Έπειτα από 22 χρόνια στη φυλακή και τέσσερις αποτυχημένες αιτήσεις για υφ’

όρον απόλυση, ο βαρυποινίτης Βαγγέλης Ρωχάμης, ο πιο «δημοφιλής» ίσως

κρατούμενος των ελληνικών φυλακών, είδε χθες να πραγματοποιείται το όνειρό του

για ελεύθερη ζωή…

Ωστόσο, η ελευθερία του κρέμεται από μια κλωστή, αφού οι περιοριστικοί όροι

είναι ιδιαίτερα αυστηροί και μπορούν να ανακληθούν ανά πάσα στιγμή εφόσον δεν

τους τηρήσει, με αποτέλεσμα να γυρίσει και πάλι στη φυλακή.

Σύμφωνα με το βούλευμα (αριθμός βουλεύματος 589/2000) του Συμβουλίου

Πλημμελειοδικών Πειραιά, ο Βαγγέλης Ρωχάμης είναι υποχρεωμένος: να μένει στο

Λευκαντί Ευβοίας, να μη συχνάζει σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης και να μην

ταξιδέψει στο εξωτερικό.

Επίσης, το πρώτο εξάμηνο θα πρέπει να εμφανίζεται τρεις φορές το μήνα στο

αστυνομικό τμήμα της περιοχής του, στη συνέχεια για ένα χρόνο να εμφανίζεται

δυο φορές το μήνα, ενώ τον υπόλοιπο χρόνο να δηλώνει την παρουσία το πρώτο

δεκαπενθήμερο κάθε μήνα.

Ο ίδιος δεν δείχνει να ανησυχεί και υποστηρίζει ότι «οι όροι δεν τον

ενοχλούν και θα κοιτάξει να κερδίσει το χαμένο χρόνο με την οικογένειά

του…».

Ο Βαγγέλης Ρωχάμης βγήκε λίγο μετά τις πέντε το απόγευμα από την κεντρική

πύλη των Δικαστικών Φυλακών Κορυδαλλού. Έδειχνε ψύχραιμος και αφού έκανε

δηλώσεις για τα μελλοντικά του σχέδια μπήκε στο αυτοκίνητο της δικηγόρου του.

Τον έχουν χαρακτηρίσει «μετρ» των αποδράσεων. Ο χαρακτηρισμός

δικαιολογείται απόλυτα, αφού κατά τη διάρκεια της φυλακίσεώς του, όπως

χαρακτηριστικά αναφέρεται στο σκεπτικό της τελευταίας απορριπτικής απόφασης

του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά, απέδρασε τέσσερις φορές και παρέμεινε

εκτός φυλακής συνολικά δύο χρόνια, οκτώ μήνες και 15 μέρες!

Η πρώτη φορά που μπήκε στη φυλακή ήταν το 1971 για κλοπή αυτοκινήτων. Τα

χρόνια που ακολούθησαν άκουσε πολλές φορές τη λέξη «ένοχος» και κάθε φορά

επέστρεφε στο κελί του φορτωμένος με δεκαετίες ποινών φυλάκισης!

Πρόκειται ίσως για τον πιο «δημοφιλή» κακοποιό. Δεν έχει κατηγορηθεί ποτέ

για φόνο.

Οι τέσσερις αποδράσεις και η μία απόπειρα απόδρασης καθώς και οι

κακουργηματικές πράξεις που διέπραξε όλο το διάστημα που ήταν εκτός φυλακών

είχαν λειτουργήσει ανασταλτικά στην ελευθέρωσή του. Για το λόγο αυτό, όπως

χαρακτηριστικά αναφερόταν στο σκεπτικό της τελευταίας απορριπτικής έκθεσης,

«αν αφεθεί ελεύθερος, υπάρχει κίνδυνος να τελέσει και πάλι αξιόποινες

πράξεις…».

Την τελευταία φορά που ο Βαγγέλης Ρωχάμης είχε παρουσιαστεί αυτοπροσώπως

στο Τριμελές Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά, είχε απευθύνει έκκληση προς

τους δικαστές να τον κρίνουν ως κρατούμενο και όχι σαν τον Ρωχάμη γύρω από το

όνομα του οποίου είχε πλασθεί ένας… μύθος.

Γελάει… «Άκου πώς νιώθω… Πλάκα μου κάνεις; Εσύ πώς θα ένιωθες στη θέση

μου… Γνώρισα τη φυλακή όταν ήμουνα 19 χρόνων και σήμερα που βγαίνω είμαι

50… Ρώτα με, λοιπόν, να σου πω ό,τι θέλεις…».

