Με το σημερινό βιογραφικό κείμενο του δεύτερου Νομπελίστα μας Οδυσσέα Ελύτη

ολοκληρώνεται η αφιερωματική σειρά «Πρόσωπα του 20ού αιώνα», που για

περισσότερες από 100 ημέρες προσέφερε στους αναγνώστες της εφημερίδας ένα

υπεύθυνο ανάγνωσμα. Ένα ιστορικό ανάγνωσμα, πλούσιο σε πληροφορίες, ανοιχτό

και ανεκτικό σε ιδέες και κρίσεις, αλλά και δεσμευτικά υποταγμένο, όχι τόσο

στους κανόνες μιας φαντασιώδους αντικειμενικότητας όσο στις επιταγές μιας

έντιμης, τεκμηριωμένης και κριτικής διαπραγμάτευσης.

Στη μεγάλη ιστορία του 20ού αιώνα, που αρχίζει να παίρνει μια θεσμική

υπόσταση, η σειρά αυτή φιλοδοξεί να αποτελέσει ένα προηγούμενο νηφαλιότητας

και, ταυτόχρονα, να προσφέρει την εικόνα μιας αέναης κατεδάφισης και μιας

αέναης ανοικοδόμησης των προσώπων και των έργων τους.

Τα 109 «πρόσωπα του 20ού αιώνα» όπως τα συνέλαβαν οι 80 ειδικοί συνεργάτες της

σειράς δεν αποτελούν ούτε απρόσιτο ιερατείο ούτε λατρευτική πινακοθήκη, όπου

θα προσέρχονται οι νεώτερες γενιές για να αποτίσουν έναν ρητορικό φόρο τιμής.

Αποτελούν μια άτυπη και ανοιχτή ανθρώπινη ομάδα δημιουργών, που οι νεώτερες

γενιές θα καλούνται να τους αποτιμήσουν, να τους μετρήσουν και να αναμετρηθούν

μαζί τους.

Για τη συγγραφή των άρθρων αναζητήθηκαν πρόσωπα αρμόδια, εξοικειωμένα με τη

ζωή και το έργο των βιογραφουμένων ή με την εποχή και τον ειδικό κοινωνικό

χώρο της δράσης ή της προσφοράς τους. Το αποτέλεσμα εδικαίωσε, πιστεύω, τους

σχεδιασμούς μας. Γλαφυρά και ειλικρινή άρθρα, φέρουν πολύ λίγο τα ίχνη της

βίας του ψαλιδιού, που επιβάλλει ο περιορισμένος χώρος της εφημερίδας. Σε

μερικούς συνεργάτες γίναμε φορτικοί και τους ζητήσαμε να θυσιάσουν κάποιες

χρήσιμες παραγράφους της αφήγησής τους. Φυσικά, ποτέ τις κρίσεις ή τις απόψεις

τους. Είχαμε πάντοτε την κατανόησή τους και τους ευχαριστούμε.

Πολλοί αναγνώστες, φίλοι της εφημερίδας και προσωπικά του επιμελητή, είχαν την

καλοσύνη να προτείνουν την ένταξη στη σειρά προσώπων του δημόσιου βίου που

αναμφισβήτητα έχουν τη θέση τους σ’ αυτό το ιδεατό πάνθεο των δημιουργών του

20ού αιώνα. Δυστυχώς, ο αρχικός σχεδιασμός δεν στάθηκε δυνατό να τροποποιηθεί.

Στο εισαγωγικό μας σημείωμα (11 Οκτ. 1999) είχαμε διατυπώσει με σαφήνεια τη

βασική δικαιολόγηση της «αυθαιρεσίας» μας. Λέγαμε εκεί ότι όσοι

συμπεριελήφθησαν στη σειρά το αξίζουν, αν και υπάρχουν κι άλλοι, ισότιμοι με

αυτούς, ίσως και αξιότεροι που θα μπορούσε να είχαν συμπεριληφθεί. Σήμερα

μπορούμε να επαναλάβουμε τις ίδιες σκέψεις με επώνυμα παραδείγματα: Σίγουρα

δίπλα στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο θα μπορούσε να σταθεί ο Κωνσταντίνος Τσάτσος

