιεραρχίας περί

προαιρετικής αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες είναι «αυταρχική

πρακτική» και εφαρμοζόμενη θα οδηγήσει σε χειρότερη αστυνόμευση των φρονημάτων

όχι μόνο από το σημερινό επίσημο Κράτος, αλλά κυρίως από τους «φανατικούς»

κύκλους που κατά τα άλλα πρεσβεύουν τον «Λόγο της Αγάπης και της Λύτρωσης».

Προσωπικά ουδέποτε αμφισβήτησα τον ιδιαίτερα βαρύνοντα ρόλο στην πορεία του

Ελληνισμού της Ορθοδοξίας. Στη καθημερινή πρακτική μου έχω κατ’ επανάληψη

δώσει το στίγμα του σεβασμού μου σ’ αυτήν, ωστόσο δεν μπορώ να κατανοήσω αυτό

που αρκετοί διακηρύσσουν με ιδιαίτερα υψηλούς τόνους. Ότι δηλαδή η αναγραφή

του θρησκεύματος στις ταυτότητες αποτελεί «Ομολογία Πίστης».

Με ποια λογική και πού αλλού απαντάται ­ για τον όποιο χριστιανό ­ να

πιστοποιείται η πίστη του από κάποιο αστυνομικό αποδεικτικό ντοκουμέντο; Κάτι

τέτοιο δεν διανοήθηκαν ούτε τα πρωτοκομμουνιστικά καθεστώτα να ισχυριστούν. Η

«Ομολογία Πίστης» είναι μια βαθιά λυτρωτική πράξη που συντελείται με τους

πνευματικούς Πατέρες και όχι με τους αστυνόμους. Εκτός αν αυτή η «ακραία

θεωρητικοποίηση» της πίστης των ορθόδοξων υποκρύπτει άλλου τύπου σκοπιμότητες.

Διότι όλοι ζήσαμε το τι συνέβη με πολίτες που τέλεσαν πολιτικό γάμο, τι

προπηλακισμούς δέχτηκαν από τους φανατικούς και το χειρότερο ιερείς που

αρνιόντουσαν να βαφτίσουν τα παιδιά των «απίστων» και στη συνέχεια η ηγεσία

της Εκκλησίας διά στόματος πολλών Μητροπολιτών υιοθετούσε και αιτιολογούσε

αυτή τη «ρατσιστική» θέση δίνοντάς της και ιδεολογικό περιεχόμενο.

Το κράτος πριν από δεκαπέντε χρόνια επιχείρησε ριζοσπαστικά να νομοθετήσει

οριοθετώντας τις επιμέρους αρμοδιότητες. Η ηγεσία της Εκκλησίας τότε εκβίασε

την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και ο υποχρεωτικός πολιτικός γάμος έγινε στο τέλος

προαιρετικός. Υπήρξε υποχώρηση της τότε Πολιτείας και Μητροπολίτες της «Αγίας

Εκκλησίας» στη συνέχεια διαπόμπευσαν την επιλογή πολιτικών για πολιτικό γάμο

και αγωνίσθηκαν μάλιστα να τους στιγματίσουν κοινωνικά.

Σήμερα η ηγεσία της Εκκλησίας δεν επιζητεί μόνο πολιτικό ρόλο, θέλει να

διατηρήσει και να επεκτείνει την πολιτική της εξουσία, να συναποφασίζει και να

συνδιοικεί.

Είναι οι ίδιοι ηγήτορες που εκβίασαν στα μέσα της δεκαετίας του ’80, απλώς

τότε ήταν στο παρασκήνιο με δευτερεύοντες ρόλους και όχι στο προσκήνιο όπως

βρίσκονται σήμερα. Αυτή τη φορά όμως πρέπει με νηφαλιότητα και χωρίς να

ξαναυποκύψει σε εκβιασμό το επίσημο κράτος, να οριοθετήσει τα πράγματα χωρίς

αναδίπλωση.

