Ταχύτατα αναπτύσσεται η αγορά της κινητής τηλεφωνίας. Πέρυσι οι συνδρομητές

διπλασιάστηκαν, ενώ για το 1999 αναμένεται ότι θα έχουν κινητό οι 30 στους 100

Έλληνες. Αυτό σημαίνει περίπου τρία εκατομμύρια συνδρομητές



Η ταχύτερα αναπτυσσόμενη χώρα στον τομέα της κινητής τηλεφωνίας είναι η

Ελλάδα. Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι συνδρομητές πληθαίνουν ταχύτατα και

υπάρχουν περιθώρια να διπλασιαστούν μέσα σε μία διετία. Η εμφάνιση του τρίτου

παίκτη του CosmOTE με μειωμένα τιμολόγια, αντί να περιορίσει τους συνδρομητές

της Panafon και Telestet, οδήγησε τις εταιρείες να προσφέρουν νέα ελκυστικά

προγράμματα, με αποτέλεσμα να διαθέτουν ακόμα περισσότερους συνδρομητές στο

τέλος του 1998. Η συνδρομητική βάση διευρύνθηκε και οι τρεις εταιρείες

δημιούργησαν νέους συνδρομητές.

Το 1995, δύο χρόνια μετά την εμφάνιση της κινητής τηλεφωνίας, τρεις στους 100

Έλληνες είχαν κινητό τηλέφωνο. Το 1996 περίπου πέντε στους εκατό Έλληνες ήταν

συνδρομητές στα δύο μεγάλα ιδιωτικά δίκτυα. Το 1997 περίπου 9 στους 100

Ελληνες έγιναν συνδρομητές. Πέρσι ο CosmOTE έκλεισε τη χρονιά με 300.000

συνδρομητές, ενώ περισσότεροι από 700.000 συνδρομητές προστέθηκαν στα δύο άλλα δίκτυα.

Σύμφωνα με στοιχεία των Global Mobile και Citibank, στο τέλος του 1998 οι

συνδρομητές των τριών δικτύων στην Ελλάδα έφθαναν το 19,6%. Ο μέσος όρος στην

Ευρώπη έφθανε το 24%, ενώ οι συνδρομητές σε χώρες που μπορεί να φθάσει η

Ελλάδα, όπως η Πορτογαλία, έφθαναν το 29,8% του πληθυσμού και στην Ιταλία το

αντίστοιχο ποσοστό ήταν 35,9%.

Πρώτες σε διείσδυση ήταν οι Σκανδιναβικές χώρες. Στη Φινλανδία το 58,4% του

πληθυσμού έχει κινητό τηλέφωνο, ενώ στη Νορβηγία και τη Σουηδία τα αντίστοιχα

ποσοστά αντίστοιχα, είναι 48,2% και 47,8%.

Η ραδιοκάλυψη

Η ανάπτυξη της κινητής τηλεφωνίας και η πώληση συσκευών εξαρτάται απόλυτα από

τη ραδιοκάλυψη. Δηλαδή τις κεραίες (το δίκτυο των σταθμών που καλύπτουν με

σήμα τη χώρα). Στον τομέα αυτό, οι Panafon και Telestet προηγήθηκαν του

CosmOTE και είχαν καλύψει από χρόνια το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Αυτός

είναι τώρα και ο τομέας που δίνει βάρος o CosmOTE στην προσπάθειά του να

ανταγωνιστεί τα άλλα δίκτυα και να αυξήσει την συνδρομητική του βάση,

διευρύνοντας επίσης από την πλευρά του το μέγεθος της αγοράς. Αυτήν τη στιγμή

στον CosmoTE, «είναι σε εξέλιξη το διετές επενδυτικό πρόγραμμα, ύψους 110 δισ.

δρχ. Τα αποτελέσματα του προγράμματος είναι ορατά. Έχουμε ήδη χώρους που

αντιστοιχούν στο 90% του πληθυσμού της χώρας και μέχρι το τέλος Ιουνίου, θα

έχουμε καλύψει το 95% του πληθυσμού, δηλαδή θα έχουμε προσεγγίσει τα άλλα δύο

δίκτυα», λέει ο διευθυντής εμπορικών θεμάτων του CosmOTE κ. Ευάγγελος Μαρτιγόπουλος.

«Και στη θάλασσα»

«Μέχρι το τέλος Ιουνίου θα έχουμε ξεπεράσει τους 900 σταθμούς βάσης και ο

στόχος μας είναι να μη χάνει ο συνδρομητής το σήμα, ούτε όταν ταξιδεύει με

πλοίο από τον Πειραιά για την Κρήτη. Θέλουμε να καλύψουμε και τους θαλάσσιους

χώρους», προσθέτει ο κ. Μαρτιγόπουλος.

