Η σύγχρονη πολιτική ιστορία, τουλάχιστον των ευρωπαϊκών χωρών μετά το τέλος

του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, χαρακτηρίζεται από τη σταθερότητα της πολιτειακής

τους δομής.

Απεφεύχθη συστηματικά οποιαδήποτε αλλαγή του πολιτειακού Status, το οποίο είχε

δημιουργηθεί με συναινέσεις και αποκρυστάλλωνε σημαντικές πολιτικές,

οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές.

Τα ευρωπαϊκά κράτη γνώρισαν στην πορεία τους μέχρι σήμερα σοβαρές πολιτικές

ανακατατάξεις μέσα και από την εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία.

Όμως οι όποιες αλλαγές, μεταρρυθμίσεις ή ανακατατάξεις στις ευρωπαϊκές χώρες

άφησαν άθικτη την πολιτειακή δομή. Άλλωστε και οι κανόνες του πολιτικού

παιχνιδιού ήταν μ’ αυτό τον τρόπο καθαροί και η πολιτειακή σταθερότητα

αποτέλεσε (και αποτελεί) το ουσιαστικό υπόβαθρο της ανάπτυξης και της

οικονομικής προόδου.

Δεν είναι πρωτοτυπία να ισχυριστεί κανείς ότι μεταβολές ριζικές στο πολιτειακό

Status έρχονται μόνο από επαναστάσεις ή γενικευμένες πολιτικές και κοινωνικές

κρίσεις. Η φιλελεύθερη κοινοβουλευτική Δημοκρατία, μετά τον Πόλεμο, σε

συνδυασμό με την ελεύθερη δράση των συνδικάτων και των λεγόμενων «ομάδων

πίεσης», μπόρεσε σ’ όλη σχεδόν την Ευρώπη να απορροφά τέτοιου είδους

κραδασμούς. Ουδέποτε τις τελευταίες δεκαετίες ετέθη θέμα σε ευρωπαϊκή χώρα

ανατροπής του υπάρχοντος πολιτεύματος.

Επί 80 χρόνια

Οι πολιτειακές και πολιτικές περιπέτειες της Ελλάδας και οι δοκιμασίες που

πέρασε τα τελευταία ογδόντα χρόνια είναι γνωστές. Διχασμός, τέσσερις

δικτατορίες, τρεις αποπομπές, και τρεις παλινορθώσεις της δυναστείας των

Γλύξμπουργκ και οριστικοποίηση στο πολιτειακό Status με τη μεταπολίτευση του

1974, όπου και οριστικά λύθηκε το πολιτειακό με τον πλέον σταθερό και

αδιαμφισβήτητο τρόπο.

Η χώρα, μετά τη μεγάλη «περιπέτεια της χούντας», επέλεξε το πολίτευμα της

Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Ο εμπνευστής του Συντάγματος του

1974 Κωνσταντίνος Καραμανλής, παρ’ ότι εκ πεποιθήσεως και χαρακτήρος θα

εδικαιολογείτο να έχει επιλέξει ένα ισχυρό προεδρικό μοντέλο ­ α λα Ντε Γκωλ ­

προτίμησε την Προεδρευομένη Δημοκρατία, κάτι μεταξύ της ιταλικής και της

γερμανικής εμπειρίας και πραγματικότητας, δίνοντας την ευκαιρία στη χώρα μας

να ζήσει όσο ποτέ άλλοτε έναν αμιγή Κοινοβουλευτισμό, μακριά από αυταρχισμούς.

Οι ενισχυμένες εξουσίες που φρόντισε να έχει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στο

Σύνταγμα του ’74 ­ παρά τις αντιρρήσεις του συνόλου της τότε αντιπολίτευσης ­

είχαν ίσως κάποιο νόημα με δεδομένη τη ρευστή μεταβατική κατάσταση, αλλά και

την «επαγρύπνηση» των «σταγονιδίων».

Απέφυγε όμως τον πειρασμό του «υπερβοναπαρτισμού», προσεταιριζόμενος

υπερεξουσία που η άμεση εκλογή θα του προσέφερε.

Έκτοτε μεσολάβησε η αναθεώρηση του 1985-86 που «εκλογίκευσε» τις αρχικές

υπερεξουσίες του Προέδρου.

Σήμερα οι όποιοι κίνδυνοι ανατροπής της δημοκρατικής διαδικασίας εξέλειψαν

ολοσχερώς. Αναρωτιέται λοιπόν εύλογα ο οποιοσδήποτε καλόπιστος: τι νόημα είχε

η πρόσφατη πρόταση του Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, για άμεση εκλογή

Προέδρου της Δημοκρατίας από τον λαό;

Αυτό σημαίνει αλλαγή πολιτεύματος. Δηλαδή Προεδρική Δημοκρατία, είτε στα

γαλλικά πρότυπα είτε στο πρότυπο της Αμερικής. Πέραν της «ξερής» αυτής

πρότασης, ο κ. Καραμανλής δεν πρόβαλε την παραμικρή αιτιολογία, γιατί

αιφνιδιαστικά οδήγησε το κόμμα του σ’ αυτή τη μεγάλη στροφή σ’ ένα «καυτό»

θέμα.

