Η εικόνα του συστήματος κομματικού ανταγωνισμού που προέκυψε από την

εκλογική αναμέτρηση της 9ης Απριλίου διακρίνεται από μικρότερη ρευστότητα σε

σχέση με το 1996.

Η εικόνα αυτή πρέπει να μην αναγνωσθεί «στατικά» αλλά στο εσωτερικό της

ευρύτερης δυναμικής του κομματικού ανταγωνισμού κατά την τελευταία δεκαετία,

δυναμική που είναι ιδιαίτερα σύνθετη. Τη σταθερότητα που προσέδιδαν στο

σύστημα οι τρεις πόλοι του τέλους της δεκαετίας του ’80 (ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ.,

Συνασπισμός), πόλοι με ισχυρή παράδοση, πόλοι που επιπλέον συγκέντρωναν

αθροιστικά πάνω από το 95% των ψήφων, διαδέχθηκε η αστάθεια, ο πολυκερματισμός

και η αυξημένη εκλογική κινητικότητα (Νικολακόπουλος, «ΤΑ ΝΕΑ», 16 Σεπτ.

1996). Η κρίση της Αριστεράς μετά το 1989 (και η διάλυση του ενιαίου τότε

Συνασπισμού), η δημιουργία της Πολιτικής Άνοιξης (1993) και, κατόπιν, του

ΔΗΚΚΙ (1995), η αποχώρηση από το πολιτικό προσκήνιο του Α. Παπανδρέου και από

την ηγεσία της Ν.Δ. του Κ. Μητσοτάκη, η μείωση της διχαστικής ενέργειας της

διαίρεσης δεξιάς – αντιδεξιάς, είναι μερικά από τα γεγονότα που συνέβαλαν στην

μερική μεταβολή, όχι όμως και στην κατάλυση, της συνέχουσας υφής του

κομματικού ανταγωνισμού. Στην εκλογική αναμέτρηση του 1996 καταγράφηκε

εμφατικά ο δυνάμει πολυκομματισμός του ελληνικού κομματικού συστήματος. Αυτό

εξηγεί την υψηλή εκλογική ρευστότητα του 1996, το χαμηλό δείκτη συνοχής των

μεγάλων κομμάτων, τις «ασυνήθεις» διαδρομές των εκλογέων, την παρουσία τελικά

στη Βουλή τριών κομμάτων από το χώρο της ευρείας Αριστεράς και την παρ’ ολίγον

είσοδο της Πολιτικής Άνοιξης.

Αντιθέτως, στο σημερινό μετεκλογικό τοπίο, το ερώτημα αν αυτή η φάση

«αναστάτωσης» βαίνει προς το τέλος της είναι απολύτως δικαιολογημένο. Το

κομματικό σύστημα φαίνεται να «ηρεμεί», να καταλαγιάζει και να βρίσκει μία

«νέα» ισορροπία. Σταθεροποιείται εκ νέου και μοιάζει να αφομοιώνει τη «νέα»

δομή που βαθμιαία και επίπονα προέκυψε από τις ανακατατάξεις της δεκαετίας του

’90 και καταγράφηκε για πρώτη φορά σε μεγάλη έκταση στις εκλογές του 1996. Η

«νέα», ωστόσο, αυτή δομή μοιάζει με την «παλαιά». Ο «τετρακομματισμός» χωρίς

το ΔΗΚΚΙ όχι μόνο ενισχύει τη δικομματική λογική του συστήματος αλλά και τη

στερεότητά του, καθώς το κομματικό σύστημα «ξαναβρίσκει» εν μέρει την παλαιά

και δοκιμασμένη τριπολική δομή (με διχασμένο και αποδυναμωμένο τον τρίτο πόλο

της ιστορικής Αριστεράς). Η επιβεβαίωση, και ενίσχυση σε σχέση με το 1996, του

«δικομματισμού» φαίνεται να αποτελεί το κρίσιμο θεμέλιο ­ όπως και κατά τη

δεκαετία του ’80 ­ της νέας σταθερότητας.

Σημαίνουν όμως οι επισημάνσεις αυτές την επιστροφή στο παρελθόν; Την επάνοδο

στα πρότερα, στα γνωστά και «παλαιά εργοτάξια»; Αναμφίβολα όχι, ή όχι ακριβώς.

Ο σημερινός δικομματισμός ­ τεχνικά από τους πλέον κλασικούς ­ είναι,

κοινωνιολογικά, ένας «νέος» δικομματισμός. Το δυναμικό σύγκρουσης και

ιδεολογικής πόλωσης που εγκλείει είναι ασθενικό (αντιθέτως το δυναμικό

«ψυχολογικής» πόλωσης είναι ισχυρό), οι μεγάλοι κινητοποιητικοί μύθοι απόντες,

τα συλλογικά «εμείς» ­ στη βάση των οποίων σχηματίζεται η απεικόνιση του

αντιπάλου ­ αδύναμα. Αυτός ο δικομματισμός συνυφαίνεται όλο και λιγότερο με

αντιθέσεις οικονομικών συμφερόντων και κοινωνικές/ταξικές εκλογικές

αποκρυσταλλώσεις, κάτι που εναργώς καταγράφηκε στο κοινωνιολογικό προφίλ του

εκλογικού σώματος των δύο μεγάλων κομμάτων. Είναι συνεπώς ένας δικομματισμός

«χαμηλής αντιθετικότητας», κάπως επιφανειακός, με κάποια έννοια

«μετα-μοντέρνος». Δεν είναι όμως ένας δικομματισμός χωρίς «ιστορικότητα» και

κοινωνικό περιεχόμενο, ένας δικομματισμός «διακυβέρνησης», όπως εσφαλμένα

αναφέρθηκε, έστω και αν η διαχειριστική-κυβερνητική αξιοπιστία υπήρξε ένα από

τα κεντρικά διακυβεύματα των εκλογών της 9ης Απριλίου. Σε καμία ευρωπαϊκή

χώρα, ούτε στην Ελλάδα, ούτε καν στις ΗΠΑ, το δικομματικό φαινόμενο δεν

συντηρείται απλά και μόνον από την αντιπαράθεση δύο ­ αποκομμένων από την

κοινωνία ­ ομάδων διαχείρισης.

Η σημερινή ισορροπία των κομματικών δυνάμεων, όπως δείχνει η κινητικότητα της

ατομικής ψήφου, είναι εμφανώς πιο ασταθής από την τριπολική ισορροπία της

δεκαετίας του ’80. Το εκλογικό σώμα δεν διαθέτει πια τα ισχυρά αντανακλαστικά

και οι διαχωριστικές γραμμές την παλαιά τους νομιμοποίηση. Υπ’ αυτό το πρίσμα,

δεν αποκλείεται καθόλου να δούμε στην Ελλάδα ­ ή να ξαναδούμε ­ όχι το τέλος

του δικομματισμού, όπως πολλοί προφητεύουν, αλλά ένα άλλο φαινομενικά

«παράξενο» φαινόμενο: έναν ανθεκτικό δικομματισμό με ασταθή κόμματα. Το

ενδεχόμενο αυτό αξίζει ίσως να αποτελέσει το αντικείμενο ενός επόμενου

σημειώματος.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.