Συνεχίστηκε η μεγάλη υποχώρηση των τιμών των μετοχών στο Χρηματιστήριο

Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ) και τον Απρίλιο του 2000. Μετά τον χειρότερο Μάρτιο της

τελευταίας δεκαετίας, ακολούθησε ο δεύτερος χειρότερος Απρίλιος του ίδιου

χρονικού διαστήματος, μετά τον Απρίλιο του 1994. Ενδεικτική του κλίματος που

επικράτησε είναι η υποχώρηση του Γενικού Δείκτη κάτω από το ψυχολογικό φράγμα

των 4.000 μονάδων και η δημιουργία νέου αρνητικού ρεκόρ ημερήσιας μεταβολής

(-9,17%).

Η απριλιάτικη πτώση του Γενικού Δείκτη στο Χρηματιστήριο της Αθήνας έχει σαν

χρονικό όριο την ημερομηνία διεξαγωγής των κοινοβουλευτικών εκλογών της 9ης

Απριλίου 2000, των οποίων το αποτέλεσμα εξελίχθηκε σε θρίλερ, κατά το οποίο οι

νικητές εναλλάσσονταν ανά άτακτα χρονικά διαστήματα. Νικητής τελικά ανεδείχθη

και πάλι το ΠΑΣΟΚ του κ. Σημίτη πραγματοποιώντας οριακή νίκη έναντι της Νέας

Δημοκρατίας, εξασφαλίζοντας όμως τη συνέχεια ως προς τη διακυβέρνηση της

χώρας.

Αναλυτικά, με τη διεξαγωγή των εκλογών ολοκληρώθηκε η «στηριγμένη» πτώση του

Χρηματιστηρίου, η οποία άρχισε με την αναγγελία της διεξαγωγής των εκλογών και

ήταν διάρκειας περίπου δύο μηνών. Σε αυτό το χρονικό διάστημα ο Γενικός

Δείκτης από τις 5.500 μονάδες υποχώρησε στις 4.941,32 μονάδες (Παρασκευή

07/4/2000). Ακολούθησε η «μη στηριγμένη» πτώση, κατά την οποία ο Γενικός

Δείκτης υποχώρησε άλλες 1.000 μονάδες, καθώς διαμορφώθηκε στις 3.951,85

μονάδες (Τρίτη 18/4/2000).

Στη μετεκλογική υποχώρηση των τιμών συνέτεινε και η διεθνής χρηματιστηριακή

συγκυρία, κατά την οποία σημειώθηκε προς στιγμήν κάθετη πτώση των τιμών των

μετοχών διεθνώς για μικρό αριθμό ημερών. Αυτό συνέβη ύστερα από τις δηλώσεις

του Άλαν Γκρίνσπαν, που αφορούσαν την εκτίμηση ότι «η αγορά δεν έχει δοκιμάσει

ακόμη τα περιθώρια αντοχής της». Για τον λόγο αυτό συνέστησε στους τραπεζίτες

να διατηρούν σημαντική ρευστότητα για την αντιμετώπιση ενδεχόμενων αρνητικών

καταστάσεων.

Τα επιτόκια

Στην Ελλάδα, η μείωση των επιτοκίων από την Τράπεζα της Ελλάδος κατά 0,5-0,7

της ποσοστιαίας μονάδας, καθώς και η ανακοίνωση πακέτου μέτρων από τον πρόεδρο

της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κ. Θωμαδάκη δεν απέφερε ­ άμεσα τουλάχιστον ­

κάποια ουσιαστικά θετικά αποτελέσματα στις τιμές των μετοχών.

Ανάλογη με την πτωτική πορεία των τιμών ήταν και η διαμόρφωση των συναλλαγών,

οι οποίες υποχώρησαν στα 2,7 τρισ. δρχ. και ήταν οι χαμηλότερες από τον

προηγούμενο Απρίλιο, οπότε ο Γενικός Δείκτης βρέθηκε στις 3.400 μονάδες.

Τα κυριότερα οικονομικά και μη στοιχεία, τα οποία δημοσιοποιήθηκαν κατά τη

διάρκεια του μηνός, ήταν:

* Μικρότερο το εμπορικό έλλειμμα της Ελλάδας το 1999, καθώς διαμορφώθηκε στα

14,7 δισ. ευρώ, έναντι 17 δισ. ευρώ το 1998.

* Ιανουάριος-Μάρτιος 2000: 1,92% η υποτίμηση της δραχμής ως προς το σύνολο των

ξένων νομισμάτων. Αναλυτικά, 1,63% ως προς τα ευρωπαϊκά και 2,1% στα υπόλοιπα.

* Στα 225 δισ. δρχ. ανήλθε το πλεόνασμα των εσόδων το α’ τρίμηνο του 2000.

* Η Ελλάδα όχι μόνο επιβεβαιώνει την επίτευξη του κριτηρίου του πληθωρισμού,

αλλά βελτιώνει και την επίδοσή της. Τον Μάρτιο ο ετήσιος πληθωρισμός στη χώρα

μας «έτρεχε» με 2%, ενώ το κριτήριο ένταξης στην ΟΝΕ διαμορφώθηκε στο 2,37%.

