Ο προβληματισμός για το ζητούμενο μιας σοσιαλιστικής πολιτικής σε «πραγματικές

συνθήκες» αποτέλεσε πάντα ­ όπως άλλωστε για κάθε είδος πολιτικής ­ πεδίο

έντονης αντιπαράθεσης στο επίπεδο στόχων, συστήματος αξιών, ιεράρχησης

προτεραιοτήτων, ισορροπιών, συμβιβασμών.

Η αντιπαράθεση αυτή από τη φύση της δεν μπορεί παρά να είναι αέναη και γι’

αυτό στην ουσία της δημιουργική, εξελικτική και προοδευτική. Η ανανέωσή της

εξασφαλίζει τη δυνατότητα στις σοσιαλιστικές δυνάμεις να αναδιατάσσονται στα

πεδία της μάχης, να αλλάζουν ακόμα και πεδία μάχης, να ψυχανεμίζονται τι

αλλάζει και σε τι συσχετισμό βρίσκονται αυτές οι αλλαγές με την ιδεολογία, και

την παρέμβαση για αλλαγή ή για διατήρηση καταστάσεων.

Το top model της σοσιαλιστικής ατζέντας είναι σήμερα το «κοινωνικό πρόσωπο»

της πολιτικής. Μπροστά σε μια πραγματικότητα, όπου καθοριστικές αδυναμίες,

λάθη, υπεροπτικές, ασυνάρτητες ή και ιδιοτελείς συμπεριφορές ή στρατηγικές

οδήγησαν σε μια de facto κυριαρχία της λογικής της ανεξέλεγκτης αγοράς, του

άγριου ανταγωνισμού, της αποκαθήλωσης ιερών και οσίων, οι σοσιαλιστές

αναζητάμε χαμένες πατρίδες, αναζητάμε λύσεις μέσα από το παρελθόν,

παραγνωρίζοντας ότι στον κοινωνικό λαβύρινθο ο μίτος της Αριάδνης ξετυλίγεται

κάθε φορά μέσα από διαφορετικές διαδρομές μέχρι να οδηγήσει στην έξοδο.

Η «λογιστική»


Για να συζητήσει όμως κανείς σοσιαλιστικά για τα κοινωνικά θέματα, καλό θα

ήταν να χρησιμοποιήσει και εδώ «ολίγη λογιστική» από δύο σκοπιές:

Πρώτον, να συμφωνήσει για το ποια λογιστικά μεγέθη μπαίνουν ή όχι στον

ισολογισμό της κοινωνικής πολιτικής, ώστε η συζήτηση να μη γίνεται κατά

βούληση πότε για τον πουνέντε και πότε για την τραμουντάνα των ρευμάτων της

κοινωνικής πολιτικής. Η εξέλιξη των μισθών είναι κοινωνική πολιτική ή η

τελευταία είναι μόνο τα αναπηρικά επιδόματα; Η ικανότητα μιας κοινωνίας και

οικονομίας να παράγει πρόσθετο πλούτο, έστω και με σταθερή διανομή

εισοδήματος, μετράει κοινωνικά ή όχι; Η ουσία της κοινωνικής πολιτικής και της

σοσιαλιστικής ιδεολογίας είναι με ποια λόγια, με ποιο περιτύλιγμα ή με ποια

έργα και αποτελέσματα απευθύνεται κανείς στην κοινωνία;

Αν η σοσιαλιστική υπόσταση φθάσει να εξαρτάται από το περιτύλιγμα και όχι από

το περιεχόμενο της πολιτικής, είναι βέβαιο ότι θα χρειαστεί πολύς χρόνος

γόνιμης ενδοσκόπησης για να αποκτήσει ξανά ένα δυναμικό και ανανεωτικό προφίλ

που να εκφράζει τις πλατιές προσδοκίες της κοινωνίας.

Δεύτερον, αφού συμφωνήσει στο τι τέλος πάντων είναι κοινωνική πολιτική,

να καταδεχθεί να κοιτάξει λίγο τους άθλιους αριθμούς που μπορεί να μαζέψει

γύρω από το θέμα αυτό.

Ό,τι βολεύει

Αν τα παραπάνω προσφέρουν μια αφετηρία, η κοινωνική πολιτική μιας κυβέρνησης

δεν μπορεί να κρίνεται ούτε από παχιά και επιλεκτικά λόγια ούτε και από

αυθαίρετα επιλεγμένα αποσπασματικά νούμερα που, ανάλογα με το πώς

χρησιμοποιούνται, μπορούν να κάνουν μια πυξίδα να στριφογυρίζει εναλλάξ προς

όλα τα σημεία του ορίζοντα. Και τούτο, γιατί η αυθαίρετη και αποσπασματική

επιλογή επιτρέπει σε φίλους και εχθρούς να προβάλουν αποσπασματικά ό,τι

βολεύει. Το ζητούμενο όμως είναι αν μια πολιτική στο σύνολό της μπορεί να

κριθεί θετικά ή όχι, ακόμα και αν σε επιμέρους προβλήματα για διάφορους λόγους

μπορεί να σημειώνονται οπισθοδρομήσεις ή βελτιώσεις.

