Ένας πολύ πιο αξιόπιστος σχολιαστής των παρόντων τουρκικών ζητημάτων είναι ο

Άντριου Φίνκελ, ο άνθρωπος των «Times» στην Κωνσταντινούπολη. Μετριόφρων και

οδυνηρά δίκαιος. Η υπόθεσή του είναι διδακτική γιατί δείχνει την

πραγματικότητα τού να εργάζεσαι στον «ελεύθερο τουρκικό Τύπο»

Το μεγάλο μυστήριο της δεκαετίας του ’90 βρίσκεται στην αποτυχία της

υποσχόμενης fin-de-siecle επανεκτίμησης των αξιών να συμμετάσχουν στο πάρτι

της χιλιετίας. Η κυβέρνηση αλλάζει, αλλά οι πολιτικές παραμένουν οι ίδιες. Η

λαϊκή κουλτούρα δεν ξεσπά σε ενδιαφέρουσα παρακμή, αλλά βλέπει μια κουρασμένη

αναζωπύρωση των πυροτεχνημάτων και των ντίσκο. Οπουδήποτε κι αν κοιτάξουμε,

άτομα που ελπίζαμε ότι θα μπορούσαμε να αποτινάξουμε ως κατάλοιπα της

δεκαετίας του ’80 ­ Ρούπερτ Μέρντοχ, Ρίτσαρντ Μπράνσον, Τζάνετ Στριτ-Πόρτερ ­

είναι τιμώμενα και κολακευμένα.

Αερολογίες

Δεν αποτελεί έκπληξη, πολλοί αναγνώστες είναι απελπισμένοι. Αλλά όποτε

τηλεφώνησες για να ανακοινώσεις την πρόθεσή σου να λάβεις τα πλέον ακραία

μέτρα ώστε να φύγεις από μια εχθρική, μικρή χώρα, εμείς σου αναπτερώναμε το

ηθικό επισημαίνοντάς σου ότι τουλάχιστον ο καθηγητής Νόρμαν Στόουν είχε

εξαφανιστεί κι εμείς απαλλαγήκαμε από το να ακούμε τις επιθέσεις του για το

κράτος πρόνοιας, τον φεμινισμό, τη δημόσια εκπαίδευση. Ο Στόουν τελειοποίησε

τις αερολογίες θατσερικού τύπου. Το ευρέως μιμούμενο στυλ τού έδινε την

εντύπωση ότι ο συγγραφέας ήταν ένας γενναίος διαφωνών που έθετε σε κίνδυνο την

ίδια του τη ζωή τολμώντας να λέει συγκεκριμένα ό,τι οι συντηρητικοί πολιτικοί

και ο κυρίαρχος συντηρητικός Τύπος ήθελε να ακούει από αυτόν. Άξιζε, λέγαμε,

να γινόμαστε μάρτυρες του περάσματός του, να βλέπουμε τον Στόουν να

εγκαταλείπει την ιστορική έδρα της Οξφόρδης και να εξαφανίζεται σε ένα μέρος

που αποκαλείται Πανεπιστήμιο Μπίλκεντ κάπου στη Μικρά Ασία. Επαναλαμβάνοντας

απλώς αυτό το ευτράπελο γεγονός, πιστεύαμε ότι εμποδίζαμε περισσότερες

αυτοκτονίες απ’ ό,τι ένας στρατός Σαμαριτών συμβούλων.

Ο Οτζαλάν

Η αισιοδοξία μας ήταν αδικαιολόγητη. Η απαγωγή και η σύλληψη του Αμπντουλάχ

Οτζαλάν, του ηγέτη του αντάρτικου στρατού του ΡΚΚ από τους Τούρκους, μας

πέταξε στη μηχανή του χρόνου. Ο Στόουν ήταν πάλι παντού, υπερασπιζόμενος ένα

ανεκτικό τουρκικό κράτος που επέτρεπε σε μέλη της κουρδικής μειοψηφίας να

φθάσουν στις υψηλότερες θέσεις της πολιτικής και των επιχειρήσεων, επαινώντας

την «ιδιαίτερα σημαντική δουλειά» που είχε κάνει για τη δημιουργία ενός

«ελεύθερου Τύπου».

Αν τον διαβάζατε στις εφημερίδες ή τον ακούγατε στο πρόγραμμα «Today», δεν θα

μαντεύατε ποτέ ότι ο σύμμαχός μας στο ΝΑΤΟ και πελάτης των όπλων μας, δεν

χρειαζόταν κανένα μάθημα από τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς σχετικά με τις σφαγές

και τις φυλετικές διώξεις.

Η Τουρκία έχει ισοπεδώσει 3.000 κουρδικά χωριά και έθεσε εκτός νόμου τέσσερα

πολιτικά κόμματα. Η απαγόρευση της διδασκαλίας και της μετάδοσης στα κουρδικά

­ μια προσπάθεια να αρνηθεί την ύπαρξη διαφορετικών πολιτισμών ­ ήρθη μόλις

πρόσφατα.

Εκατοντάδες χιλιάδες Κούρδοι ­ ίσως εκατομμύρια, κανείς δεν γνωρίζει στ’

αλήθεια ­ το έχουν σκάσει από τα συνδυασμένα σφαγεία του Σαντάμ Χουσεΐν και

του τουρκικού στρατού, για να θεωρηθούν ότι ψευδώς ζητούν άσυλο όταν έφθασαν

στους προμαχώνες της Οχυρωμένης Ευρώπης.