Καμία νομιμοποίηση

Πριν από λίγους μήνες αυτή την πρόταση, που ο κ. Μητσοτάκης εισηγήθηκε στην

Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος, η Νέα Δημοκρατία διά του κ. Βαρβιτσιώτη

την καταψήφισε ή, καλύτερα, μετά βδελυγμίας την απέρριψε.

Ο ιδιότυπος αυτός «βοναπαρτισμός», που εκφράστηκε από τον πρόεδρο της Ν.Δ.,

δεν έχει καμία απολύτως δικαιολογία, δεν έχει καμία απολύτως νομιμοποίηση.

Πολύ δε περισσότερο φοβούμαι ότι επειδή ακριβώς εκφράστηκε μ’ αυτό τον τρόπο,

δημιουργεί πρόβλημα στον ίδιο τον χαρακτήρα του κοινοβουλευτικού συστήματος,

αφού επί της ουσίας το αμφισβητεί, προτείνοντας ευθέως αλλαγή πολιτεύματος.

Προτείνει να εγκαταλείψουμε το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης και να

προσφύγουμε σ’ ένα συγκεντρωτικότερο (προεδρικό μοντέλο) σύστημα

διακυβέρνησης. Κάτι το οποίο ο ιδρυτής της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας απέφυγε

ρητώς διά του Συντάγματος του 1975.

Πρέπει εδώ να θυμίσω ότι στη γειτονική Ιταλία η ακροδεξιά εδώ και δύο χρόνια

αγωνίζεται να πετύχει κάτι ανάλογο, πρότεινε και συστήθηκε μάλιστα

διακομματική επιτροπή, η οποία όμως ναυάγησε και δεν προβλέπεται να έχει καμία

τύχη.

Αλλά και στη Γαλλία, αν ανατρέξει κάποιος στην πρόσφατη πολιτική της ιστορία,

θα αντιληφθεί πλήρως τα προβλήματα που έχουν προκύψει και που με ιδιαίτερη

νηφαλιότητα έχει καταγράψει ένας από τους μεγαλύτερους συνταγματολόγους και

πολιτικούς επιστήμονες, ο καθηγητής Μορίς Ντιβερζέ, αλλά και άλλοι. Ακόμα και

σήμερα, η σύγκρουση των δύο ισχυρών με λαϊκή εντολή πολιτειακών παραγόντων ­

Προέδρου και Πρωθυπουργού ­ πυροδοτεί ανώφελες εντάσεις, συνέβη με τον

αείμνηστο Μιτεράν, όταν αναδείχθηκε Πρωθυπουργός ο Σιράκ, επιβεβαιώνεται και

στις μέρες μας με τον Σιράκ και τον Ζοσπέν.

Αναθεωρητική Βουλή

Επίσημα και θεσμικά η πρόταση του Κ. Καραμανλή δεν μπορεί ούτε καν να

συζητηθεί, γιατί πέραν των άλλων ουσιαστικών λόγων που προανέφερα, η επόμενη

Βουλή θα είναι αναθεωρητική και δεσμεύεται από τις αποφάσεις που έχει ήδη

ψηφίσει επί συγκεκριμένων άρθρων η σημερινή Βουλή και δεν μπορεί να θέσει

τέτοιο θέμα.

Η ιδεολογική μου θέση είναι ότι οποιεσδήποτε αλλαγές χρειάζονται στο πολιτικό

σύστημα, πρέπει να είναι αυτές που στοχεύουν στην αφαίρεση αρμοδιοτήτων από

την εκτελεστική εξουσία και τη μεταφορά τους στο Κοινοβούλιο, με σκοπό την

εμβάθυνση και ενίσχυση της συμμετοχής.

Στον νέο αιώνα η πρόκληση της Δημοκρατίας, παίρνει νέες διαστάσεις που δεν

έχουν καμία σχέση με ιδιότυπους σύγχρονους «βοναπαρτισμούς» και περαιτέρω

υπερσυγκεντρωτισμό της εκτελεστικής εξουσίας. Άμεσες μορφές συμμετοχικής

Δημοκρατίας, ενίσχυση των δημοψηφισμάτων είναι ορισμένες μόνο από τις

σύγχρονες διαστάσεις που απαιτεί το κοινοβουλευτικό πολίτευμα. Ενδεχομένως ο

κ. Καραμανλής να προχώρησε χωρίς ιδιαίτερη σκέψη σ’ αυτή του την πρόταση, μόνο

και μόνο για εσωκομματικούς λόγους. Ίσως ήθελε να ικανοποιήσει τον επίτιμο της

Νέας Δημοκρατίας ­ εκ των υστέρων ­, ο οποίος είχε τοποθετηθεί υπέρ της άμεσης

εκλογής Προέδρου από τον λαό, για λόγους καθαρά εσωκομματικούς.

Ο Νίκος Σηφουνάκης είναι βουλευτής του ΠΑΣΟΚ και τ. υπουργός.