Ήταν βέβαιο πως στη ζωή του δεν είχε πολλές ευκαιρίες να κάνει κάτι. Όταν

πριν από χρόνια τού έτυχε η μοναδική, έβαλε όλα τα δυνατά του κι έπαιξε τον

«ρόλο» του σωστά. Έτσι, τουλάχιστον πίστευε ο ίδιος, τότε, πως η ζωή του

ύστερα από αυτό θ’ άλλαζε, όμως διαψεύσθηκε. Το ομολογούσε, άλλωστε. Να,

γιατί, τώρα, απέναντί του, ένιωθα πως δεν μπορούσα ν’ αντιδράσω μετά τα

τελευταία του λόγια…

­ Κάνεις λάθος… Διαχρονική είναι μόνον η ανθρώπινη τραγωδία. Δες τη δική

μου… Από εκείνη του Σοφοκλή, τον Οιδίποδα, που ερμήνευσα τότε δεν μου έμεινε

τίποτα…

Έχουν περάσει 22 χρόνια από το 1978, από εκείνη την ημέρα που ο 65χρονος

σήμερα Κώστας Αντύπας, ο αγρότης από την Κεφαλονιά και τρόφιμος του

Δρομοκαΐτειου μαζί με άλλους ασθενείς είχαν ανεβάσει μέσα στο ψυχιατρείο, σ’

ένα πρωτοποριακό για την εποχή πείραμα, την τραγωδία του Σοφοκλή «Οιδίπους

τύραννος». Στον ρόλο του Οιδίποδα ο κυρ-Κώστας. Διστακτικός στην αρχή όταν του

πρότειναν τον ρόλο, κατάφερε να συγκλονίσει με την ερμηνεία του όταν δόθηκε η

παράσταση, σε σκηνοθεσία Κ. Αβδάλα.

Τον Οιδίποδα του Δρομοκαΐτειου μού τον θύμισε πρόσφατα η πολύ ενδιαφέρουσα

έκδοση του καλού συναδέλφου και φίλου Τάκη Ψαράκη. «Τα μαλλιά μου ασπρίζουν.

Γιατί άργησες;», με «11 κείμενα για τους ανθρώπους με τον κλονισμένο νου».

Αναζήτησα τον μπαρμπα-Κώστα Αντύπα και δεν άργησα να τον εντοπίσω. Τρόφιμος

και σήμερα του Δρομοκαΐτειου, είναι ένας από τους 80 ασθενείς του ψυχιατρείου

που μετέχουν στο νέο πρόγραμμα και διαμένει μαζί με άλλους σ’ ένα από τα

λεγόμενα «προστατευόμενα διαμερίσματα» στην οδό Κωλέττη 17, στα Εξάρχεια.

Στόχος του προγράμματος, που δείχνει να έχει πετύχει, είναι οι ασθενείς να

αυτοεξυπηρετούνται και όχι μόνον…

Κώστας Αντύπας: Το κοινό μου με τον Οιδίποδα είναι ότι είμαστε και οι δυο

δέσμιοι της μοίρας μας

Στο μικρό διαμέρισμα της οδού Κωλέττη ο κυρ-Κώστας έχει τρεις συγκάτοικους.

Τον συμπατριώτη του, από την Κεφαλονιά, τον Αγησίλαο και δύο γυναίκες,

τροφίμους, την Κατερίνα και την Κούλα. Η τελευταία απουσιάζει για εξετάσεις

στο ίδρυμα.

