Η χρονική περίοδος που έχει διαρρεύσει από τη συνάντηση κορυφής του

Λουξεμβούργου δεν μπορεί, βέβαια, να χαρακτηριστεί ως ιδιαίτερα εποικοδομητική

για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Η ΓΕΙΤΟΝΙΚΗ μας χώρα δείχνει να βρίσκεται, ακόμα, σε σύγχυση σχετικά με τη

στάση που θα τηρήσει απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια σύγχυση που

επιτείνεται από την πολλαπλότητα του κέντρου αποφάσεων και που επεκτείνεται

και στη συνολικότερη συμπεριφορά της απέναντι στην Ελλάδα. Η χώρα μας έχει

αναχθεί στον αποδιοπομπαίο τράγο της τουρκικής πολιτικής και της κοινής

γνώμης, που παρά το γεγονός ότι πολλοί γνωρίζουν τον πεπερασμένο ρόλο της,

αλλά και τον ρόλο τρίτων ευρωπαϊκών κρατών σχετικά με τους όρους του

Λουξεμβούργου, επιμένουν να της αποδίδουν σχεδόν αποκλειστική ευθύνη.

Η τουρκική αποτυχία στο Λουξεμβούργο ενίσχυσε ακόμα περισσότερο το στρατιωτικό

κατεστημένο και εξασθένησε την κυβέρνηση Γιλμάζ. Ενίσχυσε τον ήδη ισχυρό

τουρκικό στρατό, που, φυσικά, είχε εμπεδώσει τη θέση του τα τελευταία χρόνια,

τόσο λόγω του κουρδικού ζητήματος όσο και λόγω της ανόδου του ισλαμισμού. Και

ατυχώς για μας, η πλειοψηφούσα άποψη στους τουρκικούς στρατιωτικούς κύκλους

ταυτίζεται με μία εμμονή στην επιβολή μιας λύσης ισχύος, είτε με ειρηνικό είτε

με βίαιο τρόπο. Η πρώτη περίπτωση εκφράζεται με την άποψη ότι λύση στα

ελληνοτουρκικά πρέπει να δοθεί με συνολική διαπραγμάτευση όλων των

διεκδικήσεων και με πολιτικοποίηση των νομικών συστατικών τους, έτσι ώστε να

ευνοείται η χρήση της εικαζόμενης γεωπολιτικής υπεροχής της για την επίτευξη

υποχωρήσεων από την άλλη ­ τη δική μας ­ πλευρά. Στη δεύτερη περίπτωση, η

σταθερή υπόμνηση της στρατιωτικής παρουσίας στο Αιγαίο και στην Κύπρο, εκτός

από την εικαστική επισήμανση της συνεχιζόμενης διεκδίκησης στους αντίστοιχους

χώρους, μας υπενθυμίζει το ενδεχόμενο της βίαιης επιλογής, ως έναν ενδεχόμενο

τρόπο επίλυσης των εκκρεμοτήτων.


Απέναντι σε αυτήν την αναθέρμανση της οξύτητας ­ που αντανακλά και μια πάγια

πια τουρκική ανησυχία για την αδυναμία επίτευξης των ευρωπαϊκών και των

περιφερειακών στόχων της ­ η ελληνική κυβέρνηση δείχνει να ακολουθεί μία

ψύχραιμη στάση. Κι αυτή η στάση πρέπει να ενισχυθεί και να εκλογικευτεί, ώστε

στο στάδιο αυτό, όπου ριζικές αποφάσεις δεν μπορούν να ληφθούν, αλλά και που

μία απόλυτη καθήλωση στις σχέσεις των δύο χωρών δεν είναι δυνατή, να υπάρξουν

κινήσεις οι οποίες να αναιρούν ή να μετριάζουν τους κινδύνους και να προωθούν,

ταυτόχρονα, όσα θέματα μπορούν να προωθηθούν. Και για να γίνω λιγότερο

σιβυλλικός: η ελληνική πλευρά δεν μπορεί σήμερα να αγνοήσει δύο δεδομένα στις

σχέσεις που απαιτούν εγρήγορση και δράση. Κι αυτά είναι η ερεθιστική παρουσία

των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων στο Αιγαίο και η διαδικασία ένταξης της Κύπρου

στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν για όλα τ’ άλλα ζητήματα η σιωπή, η αποχή ή η

αδιαφορία μπορούν να κομίζουν χρυσό, για τα δύο αυτά απαιτείται πολιτική δράση

και απόφαση.