Σύμφωνα με πληροφορίες της «ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ» και οι δύο άλλες εταιρείες

εξακολουθούν να βελτιώνουν το δίκτυό τους και αυτήν τη στιγμή η Panafon

διαθέτει περίπου 760 σταθμούς βάσης, ενώ η Telestet διαθέτει περίπου 540

σταθμούς βάσης.

Ο ρυθμός εγκατάστασης είναι και από τους τρεις «παίκτες» ταχύς και γίνεται

μεγάλη προσπάθεια κάλυψης όλης της Ελλάδας. Ωστόσο, «ο CosmOTE κινείται

ταχύτερα από τους άλλους παίκτες, αφού ξεκίνησε την προσπάθεια περίπου τέσσερα

χρόνια ύστερα από αυτούς», λέει ο κ. Μαρτιγόπουλος. «Εγκαταστήσαμε 720

σταθμούς σε διάστημα 16 μηνών. Καλύψαμε τα 4 άκρα της Ελλάδος, από την Γαύδο

μέχρι το Ορμένιο Έβρου και από το Καστελλόριζο μέχρι τους Οθωνιούς.

Όλες οι πόλεις άνω των 5.000 κατοίκων έχουν καλυφθεί. Τώρα θα αρχίσουν να

μπαίνουν στο δίκτυο και κωμοπόλεις άνω των 1.000 κατοίκων, ενώ στις μεγάλες

πόλεις κάνουμε το λεγόμενο «κέντημα», για να υπάρχει επικάλυψη από διπλανό

σταθμό όταν χάνεται σε κάποιο σημείο της πόλης το σήμα».

Νέοι συνδρομητές

Το αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών του CosmOTE ήταν να αυξήσει τη συνδρομητική

του βάση, την ίδια στιγμή που και τα άλλα δύο δίκτυα εξακολουθούν να

διευρύνουν τον αριθμό των συνδρομητών τους. Ο CosmOTE δημιούργησε νέους

συνδρομητές, και από τους 300.000 στο τέλος του 1998, έφθασε στους 415.000

στους δύο πρώτους μήνες του 1999. Από το σύνολο των 415.000 συνδρομητών οι

85.000 έχουν τηλέφωνα με κάρτα προπληρωμένου χρόνου.

Τα στελέχη του CosmOTE, θεωρούν πως αυτό αποτελεί μεγάλη επιτυχία του

Οργανισμού, καθώς είναι το τρίτο δίκτυο που εμφανίστηκε στη χώρα, όταν οι δύο

άλλες εταιρείες είχαν ολοκληρώσει το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεών τους και

απολάμβαναν τους καρπούς και τα έσοδα των προσπαθειών τους.

Οι δύο πρώτες εταιρείες έκαναν σταδιακά τα βήματά τους, για να φθάσουν στο

επίπεδο αυτό, ενώ η τρίτη εταιρεία έπρεπε να βιαστεί, γιατί ο νέος συνδρομητής

θα πήγαινε και πάλι σε ένα από τα δύο άλλα δίκτυα, που ήδη προσέφεραν αυτές

τις υπηρεσίες». Ο CosmOTE κινήθηκε γρήγορα.

Είχε μάλιστα, καλύτερα συγκριτικά αποτελέσματα από αυτά που πέτυχαν «ο τρίτος

και ο τέταρτος παίκτης», στις άλλες χώρες της Ευρώπης, στο συγκεκριμένο

διάστημα λειτουργίας. Ο CosmOTE, που δραστηριοποιήθηκε εμπορικά από τον

Απρίλιο του 1998, είχε μέχρι το τέλος του χρόνου, καταφέρει να πάρει μερίδιο

που πλησίαζε το 15%. Την ίδια στιγμή η Panafon είχε μερίδιο 51,94% , ενώ η

Telestet, 33,48% στο σύνολο των περίπου δύο εκατομμυρίων συνδρομητών).

Στο εξωτερικό

Η γαλλική εταιρεία Bouygues, που ήταν το τρίτο δίκτυο, δραστηριοποιήθηκε τον

Μάιο του 1996. Τον πρώτο χρόνο λειτουργίας της η εταιρεία πήρε μερίδιο περίπου

5,5% της αγοράς. Η πορτογαλική Optimus δραστηριοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του

1998. Ήταν η τρίτη εταιρεία στη χώρα αυτή. Κατάφερε γρήγορα να πάρει μερίδιο

5,8% μέχρι το τέλος του χρόνου και αυτή είναι καλύτερη επίδοση, ύστερα από

αυτήν του CosmOTE, από μία τρίτη εταιρεία κινητής τηλεφωνίας στην Ευρώπη.

Η αγγλική One 2 One δραστηριοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1993. Ήταν η τρίτη

εταιρεία στη χώρα αυτή. Έπειτα από 12 μήνες λειτουργίας πήρε μερίδιο της

αγοράς περίπου 4%. Τέταρτη εταιρεία στην Αγγλία ήταν η Orange που

δραστηριοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1994. Ύστερα από 12 μήνες πήρε μερίδιο

περίπου 3% της αγοράς.