Καθόμαστε γύρω από το μοναδικό τραπέζι, η Κατερίνα φτιάχνει καφέ και ο

καθένας, με πρώτο τον μπαρμπα-Κώστα τον «Οιδίποδα», αρχίζει να ξετυλίγει το

κουβάρι της ζωής του, τη δική του τραγωδία. Τρεις πρωταγωνιστές στην ίδια

τραγωδία. Την ανθρώπινη. Ο Σοφοκλής μπορεί να περιμένει…

­ Κατάλαβες, τώρα, γιατί δεν μου έμεινε τίποτα από εκείνο τον ρόλο;…

… επιμένει ο κυρ-Κώστας και καρφώνει πεισματικά το βλέμμα του πάνω μου σαν

να μου λέει, «Επιτέλους κατάλαβε…». Κι από πού να αρχίσω…

ΕΡ.: Τι συνέβη και βρέθηκες στο Δρομοκαΐτειο;

Σωπαίνει. Ανάβει τσιγάρο με τρεμάμενα χέρια και κοιτάζει το ταβάνι, σαν να

κάνει προσπάθεια να πιάσει την άκρη του κουβαριού της ζωής του…

ΑΠ.: Συγκεκριμένα δεν θυμάμαι… Ζούσαμε στην Πύλαρο της Κεφαλονιάς. Ήμασταν

τρία αδέλφια και μία αδελφή. Εγώ ήμουν αγρότης, δούλευα κι εργάτης… Δεν

συνέβη τίποτα σπουδαίο… Ήταν το 1971, για εξετάσεις έπρεπε να πάω και μ’

έστειλαν στο Δρομοκαΐτειο. Ήμουν τότε 35 χρόνων και δεν είχα παντρευτεί. Δεν

είχα τα μέσα να παντρευτώ, ύστερα ήμουν και άρρωστος. Τι τα θέλεις τώρα;

Τίποτα δεν κατάφερα στη ζωή μου…

ΕΡ.: Έγινες όμως ηθοποιός…

ΑΠ.: Ε, όχι και ηθοποιός! Έτυχε να παίξουμε ένα ρόλο…

ΕΡ.: Είχες φλέβα ηθοποιού;

ΑΠ.: Α, μπα… Έτσι με διάλεξαν, με πήρε το σχέδιο…

ΕΡ.: Τελικά όμως τα κατάφερες…

ΑΠ.: Ε, ναι, έπαιξα καλά τον Οιδίποδα. Κι ύστερα;

ΕΡ.: Τι σου έχει μείνει από αυτό τον ρόλο;

ΑΠ.: Τίποτα. Να σου πω. Δεν τον πήρα και τόσο σοβαρά, έπαιξα απλά δίχως πάθος.

Γι’ αυτό σου λέω δεν μου άφησε τίποτα, αν και η παράσταση είχε επιτυχία κι εγώ

πήρα καλή κριτική. Όχι μόνον εγώ, όλοι, και η Μαίρη Τ., η κοπέλα που έπαιξε

την Ιοκάστη. Ήμασταν γύρω στα 13 άτομα μαζί με αυτούς του Χορού.

… Σωπαίνει για λίγο και συνεχίζει…

Μου λες για τον Οιδίποδα του Σοφοκλή και τι μου άφησε… Γιατί, μήπως η δική

μου ζωή δεν είναι μια τραγωδία; Τραγωδία είναι… Μήπως χάρηκα τις χαρές της

ζωής; Όπως τον Οιδίποτα, έτσι κι εμένα η μοίρα μ’ έβαλε στο μάτι. Είμαστε

πολλοί κι εδώ κι έξω που δεν είμαστε ευχαριστημένοι από τη ζωή. Πίστεψέ με,

υπάρχουν πολλοί Οιδίποδες… Ίσως φταίει η εποχή, ίσως πάλι η ίδια η ζωή. Όλοι

οι άνθρωποι έχουν βάσανα, όλοι κουβαλάνε τον δικό τους Οιδίποδα. Ίσως, αν

ζούσε σήμερα ο Σοφοκλής να ξανάγραφε την ίδια τραγωδία. Ποιος ξέρει…

Ο κυρ-Κώστας, η Κατερίνα και ο Αγησίλαος, ξετυλίγουν το κουβάρι της ζωής τους

στο «προστατευόμενο» διαμέρισμα του Δρομοκαΐτειου

ΕΡ.: Μέχρι πού πήγες σχολείο;