Αν μια σφαιρική θεώρηση είναι πράγματι πιο σωστή, τότε τίθεται το ερώτημα για

τα κριτήρια ενός πιο συνολικού προσδιορισμού της «κοινωνικότητας». Νομίζω ότι

αυτά μπορούν να οριοθετηθούν στα ακόλουθα επτά πεδία πολιτικής:

α) Αυξήσεις πραγματικών εισοδημάτων.

β) Κατανομή εισοδημάτων στην οικονομία.

γ) Μεταβολή ανεργίας και δημιουργία απασχόλησης.

δ) Διάρθρωση φορολογικού συστήματος και συμβολή των οικονομικών / κοινωνικών

ομάδων στον κρατικό προϋπολογισμό.

ε) Διάρθρωση κρατικών δαπανών και επιμερισμός τους στις κοινωνικές ομάδες μέσω

κυρίως των δαπανών Παιδείας, Υγείας, Πρόνοιας.

στ) Διαχρονική εξέλιξη και μεταβολή των παραπάνω, καθώς και σύγκριση με άλλες χώρες.

ζ) Βελτίωση ή επιδείνωση του δημόσιου (δηλ. κοινωνικού) δανεισμού, προκειμένου

να επιτευχθούν τα παραπάνω και ακόμα, βελτίωση ή επιδείνωση της μακροχρόνιας

αναπτυξιακής ικανότητας της οικονομίας.

Διακρίσεις

Στα παραπάνω θα μπορούσαν να προστεθούν και άλλα, όπως και να διατυπωθούν

ειδικότερες διακρίσεις τους. Συνήθως, όμως, είτε για λόγους έλλειψης

πληροφόρησης, είτε για λόγους απλότητας, αυτό δεν είναι εφικτό. Όμως τα

παραπάνω κριτήρια είναι εφικτό να αποτελούν πάντα ένα ελάχιστο πακέτο

αναφοράς, αντί μόνο για ένα ή δύο από αυτά, κατ’ επιλογήν.

Με αφετηρία τις παραπάνω σκέψεις, μπορεί να υποστηριχθεί ότι το ΠΑΣΟΚ ήταν ο

πολιτικός σχηματισμός που τόσο στη δεκαετία του 1980 όσο και του 1990

ανέπτυξε, στήριξε και οργάνωσε σε ισχυρότερες βάσεις το Κοινωνικό Κράτος στην

Ελλάδα. Και αν στη δεκαετία του 1980 αυτό συμβάδισε με μια σειρά από επιλογές

που δημιούργησαν και προβλήματα, στη δεκαετία του 1990 υπάρχει μια

αδιαμφισβήτητη ισχυροποίηση της κοινωνικής αλληλεγγύης και μάλιστα σε συνθήκες

ανάπτυξης και γενικευμένης ισχυροποίησης όλης της οικονομίας. Αυτό δεν

σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κοινωνικά προβλήματα και μάλιστα πολύ σοβαρά.

Σημαίνει όμως ότι υπήρξε μια σοβαρή βελτίωση στη διαδρομή του χρόνου, εκτός

πια αν και αυτό είναι αδιάφορο.

Αν το αποτέλεσμα αυτό έχει μια διάσταση θεαματικότητας εξαιτίας της παράλληλης

συνύπαρξής του με μια πολιτική δημοσιονομικής σταθεροποίησης, μια διαφορετικού

χαρακτήρα θεαματικότητα χαρακτηρίζει και τη συμπεριφορά των δημιουργών του.

Πολλά είναι τα στελέχη του χώρου, που με πάθος αυτομαστιγώματος αρνούνται

άμεσα ή έμμεσα στο κόμμα τους την αναγνώριση άσκησης κοινωνικής πολιτικής στη

δεκαετία του 1990. Η λογική που κυριαρχεί είναι η λογική της πλειοδοσίας.

Πλειοδοσία σε μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης. Σε μεγαλύτερη αναδιανομή. Σε

μεγαλύτερες κρατικές δαπάνες. Την ασάφεια αυτή και τη λογική του ευτελισμού

τού τι επιτεύχθηκε εν ονόματι ενός εναλλακτικού, ανύπαρκτου, οραματικού

αποτελέσματος, η αντιπολίτευση βεβαίως δεν την αφήνει ανεκμετάλλευτη. Και αφού

οι ίδιοι οι πολιτικοί δημιουργοί της πραγματικότητας της δεκαετίας αυτής

φτύνουν πάνω στο δημιούργημά τους, οι «λοιπές πολιτικές δυνάμεις» φτύνουν πιο

δυνατά ­ και λογικά.

