ΟΛΟΙ ΜΑΣ ζούμε και με τις αναμνήσεις. Ζούμε με τη νοσταλγία, με τα βιώματα του

παρελθόντος. Πολλές φορές γυρίζουμε τη σκέψη μας στις εποχές που πέρασαν.

Συχνά φέρνω στο νου περιστατικά της ζωής από την παιδική ηλικία. Μέρες που

είναι, έρχονται δυνατά στη σκέψη μου εικόνες από τη μαθητική μου ζωή, που

συμπίπτει με εκείνα τα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου και τα μετεμφυλιοπολεμικά.

Βλέποντας σήμερα τους «αγώνες» των μαθητών, άθελά μου ξυπνάνε μέσα μου βιώματα

παλιά. Η θύμηση πηγαίνει στα πέτρινα χρόνια. Τότε, που μαθαίναμε γράμματα

χωρίς βιβλία, μόνο με δυο τετράδια: ένα μονοχάρακο και ένα «τεσσεροχάρακο» και

ακόμα ένα μολύβι «φάμπερ». Αργότερα, είχαμε την «πολυτέλεια» ενός

μελανοδοχείου με δύο πένες: μια της «χήνας» για χοντρό γράψιμο και μια της

«πάπιας» για ψιλό γράψιμο, καλλιγραφικό, κατά πώς έλεγε ο δάσκαλος.

Ο δάσκαλος πεινασμένος ­ ένα κομμάτι ψωμί και λίγες ελιές ήταν η κύρια

διατροφή του. Το ίδιο και του μαθητή. Φτωχοντυμένος, με ένα παντελόνι

«ντρίλινο» και μια καμιζόλα τ’ αργαλειού και από μέσα ένα πουκαμισάκι από

«κάμποτο». Η ποδεμή ήταν από χοντρή βακέτα, με λάστιχο από κάτω και φαρδύ

βάρδουλο. Μας τα έφτιαχνε τα παπούτσια ο μπαρμπα-Αγγελής, ο τσαγκάρης του

χωριού. Για να μας πάρει μέτρα, πατάγαμε το δεξί πόδι πάνω σε χαρτόνι,

«στράτσο» το λέγαμε κι εκείνος χάραζε γύρω τη γραμμή με κάρβουνο. Όμως αυτές

τις σκληρές συνθήκες δεν τις λογαριάζαμε. Τις μαλάκωνε ο ζήλος μας για τα

γράμματα. Ιεραπόστολος ο Δάσκαλος και ο μαθητής αποστολικός ακροατής,

κρεμόταν, από τα χείλη του. Σαν το στεγνό σφουγγάρι, ρούφαγε τα λόγια του δάσκαλου.

Όμως παρασύρθηκα και άπλωσα τις σκέψεις μου πολύ, ενώ είχα κατά νου να

μεταχρονίσω ένα περιστατικό της μαθητικής μου ζωής. Θέλοντας όμως να το

ιστορήσω, ένας φόβος με τρυγάει: μήπως δεν γίνω πιστευτός από τους σημερινούς

νέους. Αλλά, είναι πέρα για πέρα αληθινό! Ήταν θαρρώ το 1947. Ο εμφύλιος στην

αγριότητά του. Μοιρασμένος στα δύο ο Λαός, βάθαινε όλο και πιότερο τις πληγές

του. Ο Δάσκαλός μου, ο Άριστος Αλευρομάγειρας (Αριστείδης ήταν το όνομά του,

αλλά ποτέ δεν το άκουσα έτσι), από τους Μπουλαριούς, δεν ήταν ένας

συνηθισμένος δάσκαλος, όπως οι πολλοί της εποχής μας. Ήταν ένας ιεραπόστολος.

Ήταν μια ασκητική, ψηλόλιγνη φιγούρα, που την έκρυβε ένα τριμμένο παντελόνι

και από πάνω τη σκέπαζε ένα μαύρο φθαρμένο παλτό. Μόνο η φωνή έδινε το στίγμα

του. Φλεγόταν από έναν πυρωμένο πατριωτισμό και από αγάπη για τα γράμματα. Και

έβλεπε με στοργή τα παιδιά. Εμείς, κρεμασμένοι από τα χείλη του, βάναμε μια

και καλή μέσα στο μυαλό μας ό,τι έβγαινε από τα χείλη του. Έπρεπε να

ρουφήξουμε τη γνώση μέχρι τη στερνή στάλα, γιατί βιβλία δεν είχαμε να τα

συμβουλευτούμε. Συμβουλευόμασταν μερικοί προνοητικοί τις σημειώσεις από το

μονοχάρακο τετράδιο, όσες φορές προλαβαίνουμε να γράψουμε κατά την παράδοση. Ο

καλός αυτός δάσκαλος, ο Άριστος, είχε ένα «κουσούρι»: ήταν αριστερός. Και τον

κυνηγούσανε. Εκεί, στη Λακωνία, το να ήσουν τότε αριστερός ήταν ανοσιούργημα.