Στην προσπάθεια εκσυγχρονισμού των θεσμών μας με τους αντίστοιχους των

υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών μπορούμε στο εξής χωρίς προκαταλήψεις και

δογματισμούς να εξετάσουμε στην πορεία μια σειρά από ζητήματα που θα οδηγήσουν

στην απεμπλοκή των λειτουργιών της Εκκλησίας από αυτές του Κράτους. Η

οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων ­ στη χαραυγή μάλιστα του νέου αιώνα ­ είναι πρώτα

από όλα ένα ώριμο μέτρο εκσυγχρονισμού και κυρίως αναγέννησης και για την ίδια

την Εκκλησία.

Γιατί παραδείγματος χάρη ο εκάστοτε υπουργός Παιδείας πρέπει να παρευρίσκεται

ως «επιστάτης» όταν συνέρχονται οι Μητροπολίτες στη δική τους Βουλή ­ για να

εκλέξουν τον Αρχιεπίσκοπό τους; Γιατί κατά την εγκατάσταση των διαφόρων

πολιτειακών οργάνων πρέπει να είναι παρούσα η Εκκλησία; Γιατί «πιστοί» και

«άπιστοι» πρέπει να εξακολουθούν να δίνουν θρησκευτικό όρκο στα δικαστήρια

όταν μάλιστα πρόσφατες αποφάσεις δικαστηρίων θεωρούν τον θρησκευτικό όρκο όχι

αναγκαίο; Δυστυχώς, αυτά και άλλα αποδεικνύουν ότι επικρατεί σχέση δυσπιστίας

και όχι εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο πλευρών.

Μια σχέση κληρονομημένη από τη «βαυαροκρατία» που ήθελε την Εκκλησία εξάρτημα

του Κράτους και η οποία μετεξελίχθηκε σε έναν «στρεβλό» και ασφυκτικό

«εναγκαλισμό». Χρειάζεται λοιπόν ένας επαναπροσδιορισμός των αρμοδιοτήτων και

των λειτουργιών Εκκλησίας – Πολιτείας, ώστε ο καθείς να ασχολείται με τα του

οίκου του. Επιβάλλεται να υπάρξει αλλαγή του καταστατικού χάρτη της Εκκλησίας

και να αποδοθούν και στην Ελλάδα «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού

τω Θεώ».

Στο πλαίσιο της συνταγματικής αναθεώρησης επιβάλλεται να τολμήσουμε. Δεν

νομίζω ότι στις χώρες ­ όπου εδώ και δεκαετίες ­ επιτεύχθηκε ο πλήρης

διαχωρισμός όπως στην καθολική Ιταλία, την Αμερική, τη Γαλλία, τη Ρωσία ή την

Τουρκία κ.ά. ότι έχει πληγεί η θρησκεία. Αντίθετα ως μη εμπλεκόμενη ή κατ’

άλλους «διαπλεκόμενη», η Εκκλησία αύξησε και κατοχύρωσε ακόμα περισσότερο την

ανεξάρτητη φωνή της και κατέστησε πειστικότερο το λόγο της. Γι’ αυτό και

στρώματα λαού ­ σε χώρες με αυταρχικό πρόσωπο ­ κατέφυγαν στην Εκκλησία, την

«αντιεξουσιαστική» Εκκλησία όπου και βρήκαν καταφύγιο και όχι στην

«κρατικοδιοικούμενη». Άπειρα τα παραδείγματα από τη Λατινική Αμερική έως τις

πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Εκεί όπου οι λαοί πένονται, οι ιερείς δεν

μισθοδοτούνται από το κράτος όπως εδώ. Τον άρτο τον επιούσιο τον κατακτούν με

τον καθημερινό τους αγώνα όπως γινόταν και στη χώρα μας πριν από τη χούντα.

Τέλος, σε κάτι ουσιαστικό συμφωνούμε όλοι. Στην Επανάσταση του ’21 εκείνη η

ηγεσία της Εκκλησίας συμπαρατάχθηκε με το λαό για να αποτινάξει το ζυγό της

ανελευθερίας. Δυστυχώς, στα νεώτερα χρόνια η ηγεσία της συμπαρατάχθηκε με τους

δικτάτορες της χούντας για την απώλεια της ελευθερίας των Ελλήνων. Η διαφορά

των εποχών είναι μεγάλη και τα συμπεράσματα αμείλικτα.

Ο Νίκος Σηφουνάκης είναι υπουργός Αιγαίου.