Οι δαπάνες


Επειδή η κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης κρίνεται τελικά από τους επικριτές

της με λογιστική νοοτροπία, δηλαδή με αριθμούς, παρουσιάζονται στη συνέχεια τα

κυριότερα μεγέθη που συνήθως χρησιμοποιούνται, όμως από μια εμπλουτισμένη

σκοπιά. Και η σκοπιά αυτή έχει να κάνει όχι μόνο με το πόσα δαπανά το κράτος

για Παιδεία ή κοινωνική πολιτική, αλλά και τι πληρώνει η ελληνική κοινωνία σε

σύγκριση με τις ευρωπαϊκές για να έχει αυτά τα συλλογικά κοινωνικά αγαθά. Αν

με βάση τις κρατικές δαπάνες προς ΑΕΠ η Ελλάδα έρχεται τελευταία στην

Ευρωπαϊκή Ένωση από πλευράς δαπανών τόσο για εκπαίδευση όσο και για κοινωνική

προστασία, τελευταία είναι η θέση της και από πλευράς φορολογικής συνεισφοράς

(φορολογικά έσοδα προς ΑΕΠ). Κάνοντας όμως ένα βήμα ακόμα, και εξετάζοντας τι

τμήμα των φορολογικών εσόδων δαπανά η κάθε χώρα για τις δύο παραπάνω πολιτικές

επιλογές, η Ελλάδα έρχεται έκτη στις κοινωνικές δαπάνες και έβδομη στις

δαπάνες εκπαίδευσης. Με άλλα λόγια η κυβέρνηση, παρ’ ότι έχει στη διάθεσή της

μικρότερο τμήμα ΑΕΠ μέσω της φορολογίας απ’ ό,τι άλλες χώρες-μέλη, και παρά το

βάρος των αμυντικών δαπανών, επικεντρώνει πολύ περισσότερο από άλλες χώρες στα

πεδία της κοινωνικής πολιτικής.

Βρισκόμαστε μπροστά στην έκδηλη αντίφαση μιας κοινωνίας, η οποία παρ’ ότι

συμβάλλει στα κοινά τα λιγότερα μεταξύ των «15», απαιτεί να βρίσκεται στις

πρώτες θέσεις από πλευράς δαπανών. Συνεπώς, οι προφορικές ή γραπτές πολιτικές

Ιερεμιάδες για το χαμηλό επίπεδο δαπανών σε κρίσιμα πεδία πολιτικής, θα ήταν

σκόπιμο να μην ξεχνούν να υπενθυμίζουν στον μέσο πολίτη ότι στην ουσία

ψιθυρίζουν τη μισή αλήθεια.

Μια δεύτερη σκοπιά γύρω από το θέμα των κοινωνικών δαπανών αφορά στη δυναμική

τους στη δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα, σε σχέση και με τις χώρες της

Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η κεντρική διαπίστωση είναι ότι η Ελλάδα μπορεί να ήταν στη

χαμηλότερη θέση, όμως παράλληλα πραγματοποιείται μια τεράστια αλλαγή. Μεταξύ

1980 και 1995 αυξάνει θεαματικά το ποσοστό του ΑΕΠ που χρησιμοποιείται για την

άσκηση κοινωνικής πολιτικής και επιτυγχάνεται μια σημαντικότατη κοινωνική

σύγκλιση με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το ΑΕΠ

Συγκεκριμένα, η σχέση κοινωνικές δαπάνες προς ΑΕΠ στην Ελλάδα ως ποσοστό της

αντίστοιχης σχέσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση εξελίχθηκε ως εξής:

1980: 39,9%

1989: 65,9%

1993: 56,8%

1995: 75,8%

Όποιος υποτιμά την άνοδο από το 40% του 1980 στο 66% του 1989 και στο 76% του

1995 θα ήταν σκόπιμο να μελετήσει καλύτερα τις διαδικασίες σύγκλισης στην

ιστορία της οικονομικής ανάπτυξης. Και όποιος δεν θέλει να βλέπει ποιες

πολιτικές δυνάμεις μείωσαν το 66% του 1989 στο 57% του 1993, δημαγωγεί με

ανεύθυνο και ταυτόχρονα οκνηρό τρόπο, γιατί απλούστατα δεν κάνει τον κόπο για

λόγους σεβασμού στον κόσμο στον οποίο απευθύνεται, να αναζητήσει άλλα πεδία,

στα οποία θα μπορούσε να ασκήσει πραγματική κριτική στην κυβερνητική πολιτική

­ και τέτοια υπάρχουν αναμφισβήτητα.

* Ο Τάσος Γιαννίτσης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.