και δίπλα σ’ αυτόν ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος. Δίπλα στον Άρη Βελουχιώτη, ο

Μάρκος Βαφειάδης και δίπλα στον Γεώργιο Καφαντάρη, ο Ιωάννης Ζίγδης ή, ακόμη,

δίπλα στον Στρατή Μυριβήλη, ο Γεώργιος Θεοτοκάς και ούτω καθεξής. Τα ονόματα

θα μπορούσαν βέβαια να πολλαπλασιασθούν απεριόριστα. Εύκολα όμως

αντιλαμβάνεται κανείς το αδιέξοδο και το γλίστρημα προς ένα βιογραφικό λεξικό,

έργο άσχετο, προς τη λειτουργία και τους στόχους μιας μεγάλης ημερήσιας

εφημερίδας.

Αλλά και άλλες παραλείψεις πρέπει να δικαιολογηθούν. Οι γυναίκες δημιουργοί

έχουν μια περιορισμένη παρουσία στη σειρά. Αν αυτό δεν εκληφθεί ως ένας

αθέλητος, έστω, φυλετικός αποκλεισμός, ας θεωρηθεί ως εξήγηση η δέσμευσή

μας να μη βιογραφήσουμε πρόσωπα που βρίσκονται στη ζωή. Πράγματι οι

γυναίκες δημιουργοί εμφανίζονται αραιά στο πρώτο μισό του αιώνα μας,

αυξάνονται σημαντικά στο δεύτερο μισό, ευτυχώς, οι περισσότερο επώνυμες από

αυτές, βρίσκονται ανάμεσά μας και προσφέρουν τις πολύτιμες υπηρεσίες τους

στους κλάδους που υπηρετούν.

Ένα ανάλογο πρόβλημα αποκλεισμού επισημαίνεται στην απουσία μερικών προσώπων

που θα «μπορούσε» να χωρέσουν στον 20ό αιώνα. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης,

πράγματι, πέθανε το 1911 και ο Γιάννης Ψυχάρης, πολύ αργότερα, το 1929. Και

εδώ πάλι, η δικαιολόγηση είναι προφανής. Το κέντρο βάρους του έργου τους, που

δεν έχει βέβαια ανάγκη υπεράσπισης από εμάς, θεωρήθηκε ότι ανήκει στον 19ο

αιώνα και σε τίποτε δεν θα κέρδιζε αν τους ρυμουλκούσαμε μέσω της ημερομηνίας

θανάτου τους στον 20ό αιώνα.

Πέρα όμως από τα πρόσωπα υπάρχουν οι πράξεις και το έργο τους. Και στο σημείο

αυτό θα άξιζε τον κόπο να σταθούμε λίγο περισσότερο στη συνολική εικόνα που

προκύπτει από τα βιογραφικά σημειώματα της σειράς.

* Στον χώρο της πολιτικής. Παρά τις εντάσεις, τις αιματηρές

αντιπαλότητες των 75, περίπου, από τα 100 χρόνια του αιώνα, διαφάνηκε μια

προσπάθεια των προσώπων για την επίτευξη συμβιβαστικών λύσεων, που δυστυχώς

σπανίως απέδιδαν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Η ένταση επανερχόταν δριμύτερη, οι

καλές προσπάθειες εξανεμίζονταν γρήγορα. Οι μεγάλες κρίσεις δεν στάθηκε

δυνατόν να ανασταλούν ­ δείγμα και φαινόμενο μιας κοινωνίας που δεν τα

καταφέρνει να ωριμάσει και να διαχειριστεί με κάποια νηφαλιότητα τα προβλήματα

του καιρού της. Μια αγροτική λεβεντιά καραδοκεί να επιβάλει τα πατριαρχικά της

πρότυπα μέσα στις συνθήκες ενός αρκετά αναπτυγμένου και περισσότερου σύνθετου

20ού αιώνα.