Ο Βαγγέλης Ρωχάμης, ο «άνθρωπος με τα χίλια πρόσωπα» και αναμφίβολα ο πλέον

επώνυμος των ελληνικών φυλακών, μόλις που έχει «δραπετεύσει» από τις φυλακές

Κορυδαλλού κι έχω φτάσει με τη φύλακα-άγγελο και δικηγόρο του Φωτεινή Βερνέζη

στο γραφείο της, στην οδό Σολωμού. Βγάζει μερικά πράγματα από το σακίδιό του

και ανάβει τσιγάρο…

ΕΡ.: Συνεχίζεις να καπνίζεις; Αφού έχεις…

ΑΠ.: Ναι, πες το, μη διστάζεις. Έχω καρκίνο στις φωνητικές χορδές. Πρώτα η

δεξιά, τώρα και η αριστερή, αλλά οι γιατροί μου λένε πως δεν είναι

μεταστατικός… Έχω χαρτί εισαγωγής να μπω στο «Μεταξά» μετά το Πάσχα…

Στο γραφείο επικρατεί ένας μικρός πανικός. Τα τηλέφωνα χτυπούν όλα ταυτόχρονα,

μαζί και το κουδούνι της πόρτας, αλλά και της εξώπορτας. Η είδηση της

αποφυλάκισης του Β. Ρωχάμη έχει σημάνει συναγερμό στα κανάλια και η δικηγόρος

τού «Φαντομά» προσπαθεί να μη δυσαρεστήσει κανέναν. Γι’ αυτήν θέλει πρώτα απ’

όλα να μιλήσει ο Βαγγέλης Ρωχάμης:

«Στη Φωτεινή χρωστάω τα πάντα, θέλω να το γράψεις αυτό. Έντεκα χρόνια παλεύει

στο πλευρό μου. Πίστευε στη Δικαιοσύνη ότι κάποτε θα με δικαίωνε… Κι όταν

εγώ, κάθε που μου επέρριπταν τις αιτήσεις, απογοητευόμουνα κι «έπεφτα», αυτή

μου αναπτέρωνε το ηθικό».

ΕΡ.: Από πού θέλεις ν’ αρχίσεις Βαγγέλη;

ΑΠ.: Από πουθενά… Δεν κρατάω κακία σε κανέναν, δεν ζητάω τίποτα, είμαι

ελεύθερος… Απόψε κιόλας, σε λίγο, θα φύγω για το χωριό μου το Λευκαντί,

γιατί πρέπει να δώσω και «παρών» στο Αστυνομικό Τμήμα. Βιάζομαι να βρεθώ με

τους δικούς μου, με τα παιδιά μου, τ’ αδέλφια μου, με τους φίλους και τους

συγχωριανούς μου. Να βρεθώ άγιες μέρες που είναι με όλα αυτά τα αγαπημένα

πρόσωπα, που μου έλειψαν όλα αυτά τα χρόνια…

ΕΡ.: Κι ύστερα;

Ξανανάβει τσιγάρο και χαμογελάει…

ΑΠ.: Μη με πιέζεις, έχουμε καιρό. Πρώτα όμως θέλω λίγο διάστημα να ξεκουραστώ,

να βάλω σε μια σειρά τις σκέψεις μου, να συνηθίσω. Ύστερα θα δούμε. Έχω

προτάσεις πολλές για δουλειές. Θα δούμε…

ΕΡ.: Τελευταία φορά που είχαμε μιλήσει από τη φυλακή μου είχες πει για το

βιβλίο που έγραφες…

ΑΠ.: Έχω γράψει τρία βιβλία, αλλά δεν βιάζομαι να τα εκδώσω…

«Στη Φωτεινή (τη δικηγόρο του, κ. Βερνέζη) χρωστάω τα πάντα, θέλω να το

γράψεις αυτό. Έντεκα χρόνια παλεύει στο πλευρό μου. Πίστευε στη Δικαιοσύνη

πάντα ότι κάποτε θα με δικαίωνε… Κι όταν εγώ, κάθε που μου απέρριπταν τις

αιτήσεις, απογοητευόμουνα κι «έπεφτα», αυτή μου αναπτέρωνε το ηθικό»

ΕΡ.: Πώς ένιωσες τη στιγμή που άφησες πίσω σου τη φυλακή;

ΑΠ.: Χαρούμενος, αλλά και… περίεργα. Δεν μπορώ να το προσδιορίσω. Μην ξεχνάς

πως ο κόσμος της φυλακής είναι ένας άλλος κόσμος. Για περισσότερες από δύο

ώρες χαιρετούσα τους συγκρατούμενούς μου. Κι όταν βγήκα έξω από τη φυλακή

χαιρέτησα τους φύλακες αστυνομικούς και τους ΕΚΑΜίτες και τους ευχήθηκα «Καλό

Πάσχα».

