Η λογιστική καθιερώθηκε πρόσφατα ως φαινόμενο «μειωμένης αξίας». Η τιμητική

πατρότητα της απαξιωτικής υφής του όρου οφείλεται σε κάποιον από τους αρχηγούς

αντιπολιτευτικού κόμματος, δεν έχει αξία τίνος.

Η αλήθεια είναι ότι και στα οικονομικά ως επιστήμη συχνά κυριαρχεί μια

υπεροπτική αντίληψη απέναντι στα λογιστικά. Γιατί, στο τέλος τέλος, λογιστική

είναι η αποτύπωση των λογαριασμών μιας οικονομικής δραστηριότητας ­ σιγά τα

λάχανα. Ακόμα και σήμερα, με το Χρηματιστήριο στις δόξες του, με τα λογιστικά

των εταιρειών ή των κυβερνήσεων να παίζουν ρόλο Viagra στα πάνω και στα κάτω

για εκατομμύρια παικτών/παικτριών των διεθνών χρηματιστηρίων, η «λογιστική»

μάλλον δεν ευτυχεί ως επιστημονικός κλάδος ­ ας με συγχωρήσουν οι συνάδελφοί

μου πανεπιστημιακοί του κλάδου.

Στο πεδίο της πολιτικής λοιπόν τα πράγματα για τη λογιστική είναι άσχημα.

«Λογιστική» θεωρείται κάθε προσέγγιση που μπορεί ν’ αποτυπώνει μια

πραγματικότητα με κάποια ακρίβεια μεγαλύτερη απ’ ό,τι τα σκέτα λόγια ­ τις

πτυχές της πραγματικότητας τουλάχιστον, οι οποίες μπορούν να ποσοτικοποιηθούν,

και που βεβαίως συχνά ούτε εξαντλητικές είναι ούτε και οι πιο σημαντικές.

Όμως, αρκετές μπορούν να αποτυπωθούν. Αλλά και στις περιπτώσεις αυτές φαίνεται

ότι πολλοί προτιμούν να τις δουν ως ποταπή, ως «κατώτερη προσέγγιση». Πόσο πιο

αξία δεν έχει μια «σφαιρική», «ολοκληρωμένη», «πολιτική» τοποθέτηση, που με

λόγια ­ συνήθως πολλά λόγια ή άλλοτε οργίλα και κοφτά λόγια, χωρίς περιθώρια

αμφισβήτησης από την πλευρά ανεγκέφαλων, κουλτουριάρηδων, μεμψίμοιρων

τεχνοκρατών ­ εκσφενδονίζει στην κοινωνική αντίληψη την εικόνα που ο

λογο-πλάστης της έχει κατασκευάσει. Εδώ ισχύει το perverse reality, αντί του

virtual reality, αλλά τι Κοζάνη, τι Λωζάννη.

Πλήξη…


Η αλήθεια είναι ότι η αντικατάσταση της λογιστικής από τη φαντασία κάνει τον

κόσμο που ζούμε να αποκτά πολύ μεγαλύτερη ποικιλία. Ο καθένας ­ και ιδίως ο

καθένας με κάποια υπόσταση, για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους ­ λέει

ό,τι θέλει, όπως το θέλει, όπως τα υφάσματα των ρούχων μας, που σπανιότατα

είναι ίδια, και όλοι χαίρονται γι’ αυτό. Η ιδέα μιας ομοιομορφίας προκαλεί

γενικώς αφάνταστη πλήξη. Πόσο πιο πλάκα έχει π.χ. για τα κοινωνικά θέματα αντί

να ξεκινάει κανείς από κάποιες τεκμηριωμένες, αλλά γι’ αυτό ανιαρές

διαπιστώσεις, να λειτουργεί «δημιουργικά», αρνούμενος την καταπίεση της άθλιας

«λογιστικής» και αντικαθιστώντας την από την υποκειμενική φαντασία και το

βολονταρισμό. Θα νόμιζε κανείς ότι έχει μπροστά του την υλοποίηση των πιο

προκλητικών συνθημάτων του Μάη του 1968.

Η αναφορά σε αριθμούς λοιπόν είναι ταυτόσημη με τον κρύο ιδρώτα για όσους

θέλουν να αμφισβητήσουν, να καταγγείλουν, να εξευτελίσουν, να υποδηλώσουν με

έμφαση, με έντονη έμφαση, τη διαφορετική τους πολιτική ταυτότητα, τον πλούτο

της σκέψης τους, την ορμητική τους προσωπικότητα, που χωρίς φραγμούς

εκτυλίσσεται μέχρι και το υπερπέραν. Τι έκανες μεγάλε Γερο-Παπανδρέου με την

πασίγνωστη φράση σου «ενώ οι αριθμοί ευημερούν, οι άνθρωποι δυστυχούν». Σε

επτά λέξεις εξέφρασες το καθολικά και ενθουσιαστικά ζητούμενο γενεών

πολιτικής. Πού να το ξέραμε όσοι τότε, και μετά, στη διάρκεια της δικτατορίας,

παλεύαμε να αποδείξουμε με αριθμούς τη μιζέρια της ανάπτυξης, της ανισότητας,

της μετεμφυλιακής και της δικτατορικής Ελλάδας.