ΑΠ.: Μέχρι την ΣΤ’ Δημοτικού. Γι’ αυτό και είδα τον Οιδίποδα σαν ευκαιρία και

δέχθηκα τον ρόλο, αν και δεν μου άφησε σχεδόν τίποτα. Τότε που έπαιξα τον ρόλο

ένιωσα ωραία, αλλά ήταν προσωρινή η αίσθηση. Μετά μου πέρασε, γιατί εγώ

παρέμεινα στο Δρομοκαΐτειο. Αργότερα γύρισα για λίγο στο χωριό μου και ούτε

ξέρω πώς ξαναγύρισα εδώ, χωρίς να το θέλω ο ίδιος…

ΕΡ.: Αν σου πρότειναν τώρα, θα ξανάπαιζες τον Οιδίποδα;

ΑΠ.: Όχι, με τίποτα. Δεν θα μπορούσα να ξαναπαίξω. Χωρίς να ξέρω γιατί… Δεν

μου κάνει πλέον εντύπωση τίποτα.

ΕΡ.: Δεν θα ήθελες κάτι να κάνεις;

ΑΠ.: Θα ήθελα να γυρίσω στο χωριό. Αλλά πάλι το σκέπτομαι. Δεν μπορώ να

γυρίσω, πώς θα ζήσω. Θέλω να ξεφύγω από τη μοίρα μου, ν’ απελευθερωθώ, αλλά

νιώθω πως δεν μπορώ. Ίσως είναι το μόνο κοινό που έχουμε με τον Οιδίποδα.

Είμαστε και οι δυο δέσμιοι της μοίρας μας. Μιας μοίρας που μας κυνηγάει σε όλη

μας τη ζωή.

ΕΡ.: Τ’ αδέλφια σου θέλουν να γυρίσεις στο χωριό;

ΑΠ.: Και θέλουν και δεν θέλουν. Ξέρουν κι αυτοί πως δεν μπορώ να ζήσω εκεί,

αφού δεν μπορώ να εργασθώ…

Η Κατερίνα επιμένει να μου πει το δικό της πρόβλημα.

Η Κατερίνα

Πρωταγωνιστές στην ίδια τραγωδία… Πράξη δεύτερη. Για την Κατερίνα, από το

χωριό Κακοδίκι Χανίων, ό,τι ζητάει από τη ζωή είναι μια σύνταξη του ΟΓΑ, για

να μπορέσει να ζήσει, όταν με το καλό πάρει εξιτήριο από το ψυχιατρείο.

«Εγώ στο χωριό δεν πάω πίσω. Τι να πάω να κάνω; Έχω, βέβαια, τη μάνα μου κι

έναν αδελφό, αλλά δεν μπορώ να δουλέψω, να σκάβω και να κόβω ξύλα…».

Ούτε η ίδια δεν θυμάται καλά καλά πώς βρέθηκε πριν από 15 χρόνια στο

Δομοκραΐτειο. Είχε φύγει 25 χρόνων κοπέλα από το χωριό της να έρθει να

δουλέψει στο σπίτι ενός καπετάνιου στην Αθήνα. Κι ύστερα…

Ο Κώστας Αντύπας, ως Οιδίποδας, 22 χρόνια πριν. Η τραγωδία συνεχίζεται ακόμη

«Με φέρανε για μπέιμπι σίτερ και παρέμεινα. Το 1978 γνώρισα έναν χήρο μ’ ένα

παιδί και παντρεύτηκα στο Χαϊδάρι, αλλά χωρίσαμε, δεν ταιριάζαμε. Συνέχισα να

δουλεύω κοντά σε γριούλες, ως οικιακή βοηθός, δούλεψα και στο εργοστάσιο

«Έλσα». Πήγα και στο Λονδίνο σε μία θεία μου… Ύστερα όλα άλλαξαν».