* Η ραγδαία αύξηση των τιμών του πετρελαίου περιορίζει το εμπορικό πλεόνασμα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η ανεργία

* Σταθερή η ανεργία στην ευρωζώνη, στο 9,5% τον Φεβρουάριο (15 εκατ.

άνθρωποι), έναντι του Ιανουαρίου, αλλά χαμηλότερη από πέρυσι όταν είχε φθάσει

το 10,3%.

* Αυξήθηκε κατά 2,2% το ωριαίο κόστος εργασίας τον Φεβρουάριο στη ζώνη ευρώ.

* * Αγεφύρωτες οι εμπορικές διαφορές Ευρωπαϊκής Ένωσης-Κίνας. Μετά τις

εμπορικές συμφωνίες που υπέγραψε το Πεκίνο με ΗΠΑ, Ιαπωνία και Καναδά, η

επίτευξη συμφωνίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί το μείζον πρόσκομμα για την

ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου.

* Ταχύτερος ο ρυθμός ανάπτυξης στην Ευρωζώνη. Στο 4% σύμφωνα με το νέο δείκτη

των F.Τ.

* Οι απολύσεις στις κατασκευαστικές εταιρείες της Ανατολικής Γερμανίας

ανέβασαν την ανεργία στη Γερμανία στο 8,2%.

* Η Τράπεζα της Αγγλίας διατήρησε στο 6% για δεύτερο κατά σειρά μήνα το βασικό

overnight επιτόκιο.

* Ιταλική οικονομία: η αύξηση του ΑΕΠ ενδέχεται να αγγίξει εφέτος ακόμη και το

3%.

* Ισπανία: επιβράδυνση πληθωρισμού. Στο 2,9% διαμορφώθηκε σε ετήσια βάση τον

Μάρτιο, έναντι 3% τον Φεβρουάριο.

* Γαλλική ασπίδα κατά του οικονομικού πολέμου. Σε κάθε υπουργείο υπάρχει

στέλεχος για την αντιμετώπιση της βιομηχανικής και επιχειρηματικής

κατασκοπείας.

* Κατά 9% υποχώρησε η τιμή του πετρελαίου Brent σε μία εβδομάδα. Το Ιράν

αύξησε την παραγωγή του από την 1η Απριλίου, προκειμένου να διατηρήσει το

μερίδιό του στην αγορά, παρά την αντίθεση στη συμφωνία του ΟΠΕΚ.

* Διαρκής υποχώρηση του ευρώ έναντι του δολαρίου καθώς από την 1η Ιανουαρίου

1999 έχει χάσει το 21% της αξίας του.

* Αμετάβλητα έμειναν τα ιαπωνικά επιτόκια. Μειώθηκαν κατά 2,5% τον Φεβρουάριο

οι παραγγελίες μηχανολογικού εξοπλισμού στον ιδιωτικό τομέα.

* Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναβάθμισε τις εκτιμήσεις του για οικονομική

ανάπτυξη από 3,5% σε 4,2% για το 2000.

* Group 7: απροθυμία για παρέμβαση στις συναλλαγματικές εξελίξεις. Άλμα του

γιεν έναντι του δολαρίου και του ευρώ. Δήλωση Μιγιαζάβα ότι η Ιαπωνία θα

παρέμβει για τη μείωση του γιεν όποτε κριθεί αναγκαίο, χωρίς να χρειάζεται να

διαβουλευθεί με κανέναν επ’ αυτού.

* Ρωσία – Πούτιν: θεαματική άνοδος του ΑΕΠ και πτώση του πληθωρισμού.

Ανακάμπτει σταθερά η ρωσική οικονομία. Κλίντον – Μπλερ αναζητούν τρόπους

στήριξης των μεταρρυθμίσεων.

Η πορεία του Δείκτη

Η μεγαλύτερη τιμή του Γενικού Δείκτη σημειώθηκε τη Δευτέρα 10/4/2000 στις

5.022,82 μονάδες, ενώ η μεγαλύτερη τιμή κλεισίματος σημειώθηκε στην ίδια

συνεδρίαση στις 4.941,32 μονάδες.

Αντίστοιχα η μικρότερη τιμή σημειώθηκε κατά τη συνεδρίαση της Τρίτης 18/4/2000

στις 3.894,75 μονάδες, ενώ η αντίστοιχη τιμή κλεισίματος ήταν αυτή της ίδιας

συνεδρίασης στις 3.951,85 μονάδες. Η μεγαλύτερη ενδοσυνεδριακή διακύμανση

σημειώθηκε την Τρίτη 18/4/2000 και ανήλθε στις 370,23 μονάδες, ενώ η

αντίστοιχη μικρότερη ήταν της Δευτέρας 3/4/2000 με 44,89 μονάδες. Η μέση

ημερήσια ποσοστιαία μεταβολή ήταν για τις 8 ανοδικές συνεδριάσεις +2,06%, ενώ

για τις 11 πτωτικές 2,5%. Η συνολική αξία των συναλλαγών υποχώρησε στα 2,68

τρισ. δρχ. από τα 4,1 τρισ. δρχ. του προηγούμενου μήνα (-35%).