Εκπλήξεις

Παρ’ όλα τα παραπάνω, η σχέση αριθμών και πολιτικής φαίνεται ορισμένες φορές

να επιφυλάσσει και εκπλήξεις. Γιατί, τελικά, διαπιστώνει κανείς ότι κάποιοι

αριθμοί σε απρόσμενες καταστάσεις παύουν να ανήκουν στην κατηγορία της ποταπής

λογιστικής. Αποκτούν ευγένεια και κύρος. Εκτοξεύονται, προβάλλονται,

δημοσιοποιούνται από εφημερίδες, ραδιόφωνα και τηλεόραση ή κατατίθενται με

αποφασιστική χειρονομία στα πρακτικά της Βουλής, π.χ. ότι η απορροφητικότητα

του ΚΠΣ σύμφωνα με τα χαρτιά της Επιτροπής είναι 52,5% ή ότι η αύξηση του

δείκτη εμπορικότητας στα αντικειμενικά κριτήρια ήταν 8,25% κ.λπ.

Στις περιπτώσεις αυτές όμως τα πράγματα είναι ρι-ζι-κά διαφορετικά. Εδώ οι

αριθμοί δεν έχουν καμία σχέση με ευτελείς λογιστικές. Ο λόγος; Εδώ μπορεί να

ασκηθεί κριτική, να δημιουργηθούν εντυπώσεις αδιαμφισβήτητες ­ ακόμα κι αν

πρόκειται για μια ακροβασία της κακιάς συμφοράς. Ποιος άλλωστε είναι σε θέση

και με ποιον τρόπο να αμφισβητήσει οτιδήποτε «την ώρα που βράζει το σίδερο».

Εξάλλου, ένας πονηρός πολιτικός μπορεί να απαλλαγεί από μια μίζερη λογιστική

προσέγγιση αριθμών, σχέσεων, και άλλων καταπιεστικών εννοιών, ό,τι κι αν

δείχνουν. Να υποστηρίξει ότι ακόμα και αν όλα βελτιώνονται, αυτό είναι

απατηλό, και ότι η πολιτική που ακολουθείται είναι αποτυχημένη, γιατί όλα θα

μπορούσαν να είναι πολύ πιο θετικά απ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Είναι

προφανές ότι η διέξοδος αυτή προσφέρει απεριόριστο φάσμα αληθοφάνειας, αλλά

και παραπλάνησης, καθώς είναι αδύνατο να ελεγχθεί εμπειρικά ως προς την

ακρίβεια ή την ανακρίβειά της.

Μπροστά σε μια πραγματικότητα λοιπόν, απελευθερωμένη από την καταπιεστική

παρουσία αριθμών, λογιστικής και ποσοτικών μετρήσεων, αναπτύσσεται στο χώρο

του πολιτικού λόγου μια τάση ή ένα ρεύμα με καλπάζουσα φαντασία, μια

ευφάνταστη ευρηματικότητα, που μπορεί να πουλάει στον απλό πολίτη ­ όπως

κάνουν οι βιοπαλαιστές των πανηγυριών ­ μαλλί της γριάς σε διάφορα χρώματα,

νερόφουσκες πολλαπλών μεγεθών, λόγια που παραμυθιάζουν κάθε ψυχούλα.

Σε τελική ανάλυση, η απαλλαγή της πολιτικής από τα λογιστικά κάνει εφικτό το

αδιανόητο: τη δυνατότητα της ανεξάντλητης αναπαραγωγής διακηρυκτικού λόγου, τη

δυνατότητα καταγγελίας από οποιονδήποτε και για οτιδήποτε, τη δυνατότητα

αμφισβήτησης και επίκρισης κάθε προόδου ή/και κάθε αποτυχίας. Κι όλα αυτά

χωρίς απόδοση λογαριασμού, χωρίς κύρωση, χωρίς την καταπιεστική αίσθηση

κάποιου ελεγκτικού στοιχείου. Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε μπροστά σε έναν κήπο

των θαυμάτων: Ένα πεδίο της κοινωνικής δραστηριότητας απελευθερωμένο από

κεντρικά στοιχεία που συνυπάρχουν οριζόντια σε κάθε άλλη έκφραση της ζωής.

Ο Τάσος Γιαννίτσης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.