Οι χωριανοί όμως, ανεξάρτητα από το τι πίστευαν, αγαπούσανε τον Άριστο. Και

εμείς οι μαθητές πιο πολύ. Είχαμε πάντα στο νου μας πώς θα τον προφυλάξουμε

από αναπάντεχο κακό. Φοβόμασταν μην τον πιάσουν οι άλλοι, οι «χίτες», όπως

τους έλεγαν. Τα «δημοσυντήρητα» τάγματα ήταν πολλά στη Λακωνία. Και από την

έδρα τους έκαναν συχνές επιδρομές στα χωριά της περιοχής. Εμείς, όταν μας

ερχόντουσαν πληροφορίες ότι οι χίτες ετοίμαζαν επιδρομή στο Γέρακα ­ και μας

ερχόντουσαν συχνά, χωρίς ευτυχώς και να πραγματοποιούνται ­ παίρναμε «μέτρα ασφαλείας».

Όλοι οι μαθητές μαζί με το δάσκαλο, βγαίναμε για μάθημα έξω από το χωριό, πότε

στο Γεράρι, πότε στη Χούνη του Μπάρμπα Λέου, πότε στην Πλακιώνα. Διαβαίναμε το

στενό μονοπάτι και αποφεύγοντας τη δημοσιά, μήπως πέσουμε άθελά μας πάνω σε

απόσπασμα. Για πιο σιγουριά βάζαμε και «σκοπιές» να αγναντεύουν κατά το δρόμο

που πάει στη Ρειχιά, μήπως ερχόταν η «επιδρομή».

Εγώ, συνήθως, φρόντιζα για το κουβάλημα του πίνακα. Γιατί χωρίς αυτόν δεν

μπορούσε να γίνει μάθημα. Φτάνοντας στον τόπο του προορισμού μας, τον

καρφώναμε με μια πρόκα στον κορμό μιας παλιάς ελιάς. Έχει πολλές γέρικες ελιές

ο Γέρακας. Αιωνόβιες. Και όλοι εμείς «οκλαδόν» στο χώμα, παρακολουθούσαμε τη

γραμματική, την αριθμητική που έγραφε στον πίνακα ο Δάσκαλος, με προσήλωση.

Δεν τη μούδιαζε ούτε το κρύο ούτε την έκοβε το ψιλόβροχο, που μας μούσκευε το

κόκαλο.

Όρθιος ο Άριστος, λιγνός, σουβλερός Μανιάτης, «διαιρούσε» την ψυχή του στον

πίνακα και μας τη μοίραζε. Ακουμπούσε την καρδιά του στην παλάμη μας. Και

όταν, με το καλό, τέλειωνε το «σχολειό» και η «σκοπιά» μάς έδινε το σινιάλο

«ελεύθεροι», γυρίζαμε στο σπίτι, για το μεσημεριανό μας: ελιές, ψωμί και

κρεμμύδια, που είχαμε μπόλικα στον κήπο μας, καθώς και άγρια χόρτα, που τα

έφτιαχνε η μανούλα πότε πίτα, πότε γιαγνί, πότε βραστά και πότε καλτσούνια,

για να αλλάζουμε γεύσεις. Έτσι μεγαλώναμε τότε, και έτσι μαθαίναμε τα

«γράμματα» εκείνον τον καιρό. Γι’ αυτό και τα θυμόμαστε μέχρι τώρα. Γιατί ό,τι

αποκτάει κανείς με κόπο, δεν το ξεχνάει.

Την 25η Μαρτίου, θυμάμαι, δεν είχαμε λογοτεχνικά βιβλία, ώστε να βρούμε

ποιήματα να τα απαγγείλουμε. Και αυτό το πρόβλημα το έλυνε ο Άριστος. Έγραφε ο

ίδιος τα ποιήματα, όσα χρειαζόμασταν για να απαγγείλουμε. Για μένα είχε γράψει

το «Μολών Λαβέ». Το θυμάμαι ακόμα: