Η πανθομολογούμενη κρίση του κοινωνικού κράτους έχει προ πολλού φέρει στο

προσκήνιο τη συζήτηση για την ανάγκη αναπροσανατολισμού του. Ένα είναι το

κυρίαρχο επιχείρημα στον πολιτικό και ακαδημαϊκό λόγο: η καθολικότητα των

κοινωνικών δικαιωμάτων πρέπει να καταργηθεί, ακόμη και στις λίγες περιπτώσεις

που ακόμη υπάρχει (εκπαίδευση, υγεία), ώστε αυτά να τα δικαιούνται μόνον όσοι

βρίσκονται σε μεγάλη οικονομική ανάγκη.

Η αιτιολογία είναι απλή: το κράτος πρόνοιας έχει φθάσει λόγω της «καθολικής

του γενναιοδωρίας» σε οικονομικό αδιέξοδο που οδηγεί σε υποβάθμιση των

γενικευμένων παροχών, ενώ ακριβώς λόγω του γενικευμένου του χαρακτήρα ευνοεί

δυσανάλογα τα μεσαία στρώματα. Κατ’ αρχήν όμως, τα αδιέξοδα του κράτους

πρόνοιας είναι πολιτικά και όχι οικονομικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι από την

δεκαετία του 1970, οπότε και σημειώθηκε το αποκορύφωμα της επέκτασης του

κοινωνικού κράτους, η παραγωγικότητα ­ και άρα το μέγεθος και οι δυνατότητες ­

κάθε εθνικής οικονομίας έχουν αυξηθεί πολύ περισσότερο από το ρυθμό αύξησης

των κοινωνικών δαπανών.

Πράγμα σημαντικότερο: αντίθετα από ό,τι ευαγγελίζονται οι οπαδοί της

επιλεκτικότητας, η επιλογή αυτή δεν θα σημάνει τη βελτίωση των παροχών για

τους «λίγους» που θα τις δικαιούνται, αλλά σημαντική επιδείνωσή τους λόγω της

μοιραίας μείωσης των διαθεσίμων πόρων: η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι μόνον

όταν όλοι (και όλοι σημαίνει κυρίως τα μεσαία στρώματα, που αποτελούν τον

κορμό των φορολογουμένων) απολαμβάνουν τις κρατικοπρονοιακές παροχές, είναι

πρόθυμοι να συνδράμουν φορολογικά στη χρηματοδότησή τους και στη διατήρηση της

υψηλής τους στάθμης. Σε αντίθετη περίπτωση, η δυστροπία φοροδοτικής συμμετοχής

οδηγεί μοιραία μέσω της εκλογικής πίεσης σε συρρίκνωση των κοινωνικών πόρων

και μαθηματικά στην υποβάθμιση των συναφών παροχών και στη δημιουργία δύο

κατηγοριών κοινωνικής πολιτικής: αγοραία διαθέσιμων, «ακριβών» και υψηλού

επιπέδου κοινωνικών υπηρεσιών από τη μια μεριά, αποσκελετωμένων και συμβολικών

παροχών για τους απόκληρους της παραγωγικής διαδικασίας από την άλλη.

Η πολιτική της επιλεκτικότητας, όμως, είναι κατ’ ουσίαν και αντισυνταγματική.

Κατά το Σύνταγμα, όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα, τόσο τα ατομικά όσο και τα

κοινωνικά, πρέπει να χαρακτηρίζονται από καθολικότητα εφαρμογής. Όλοι μετέχουν

σε αυτά, αν και, φυσικά, ο βαθμός συμμετοχής τους εξαρτάται από τις

πραγματικές συνθήκες, όπως «διαβάζονται» και μεταφράζονται νομικά μέσω των

αρχών της αναλογικότητας και ισότητας. Θα διανοούνταν κανείς να ζητήσει από

τους πλούσιους να πληρώνουν τη δημόσια αστυνομία όταν χρειαζόταν να επέμβει

για την προστασία της ζωής ή της ιδιοκτησίας τους; Τα δικαιώματα όμως στην

εκπαίδευση, στην υγεία και την κοινωνική ασφάλεια έχουν εξίσου με αυτά στη ζωή

και στην ιδιοκτησία συνταγματική κατοχύρωση. Άλλωστε, τα περισσότερα από

τούτα, καθιερώνουν προστασία από «καθολικούς» κινδύνους, στους οποίους είναι

εκτεθειμένο το σύνολο του πληθυσμού και η αντιμετώπισή τους συναρτάται στενά

με το δημόσιο συμφέρον.

Επιπλέον, οι συνέπειες για την προσωπική αυτονομία (αλλά και την αυτοεκτίμηση

και την αξιοπρέπεια) όσων είναι δέκτες των κοινωνικών παροχών είναι ιδιαίτερα

κρίσιμες εάν αυτές δεν λαμβάνονται ως γενικής εφαρμογής δικαίωμα, αλλά ως

επιλεκτική «εκδήλωση αλληλεγγύης», με άλλα λόγια ως έμπρακτη εκδήλωση του

οίκτου των συνανθρώπων. Αυτό που διακινδυνεύεται από μια γενίκευση των

παραπάνω αντιλήψεων της «προνοιακής κοινωνίας» είναι η υποκατάσταση της

ευθύνης και των υποχρεώσεων της Πολιτείας από μία νέα μορφή φιλανθρωπίας.

Συνεπώς, η καθολικότητα των κοινωνικών δικαιωμάτων και ο αναδιανεμητικός ρόλος

της κοινωνικής πολιτικής αποτελούν απαραίτητα συστατικά των συμβιβασμών που

υποβαστάζουν σήμερα την Πολιτεία μας και τον κοινό ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό.

Όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα, και τα κοινωνικά, πρέπει να είναι καθολικά,

αυτοδίκαια γενικής εφαρμογής. Όταν χάσουν αυτήν τη βασική τους ιδιότητα,

μετατρέπονται σε απλά εμπορεύματα, οπότε, κατά την προσφυή διατύπωση του

Dahrendorf «η πόρτα δεν μένει απλώς ανοικτή για το αόρατο χέρι της αγοράς,

αλλά κυρίως για το ορατό χέρι των κρατούντων που αφήνονται ελεύθεροι να πουν

στους ανθρώπους τι να κάνουν και πότε».

Ο δικηγόρος και διδάκτορας του Συνταγματικού Δικαίου Γιώργος Σ.

Κατρούγκαλος είναι συγγραφέας του βιβλίου «Το κοινωνικό κράτος στη

μεταβιομηχανική εποχή», Εκδόσεις Ιδρύματος Δ.-Θ. Τσάτσου, Α. Σάκκουλας, Αθήνα 1998.