ΕΡ.: Πώς βρέθηκες στο ψυχιατρείο;

ΑΠ.: Το πρόβλημα το απέκτησα στην Αθήνα. Με χτύπησε ένας θείος μου. Μου έδωσε

με δύναμη δύο χαστούκια και το κεφάλι μου χτύπησε στον τοίχο, επειδή είχε

έρθει ένας φίλος μου από την Κρήτη να με δει…

ΕΡ.: Η ζωή με τους άνδρες εδώ πώς είναι;

ΑΠ.: Δεν έχω ούτε εγώ ούτε η Κούλα κανένα πρόβλημα. Εδώ ζούμε αγαπημένοι σαν

μια οικογένεια…

Διστάζω για την επόμενη ερώτηση…

ΕΡ.: Το ερωτικό στοιχείο δεν υπάρχει;

ΑΠ.: Όχι, γιατί πίνουμε χάπια και κοιμόμαστε. Με τις χούφτες τα πίνουμε. Αυτό

το «Λαργκακτίλ» τα κάνει όλα. Το πίνουμε και ξεραινόμαστε…

Ο Αγησίλαος

Πρωταγωνιστής στην «τρίτη πράξη» ο κυρ-Αγησίλαος καπνίζει και παρακολουθεί

αμίλητος. Ναυτικός το επάγγελμα, ήταν μόλις 22 χρόνων όταν μπήκε στο

ψυχιατρείο και σήμερα είναι 55. Ό,τι έχει να θυμάται, είναι από κείνα τα

χρόνια της νιότης του, όταν ως τρίτος μηχανικός ταξίδευε με το καράβι από την

Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στον Αρχάγγελο της Ρωσίας.

«Νοβαροσίσκι το λένε αλλιώς. Τότε ήταν που γνώρισα και αγάπησα μια κοπέλα τη

Σόνια. Μου έφαγε πολλά χρήματα. Την αγαπούσα σαν τρελός. Της έδινα τα χρήματα

για να τα φυλάει, ώστε κάποτε να φύγουμε από τη Ρωσία και να ‘ρθουμε στην

Ελλάδα να φτιάξουμε ένα σπιτάκι, να νοικοκυρευτούμε. Εγώ ταξίδευα συνέχεια,

πηγαινοερχόμουν Αρχάγγελο – Αλεξάνδρεια και την έβλεπα. Κάποτε την άφησα έγκυο

και έκανε δυο κοριτσάκια δίδυμα. Όμως, τελικά, χωρίσαμε γιατί δεν μου φέρθηκε

καλά. Εγώ ήμουν τότε 19 και κείνη 21. Ήταν το 1966 και τα παιδιά μου δεν τα

ξανάδα. Σήμερα ζουν στη Γερμανία και δεν επικοινωνούν μαζί μου. Μου κόστισε

που έχασα τα κοριτσάκια μου. Δύο χρόνια αργότερα το 1968 μπήκα στο

Δρομοκαΐτειο. Καταλαβαίνεις… Την αγαπούσα τη Σόνια και την αγαπώ ακόμη, μου

στοίχισε… Στεναχωριόμουν και για τον πατέρα μου που ήταν άρρωστος στο Δαφνί

και η μάνα μου δεν με άφηνε να πηγαίνω να τον βλέπω. Ε, όλα αυτά…

Πολύ θέλει ο άνθρωπος… Στεναχωριόμουν και για την αδελφή μου που χώρισε από

τον πρώτο της σύζυγο. Πάνω απ’ όλα όμως με πείραζε για τις κόρες μου, τα

κοριτσάκια μου. Τις έβλεπα μόνον από τις φωτογραφίες. Δεν το άντεχα, μέχρι που

έβαλα φωτιά και τις έκαψα. Τις έκαψα όλες τις φωτογραφίες μαζί και της Σόνιας

και τα γράμματά της. Τι νόημα είχε πια…».

Αυτό ακριβώς σκεπτόμουν και εγώ όταν έφευγα από το διαμέρισμα των

«πρωταγωνιστών». Τι νόημα είχε να ψάχνω για τον «Οιδίποδα». Ο «Οιδίπους» είναι

πάντα εδώ…