Το σκεπτικό μας είναι απλό: αν και με την Τουρκία μάς χωρίζει ένας μεγάλος

αριθμός προβλημάτων, των οποίων την πατρότητα έχει στις περισσότερες

περιπτώσεις ο γειτονικός αναθεωρητισμός, το στίγμα της καθημερινής, σχεδόν,

οξύτητας το προσφέρουν οι πτήσεις της τουρκικής αεροπορίας και τα συχνά

στρατιωτικά γυμνάσιά της. Αν δεν υπήρχαν αυτά τα έμπρακτα δείγματα

αντιπαλότητας και στη θέση τους είχαμε ρηματικές, σποραδικές δηλώσεις και

φραστικές αντεγκλήσεις η ατμόσφαιρα θα ήταν, φυσικά, διαφορετική. Κατά

συνέπεια, αυτό που δείχνει να απαιτεί πολιτική πράξη είναι η αναζήτηση

διπλωματικών λύσεων για την πλήρη απάλειψη του διεγερτικού αυτού φαινομένου ή,

σε κάθε περίπτωση, για τον μετριασμό του.

Το ίδιο απλό είναι το σκεπτικό μας και σε σχέση με την Κύπρο. Αν για την

περίπτωση της αιγαιακής υφαλοκρηπίδας και της αιγιαλίτιδας ζώνης η απόφαση

μπορεί να περιμένει, όπως έχει εξάλλου αναβληθεί για πάρα πολλά χρόνια, για το

Κυπριακό έχουμε βρεθεί σε μια καμπή με νομοτελειακές εξελίξεις. Η έναρξη των

ενταξιακών διαπραγματεύσεων και η συνέχισή τους με στόχο ένα αίσιο τέλος, δεν

αφήνουν πολλά περιθώρια αναβολών. Αν δεν υπάρξουν συντονισμένες ενέργειες ­

που να δρομολογηθούν οριστικά μετά τις κυπριακές εκλογές ­ δεν θα έχουμε

προετοιμάσει επαρκώς το έδαφος για να κάμψουμε ή ελαχιστοποιήσουμε την

τουρκική αδιαλλαξία και για να βοηθήσουμε στην απρόσκοπτη συνέχιση των

διαπραγματεύσεων Κύπρου – Ε.Ε.

Αν οι υποθέσεις εργασίας που παρουσίασα στις προηγούμενες παραγράφους είναι

ορθές, τότε η πολιτική που έχει ακολουθηθεί από την ελληνική κυβέρνηση στη

διάρκεια της κρίσης, όχι μόνον δεν πρέπει να τροποποιηθεί, αλλά πρέπει να

ενισχυθεί. Κωδικοποιώντας τους κύριους άξονές της θα την εντοπίσουμε με τις

παρακάτω προτάσεις:

Πρώτη πρόταση, η διατήρηση της αντίληψης επίλυσης των προβλημάτων με βάση το

Διεθνές Δίκαιο και με κύριο όργανο επίλυσης το Διεθνές Δικαστήριο. Η μέθοδος

αυτή εξουδετερώνει τη λογική ισχύος που πρυτανεύει στους τουρκικούς εγκεφάλους

και εξασφαλίζει ένα μεγάλο ποσοστό αντικειμενικότητας στην απονομή της

δικαιοσύνης, οριστικότητας στην επίλυση και δεσμευτικότητας στην εφαρμογή των

αποφάσεων. Είναι, δηλαδή, ο αντίποδας της πολιτικής λύσης, με όχημα τις

διμερείς διαπραγματεύσεις και τις παρεμβάσεις τρίτων, που οπωσδήποτε κομίζουν

στη σκηνή και τα δικά τους συμφέροντα.

Εδώ θα πρέπει να καταχωρήσω δύο υποσημειώσεις: α) η επίλυση των προβλημάτων

στη βάση Διεθνές Δίκαιο – Διεθνές Δικαστήριο δεν εξαφανίζει την προκριματική

χρήση των διμερών διαπραγματεύσεων ή άλλων μορφών διπλωματικών ανταλλαγών που

θα διευκολύνουν την προετοιμασία παραπομπής στο δικαστήριο. Αντίθετα, θα έλεγα

ότι αυτές οι μέθοδοι είναι χρήσιμες για την αναζήτηση και διατύπωση των

κατάλληλων ερωτημάτων στο Διεθνές Δικαστήριο. Και ταυτόχρονα χρήσιμες για να

αποκλειστεί το ενδεχόμενο εκπλήξεων που μπορεί να προκύψουν από την έλλειψη

συμφωνίας για τα επίδικα αντικείμενα και το εύρος τους. β) Η ειρηνική επίλυση

και η εμμονή στη δικαστική οδό δεν στοχεύει στην εξουδετέρωση του στρατιωτικού

παράγοντα, ως αποτρεπτικού μέσου. Αντίθετα θα έλεγα ότι η ύπαρξη ισχυρών και

αποτελεσματικών ενόπλων δυνάμεων διευκολύνει το ειρηνικό έργο. Εκείνο που έχει

σημασία είναι η διατήρηση της ειρηνικής επιλογής ως κέντρου του πολιτικού

λόγου μας, και η σταθερή προσήλωσή μας στα θεσμικά μέσα επίλυσης των προβλημάτων.

Δεύτερη πρόταση, η προσπάθεια μεταβατικών ρυθμίσεων όσο τα πρωτογενή

προβλήματα στο Αιγαίο δεν μπορούν να λυθούν. Η Τουρκία έχει κάθε λόγο να

υπερτονίζει τη στρατιωτική παρουσία της στο Αιγαίο, κι εμείς κάθε λόγο να

απολαμβάνουμε απρόσκοπτα τα νόμιμα δικαιώματά μας χωρίς τέτοιες παρεμβάσεις.

Αφού οι συνθήκες δεν επιτρέπουν προς το παρόν οριστικές λύσεις, και κατά

συνέπεια τη δημιουργία ριζικά διαφορετικών σχέσεων στο Αιγαίο, το ενδιαφέρον

επικεντρώνεται στη δημιουργία συνθηκών που να αναιρέσουν τις καθημερινές

τριβές. Στο τραπέζι του ΝΑΤΟ βρίσκονται αυτόν τον καιρό ορισμένες προτάσεις

που θα πρέπει να διερευνηθούν σοβαρά και από τις δύο πλευρές. Προϋπόθεση,

αναμφίβολα, της τελικής αποδοχής τους από την ελληνική πλευρά, η ανώδυνη

εφαρμογή τους. Η εφαρμογή τους, δηλαδή, με τέτοιο τρόπο και σε τέτοια έκταση

που να μην αποτελεί, με οποιονδήποτε τρόπο, πρόκριμα για το είδος των

μελλοντικών οριστικών επιλύσεων των εκκρεμοτήτων.

Τρίτη, και τελευταία πρόταση, η κινητοποίηση για το Κυπριακό. Ο χειρισμός του

Κυπριακού προβλήματος αφορά, βέβαια, την κυβέρνηση της Δημοκρατίας, και μόνον

δευτερογενώς την Ελλάδα. Ωστόσο, με δεδομένη την ιστορική εμπλοκή των εθνικών

κέντρων και τη θέση της Ελλάδας στην Ε.Ε., η πολιτική μας έχει ιδιάζουσα

σημασία για την έκβαση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Μια οριακή βελτίωση

των σχέσεών μας με την Τουρκία ­ με πρωτοβουλίες ελληνικές σε μη επίμαχα

ζητήματα ­ θα μπορούσε να αμβλύνει σχετικά τις σημερινές αντιστάσεις. Δεν

περιμένουμε, φυσικά, θαύματα, αλλά οριακές τροποποιήσεις που θα μπορούσαν να

βοηθήσουν τις διακοινοτικές διαπραγματεύσεις, μετά τις κυπριακές εκλογές.

Επίσης, μέσα στην Ε.Ε., η Ελλάδα πρέπει να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια

διπλωματικής δραστηριότητας για να βοηθήσει την εύτακτη εξέλιξη των ενταξιακών

διαπραγματεύσεων. Δεν θα ήταν, εξάλλου, άσκοπο να στηρίξει τις δυνάμεις

εκείνες στην Κύπρο που υποστηρίζουν την ανάγκη εμπλοκής των Τουρκοκυπρίων στη

διαπραγματευτική διαδικασία της ένταξης.

Αν και δεν είναι πιθανόν οι Τουρκοκύπριοι να υποχωρήσουν, στο ορατό μέλλον,

και να αποδεχτούν τη συμμετοχή αυτή, η ανάγκη να καταδειχτεί στην Ε.Ε. η

ετοιμότητα της κυπριακής κυβέρνησης για ένα τέτοιο εγχείρημα είναι, πιστεύω,

αυτονόητη. Κάτι που αναμφίβολα θα βοηθήσει στην άρση πολλών εμποδίων στη φάση

των διαπραγματεύσεων.

Ολοκληρώνω την ανάλυσή μου υπογραμμίζοντας, για άλλη μία φορά, την πεποίθησή

μου ότι η σημερινή συγκυρία δεν επιτρέπει μεγαλεπήβολα σχέδια πολιτικής για

την αντιμετώπιση των εκκρεμοτήτων. Αλλά όπως έχει γίνει κατανοητό από την

κυβέρνηση, δεν επιτρέπει ούτε την πολυτέλεια μιας διαφορετικά ευπρόσδεκτης

αδράνειας. Η φόρτιση της ατμόσφαιρας στο αιγαιακό τοπίο και η κινητικότητα στο

Κυπριακό μάς οδηγούν αναπότρεπτα στην πολιτική κινητοποίηση.

Ο Χ. Ροζάκης είναι καθηγητής του Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

και έχει διατελέσει υφυπουργός Εξωτερικών.