ΕΡ.: Αλήθεια Βαγγέλη, στους πρώην διώκτες σου, στους

αστυνομικούς, δεν κρατάς κακία ­ κάποιοι απ’ αυτούς σ’ έχουν

πυροβολήσει…

Δεν βιάζεται ν’ απαντήσει, άλλωστε γνωρίζει την τακτική μου αφού δεν είναι η

πρώτη φορά όλα αυτά τα χρόνια της γνωριμίας μας που του κάνω αυτή την

ερώτηση…

ΑΠ.: Άκου να σου πω, όλα αυτά τα χρόνια πολλά προσπάθησαν να μου

δημιουργήσουν. Σε πολλά τα κατάφεραν. Το μόνο που δεν κατάφεραν ήταν να μου

δημιουργήσουν το μίσος γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Εντολές εκτελούσαν, τι

ήθελες να κάνουν. Αυτοί έκαναν τη δουλειά τους κι εγώ τη δική μου. Δεν ήταν

κάτι προσωπικό…

ΕΡ.: Γυρίζεις απόψε στο χωριό σου, στο σπίτι σου, κι όλα

έχουν αλλάξει φαντάζομαι αφότου έφυγες…

… Πάει να βουρκώσει, αλλά συγκρατείται…

ΑΠ.: Ναι… Οι χωριανοί θα με περιμένουν. Και οι φίλοι… Οι γονείς μου

πέθαναν. Ο πατέρας μου πέθανε το 1994, δύο μήνες μετά τη δεύτερη άδεια που

είχα πάρει και την παραβίασα… Η μάνα μου πέθανε το 1987 όταν κάψαμε τις

φυλακές της Κέρκυρας. Για το κάψιμο της φυλακής μάς απάλλαξε η Δικαιοσύνη

διότι δεν είχαμε ταπεινά ελατήρια. Το τηλεγράφημα για τον θάνατο της μητέρας

μου μού το έδωσαν με καθυστέρηση τριών ημερών. Ήμουνα στην απομόνωση και ο

φύλακας που μου το έφερε (λέει το όνομά του) μου πέταξε κι ένα κομμάτι σχοινί.

«Τώρα δεν σου μένει τίποτα άλλο από το να πεθάνεις…» μου είπε κι έκλεισε την

πόρτα. Έχω πολλά να θυμηθώ, όμως αυτές τις στιγμές θέλω να θυμάμαι μόνον

αυτούς που μου στάθηκαν όλα αυτά τα χρόνια, που με βοήθησαν με κάθε τρόπο και

να τους πω ένα μεγάλο ευχαριστώ, μέσα από την καρδιά μου. Δεν έχω τίποτα άλλο

να πω…

… Κάνει να σηκωθεί και να με αποχαιρετήσει, αλλά κοντοστέκεται.

«Θέλω να γράψεις κάτι ακόμη, θα μου κάνεις τη χάρη; Ελπίζω τώρα με την

αποφυλάκισή μου να βγει από τη φυλακή και ο Νίκος Κοεμτζής. Θα έπρεπε ήδη να

έχει βγει, αρκετά έχει πληρώσει. Πρέπει να βγει, γράψ’ το…».

Η δικηγόρος κ. Φ. Βερνέζη έχει κάθε λόγο να είναι χαρούμενη.

«Αυτή τη στιγμή νιώθω πως αγώνας 11 ετών δικαιώνεται με την αποφυλάκιση του

Βαγγέλη Ρωχάμη. Χωρίς να διαφέρει η περίπτωσή του από τους άλλους κρατούμενους

πελάτες, η «επωνυμία» του κάνει ξεχωριστή αυτή την αποφυλάκιση. Εγώ

αντικειμενικά πίστευα ότι θα αποφυλακιζόταν και ότι σε καμιά περίπτωση η

Δικαιοσύνη θα τον ξεχώριζε από τους υπόλοιπους κρατούμενους…».