ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ σημασίας είναι η συνθήκη που υπεγράφη την περασμένη Παρασκευή στη

Ρώμη για την ίδρυση μονίμου Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Του πρώτου στα

χρονικά μονίμου διεθνούς δικαιοδοτικού οργάνου, αρμόδιου για τη δίωξη και

τιμωρία των εγκλημάτων πολέμου, της γενοκτονίας και εγκλημάτων κατά της

ανθρωπότητας. Έναντι του Δικαστηρίου στοιχειοθετείται ατομική διεθνής ευθύνη

των εγκληματιών.

Η ιστορική απόφαση, ωστόσο, σηματοδοτήθηκε από ιστορικούς (και ακατάληπτους

εκτός διεθνούς πολιτικής κονίστρας) συμβιβασμούς:

* Περιορισμός της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου μόνο σε μελλοντικά εγκλήματα

και αποκλεισμός κάθε αναδρομικής άσκησης της δικαιοδοσίας του.

* Μη συμπερίληψη της χρήσης πυρηνικών όπλων μεταξύ των αξιόποινων κατά το

καταστατικό πράξεων.

* Επταετής ανανεώσιμη «περίοδος χάριτος» για τα εγκλήματα πολέμου: σύμφωνα με

τις τελικές διατάξεις του καταστατικού, για μια περίοδο 7 χρόνων από τη θέση

του σε ισχύ τα κράτη-μέλη θα μπορούν να ανακαλούν την αποδοχή της δικαιοδοσίας

του Δικαστηρίου προκειμένου για τα εγκλήματα αυτά…

* Αναγνώριση στο Συμβούλιο Ασφαλείας δυνατότητας παρέμβασης στη λειτουργία του

Δικαστηρίου και αναστολής της άσκησης της αρμοδιότητάς του για 12 μήνες.

* «Αδυναμία ορισμού» του εγκλήματος της επίθεσης («aggression»), του

«εγκλήματος των εγκλημάτων», το οποίο έχει ορισθεί και στοιχειοθετηθεί από

πεντηκονταετίας, με τις δίκες και καταδίκες της Νυρεμβέργης.

Το τίμημα για την επίτευξη της μεγαλύτερης δυνατής συναίνεσης κατά την

κατάρτιση του καταστατικού του Δικαστηρίου και, συνακόλουθα, της μεγαλύτερης

δυνατής οικουμενικότητας κατά την αποδοχή του ήταν αναμφισβήτητα βαρύ:

Η ελαστικότητα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, η οποία δύναται να

αυξομειώνεται ανάλογα με τα συμφέροντα των κυρίαρχων κρατών και τις πολιτικές

σταθμίσεις του συμβουλίου ασφαλείας, ο δευτερεύων («συμπληρωματικός») ρόλος

του σε σχέση με τις εθνικές δικαιοδοσίες, η προϋπόθεση της επιπρόσθετης

συγκατάθεσης (consent) εκ μέρους του κράτους της εθνικότητας του δράστη ή του

κράτους στου οποίου το έδαφος διαπράχθηκε το έγκλημα για την άσκηση της

δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου είναι μερικές μόνο από τις εκφάνσεις της επιμονής

των κρατών (και δη των ισχυροτέρων) να θωρακίσουν την εθνική τους κυριαρχία

έναντι της «απειλής» ενός διεθνούς δικαιοδοτικού οργάνου. Ο αγώνας για την

αντικατάσταση του δικαίου τού ισχυροτέρου από την ισχύ του δικαίου ήταν

αναμενόμενο να προσκρούσει στην αντίδραση των ισχυρών, που θέλησαν να

προφυλάξουν την παντοδυναμία τους, αποδυναμώνοντας το Δικαστήριο.

Η Ζωή Κωνσταντοπούλου είναι Γεν. Γραμματέας του ελληνικού τμήματος

της Ευρωπαϊκής Ένωσης Φοιτητών Νομικής (ELSA).