Ο Φίνκελ

Ένας πολύ πιο αξιόπιστος σχολιαστής των παρόντων τουρκικών ζητημάτων είναι ο

Άντριου Φίνκελ, ο άνθρωπος των «Times» στην Κωνσταντινούπολη. Είναι το

αντίθετο του Στόουν: Μετριόφρων και οδυνηρά δίκαιος. Η υπόθεσή του είναι

διδακτική γιατί δείχνει την πραγματικότητα τού να εργάζεσαι στον «ελεύθερο

τουρκικό Τύπο» του Στόουν.

Καλός ρεπόρτερ ο Φίνκελ, αποφάσισε να εξακριβώσει τι συνέβαινε στην κουρδική

περιοχή της Νοτιοανατολικής Τουρκίας πριν το εκφράσει με την αίσθηση του

αλάθητου στους αναγνώστες του… Έγραψε την εμπειρία του για τη «Σαμπάχ», μια

τουρκική εφημερίδα, σε ένα ρεπορτάζ ισορροπημένο και σοβαρό. Ο Φίνκελ γνώριζε

ότι οι μαχητές του Οτζαλάν δεν ήταν το είδος των ατόμων που θα ήθελες να

κυβερνούν τη χώρα σου. Ο πυρήνας του ΡΚΚ «διαβάζει ακόμη Στάλιν» και «μάχεται

όχι μόνον τον τουρκικό στρατό, αλλά και άλλους, επίσης Κούρδους, κατά μήκος

των συνόρων».

Τάγματα θανάτου

Στις αρχές του ’90, όταν επισκέφθηκε για τελευταία φορά το Σιρνάκ, οι Τούρκοι

δεν θα δέχονταν ότι τον τρόμο στην πόλη δεν τον προκαλούσε μόνο το ΡΚΚ, αλλά

και τα τάγματα θανάτου της τουρκικής κυβέρνησης και οι βασανιστές. Τώρα, είπε,

οι συνθήκες έχουν βελτιωθεί. Δεν μπορούσε να είναι απολύτως βέβαιος, καθώς οι

Κούρδοι ήταν ιδιαίτερα απρόθυμοι να μιλήσουν σε δημοσιογράφο που συνοδευόταν

από στρατιωτικούς, αλλά του φάνηκε ότι οι στρατιώτες είχαν σταματήσει να

σκοτώνουν αυτούς που υποτίθεται ότι προστάτευαν και προσπαθούν «να κερδίσουν

καρδιές και μυαλά. Αυτό απέχει κατά πολύ από έναν στρατό κατοχής», κατέληξε.

Στρατός κατοχής

Θα νομίζατε ότι οι Τούρκοι τον ευχαρίστησαν για τη γεμάτη ελπίδα εκτίμηση.

Αντίθετα, τον συνέλαβαν. Η χρήση της φράσης «στρατός κατοχής» ­ αν και έγραψε

ότι ο στρατός δεν ήταν στρατός κατοχής ­ ήταν αρκετή να τον κατηγορήσουν για

το άρθρο 159 του τουρκικού ποινικού κώδικα. Αν μπορώ να απλοποιήσω τη νομική

πομπώδη γλώσσα, αυτή η διάταξη μετατρέπεται σε έγκλημα όταν λέγεται κάτι που

κάποιοι γλοιώδεις τύποι της εξουσίας μπορούν να θεωρήσουν προσβλητικό. Ο

Φίνκελ, αν καταδικαστεί, αντιμετωπίζει μέγιστη ποινή φυλάκισης έξι χρόνια.

Αξιοσημείωτο της δυσχερούς θέσης του είναι ότι κανείς, ούτε οι «Times»,

φαίνεται να ενδιαφέρονται. Η θανατική καταδίκη του Οτζαλάν έφερε την Τουρκία

στο προσκήνιο. Βρεθήκαμε σε πόλεμο στα Βαλκάνια για να αγωνιστούμε ενάντια

στην εθνική εκκαθάριση. Το ΝΑΤΟ είχε τέτοια ανησυχία για τη σιωπηρή στάση των

μέσων ενημέρωσης για το θέμα των σφαγών από τις σερβικές αρχές, που με ανδρεία

βομβάρδισε τις μακιγιέρ στους σταθμούς της τηλεόρασης του Βελιγραδίου…

Τίτλος τιμής

Ο Φίνκελ δεν θέλει να γίνει μάρτυρας. Μου είπε ότι οι εναντίον του κατηγορίες

ήταν ένας τίτλος τιμής γιατί θα έβλεπε στα μάτια τους διαφωνούντες Τούρκους

δημοσιογράφους, για τους οποίους η επίσημη τιμωρία είναι ένα κατοχικό ρίσκο.

Έγραψε για τον Οράλ Κάλισαρ, που φυλακίστηκε 13 μήνες για το έγκλημα να πάρει

συνέντευξη από Κούρδους ηγέτες, το γραφείο της εφημερίδας στην

Κωνσταντινούπολη που μυστηριωδώς χτυπήθηκε με βόμβα το 1994 και τον Μπετίν

Γκοκτεπέ, έναν νεαρό δημοσιογράφο που τραυματίστηκε μέχρι θανάτου από

αστυνομικούς το 1996, οι οποίοι τιμωρήθηκαν με ασήμαντες ποινές.

Εκτός από ρεπόρτερ των «Times», ο Φίνκελ είναι Αμερικανός πολίτης που

εργάζεται για το CNN. Με άλλα λόγια, είναι ένας άνθρωπος με πολύ καλές

διασυνδέσεις, τον οποίο και τα πιο αυταρχικά κράτη θα δίσταζαν πριν τον

διώξουν ποινικά. «Αν αυτό μπορεί να συμβεί σε μένα, τι μπορούν να κάνουν στους

Κούρδους που δεν έχουν διασυνδέσεις στο εξωτερικό;», αναρωτιέται…

Ο Nick Cohen είναι αρθρογράφος της Independent