* Στον χώρο της επιστήμης. Καταφανής η καθυστέρηση σε σχέση με τον

ευρωπαϊκό μας περίγυρο, αφού οι καλύτερες και δημιουργικότερες στιγμές των

βιογραφουμένων είναι τα χρόνια των σπουδών τους ή της επιστημονικής θητείας

τους στο εξωτερικό (έρευνα, κυρίως). Ωστόσο, μια ειδική ζώνη ενδιαφέροντος

δημιουργείται με τη λειτουργία της πανεπιστημιακής διδασκαλίας. Εκεί

διαμορφώθηκε ένας νέος επιστημονικός χώρος, όπου η σύνοψη και η μετάδοση των

γνώσεων λειτούργησαν ως «παραγωγή νέας γνώσης» για τη χώρα, με αποτέλεσμα να

δημιουργηθεί μια επιστημονική κοινότητα, υβριδιακή σίγουρα, ικανή όμως να

διατυπώνει έναν επαρκή, για την εποχή της, επιστημονικό λόγο και να λειτουργεί

σαν γέφυρα ανάμεσα στην ευρωπαϊκή επιστήμη και την ελληνική. Έτσι διαμορφώθηκε

ένα «επιστημονικό αρχέτυπο» που νομίζω ότι έπαιξε έναν επαναστατικό κοινωνικό

ρόλο στη χώρα, η οποία, παρά τα σημαντικά καινοτομικά της βήματα, εκινδύνευε

να καθηλωθεί στο συντηρητικό κέλυφος της αγροτικής της μεγάλης διάρκειας.

* Στον χώρο του στοχασμού και της λογοτεχνικής δημιουργίας. Αυτός

μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένας χώρος άκρας ευαισθησίας, όχι μόνο αισθητικά

πρωτοποριακός αλλά και ταυτόχρονα καθοδηγητικός. Η μεγάλη ελληνική γλώσσα ίσως

δεν είναι άσχετη με τα επιτεύγματά του. Η κρεατομηχανή του γλωσσικού

ζητήματος, αν λειτούργησε σε πολλές περιπτώσεις αποπροσανατολιστικά, σε άλλες

όμως εκλέπτυνε την έκφραση και τη σκέψη δημιουργών και τους έδωσε το

αντιστάθμισμα που η απουσία μεγάλης στοχαστικής παραγωγής ιδεών και

προβληματισμών τους εστερούσε. Οι Έλληνες και ιδιαίτερα οι ποιητές, ακόμα και

μέσα από τον λυρισμό τους, έγιναν εκφραστές μεγάλων κοινωνικών αναγκών. Σε

κάθε στιγμή της δημιουργίας τους εκφράζανε μια Ελλάδα περισσότερο αναπτυγμένη

και περισσότερο ώριμη, θα τολμούσα να πω, εκφράζανε την επόμενη Ελλάδα.

* Στον χώρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Στο θέατρο, στη μουσική, στη

ζωγραφική, τα φαινόμενα είναι συναφή με τα παραπάνω. Εδώ υπάρχει μεγαλύτερη

ανάμειξη του λόγου με το αυθόρμητο στοιχείο ­ συνυπάρχουν ο Σκαλκώτας με τον

Τσιτσάνη, ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας με τον Θεόφιλο και η Μαρίκα Κοτοπούλη με τον

Δημήτρη Ροντήρη. Όλοι τους, όμως, έχουν ένα δημιουργικό δυναμισμό που τους

κάνει να αντέχουν επάξια αυτό τον χαρακτηρισμό του δημιουργού της σύγχρονης

Ελλάδας. Εκφράσανε και αυτοί τις βαθύτερες τάσεις και τις ανάγκες της

ελληνικής κοινωνίας για έναν σύγχρονο πολιτισμό.

Η σειρά αυτή κλείνει με την ικανοποίηση ότι υποσχέθηκε μια κριτική ματιά, έναν

διερευνητικό φωτισμό σε μερικά εμβληματικά πρόσωπα του 20ού αιώνα, και σε

μεγάλο βαθμό νομίζω ότι το πέτυχε. Ας θεωρηθεί κι αυτό μια κατάκτηση της

ελληνικής επιστημονικής και πνευματικής κοινότητας και ξεχωριστά των

συνεργατών μας, ένα δείγμα της ικανότητάς τους να σταθούν με αγάπη, αλλά και

με την ευθύνη και την ειλικρίνεια του πνευματικού ανθρώπου, μπροστά σε

πρόσωπα-δημιουργούς της σύγχρονης Ελλάδας.