Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ πολιτική της Ελλάδας, στο κεφάλαιο, τουλάχιστον, που λέγεται

«Τουρκία», δεν έχει ευτυχήσει ιδιαίτερα ­ και τούτο διότι χαρακτηρίζεται από αδυναμίες:

1 Η ελληνική εξωτερική πολιτική περιστρέφεται, επικεντρώνεται,

καταναλώνεται αποκλειστικά σχεδόν στην επίλυση ενός ζητήματος, που πάντα το

έχει θέσει η τουρκική πλευρά. Σήμερα είναι «Ιμιοκεντρική». Στο άμεσο παρελθόν

ήταν «υφαλοκρηπιδοκεντρική».

Χρειάζεται η επεξεργασία μιας στρατηγικής που να εκκινά από την ουσία των

ελληνοτουρκικών διαφορών, να στηρίζεται στα γεωπολιτικά δεδομένα, να

αναπτύσσεται σε όλο το εύρος των μεγάλων θεμάτων, να έχει ευρύ χρονικό

ορίζοντα, προληπτικό και ενεργητικό και όχι μόνο παθητικό και κατασταλτικό χαρακτήρα.

2 Η πολιτική μας απέναντι στην Τουρκία πολλές φορές είναι ένα

«σκωτσέζικο ντους», που προκαλεί μεγάλες συγχύσεις στην ίδια την ελληνική

κοινωνία. Από τη συναίνεσή μας στην Τελωνειακή Ένωση Τουρκίας – Ευρωπαϊκής

Ένωσης στην παρ’ ολίγον πολεμική σύγκρουση μετά λίγους μήνες, στα Ίμια. Από

τους πανηγυρισμούς της κυβέρνησης Σημίτη για τη Μαδρίτη, στην κατά συρροήν

καταπάτηση του εναέριου χώρου μας μετά λίγους μήνες.

Χρειάζεται η συνεχής επεξεργασία μιας συγκροτημένης, σταθερής τακτικής, όπου

στα δικά μας θετικά βήματα θα αντιστοιχούν συγκεκριμένα ανταλλάγματα της

Τουρκίας (που δεν έγινε με την Τελωνειακή Ένωση). Η τακτική μας δεν πρέπει να

υπαγορεύεται από σχέδια εσωτερικού εντυπωσιασμού (όπως έγινε με τη Συμφωνία

της Μαδρίτης) ή από εσωκυβερνητικές αντιπαραθέσεις τάσεων (όπως συχνά γίνεται).


3 Η ελληνική εξωτερική πολιτική συμπιέζεται σε απόλυτα στερεότυπα, όπως

«όλες οι τουρκικές κυβερνήσεις ασκούν ακριβώς την ίδια πολιτική».

Η σημερινή Τουρκία αναδεικνύεται μια χώρα σε μετάβαση, με μεγάλες αντιθέσεις

και συγκρούσεις. Η ελληνική εξωτερική πολιτική πρέπει να διακρίνει, να εκτιμά

και να αξιοποιεί τις οποιεσδήποτε διαφοροποιήσεις, ακόμη και δευτερεύουσες και

όχι θεαματικές, ακόμα και αν όλες είναι αρνητικές, ανάμεσα στον σκληρό

κεμαλισμό του στρατιωτικοπολιτικού κατεστημένου, στον νεοοθωμανισμό των

ισλαμιστών, τον ατελή ευρωπαϊσμό των οικονομικών παραγόντων της Κωνσταντινούπολης.

4 Η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν έχει την ικανότητα να στηρίζεται,

να προβάλλει, να αξιοποιεί σοβαρούς διεθνείς παράγοντες, όπως η Διεθνής

Διάσκεψη για το Δίκαιο της Θάλασσας, που αναγνωρίζει αιγιαλίτιδα ζώνη και

εναέριο χώρο 12 μιλίων. Φτάσαμε μάλιστα τελευταία να έχουμε μείνει μόνοι

σχεδόν στη θέση μας για 10 μίλια εναέριο χώρο, απέναντι στη θέση της Τουρκίας,

που στηρίζεται από ΗΠΑ και ΝΑΤΟ, ότι αυτός περιορίζεται σε 6 μόνο μίλια. Τα

πορίσματα του Δικαίου της Θάλασσας πρέπει να αποτελέσουν κεντρικό σημείο της

διαπραγματευτικής μας πολιτικής.

5 Η επίσημη πολιτική θυσιάζει εύκολα και πρακτικά εγκαταλείπει θέματα

που χαρακτηρίζονται ως «μικρά», όπως είναι για παράδειγμα ο Ελληνισμός της

Ίμβρου και της Τενέδου, οι περιουσίες της Πόλης κ.ά.

Τα ζητήματα αυτά οφείλουν να είναι ενταγμένα οργανικά στην ασκούμενη εξωτερική

πολιτική, να μη «χαρίζονται» στην Τουρκία, να συνδέονται με ευρύτερες

διαστάσεις, όπως η εφαρμογή της Συνθήκης της Λωζάννης, και ­ όπως δείχνει η

εμπειρία από τα ψηφίσματα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ­ να προκαλούν μια ισχυρή

στήριξη προς τις ελληνικές θέσεις.

6 Οι στόχοι μας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις συνεχίζουν να διακρίνονται

από υποχωρητικότητα απέναντι στον αμερικανικό παράγοντα και από

ετεροπροσδιορισμό, όπως η Συμφωνία της Μαδρίτης, που έπεσε «ουρανοκατέβατη»,

χωρίς να εντάσσεται στον δικό μας προγραμματισμό. Οι ΗΠΑ είναι η μεγάλη

παγκόσμια πολιτικοστρατιωτική δύναμη. Έχουμε κάθε λόγο να επιδιώκουμε καλές

σχέσεις και έλλειψη τριβών. Έχουμε υποχρέωση όμως να αντιμετωπίζουμε

αποτελεσματικά αμερικανικές κινήσεις εις βάρος μας και να διεκδικούμε

αξιοπρέπεια και σεβασμό για τη χώρα μας, πράγμα που δεν έχουμε καταφέρει, όπως

πάλι φαίνεται μέσα από τις πρώτες τοποθετήσεις του νέου πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Αθήνα.

7 Η Ελλάδα έχει μια ταλαντευόμενη, αντιφατική, και γι’ αυτό ευαίσθητη

σε πιέσεις, πολιτική στο θέμα της αξιοποίησης του ρόλου της ως μέλους της

Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παγώνει για χρόνια τα χρηματοδοτικά πρωτόκολλα της Ε.Ε.

προς την Τουρκία, ξαφνικά συμφωνεί όμως με την Τελωνειακή Ένωση. Δίνει το

πράσινο φως για την Τελωνειακή Ένωση, παγώνει όμως έπειτα από λίγες εβδομάδες

τη χρηματοδοτική συνεργασία. Η Ελλάδα οφείλει να διαμορφώσει μια θέση αρχής

για τις ευρωτουρκικές σχέσεις. Επιθυμούμε μια Τουρκία προσανατολισμένη προς

την Ευρώπη. Ο δρόμος όμως αυτός απαιτεί τις ίδιες προϋποθέσεις σεβασμού του

Διεθνούς Δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της εδαφικής ακεραιότητας των

γειτόνων όπως και για κάθε άλλη χώρα. Χωρίς πρόοδο στα θέματα αυτά, η Ελλάδα

δεν μπορεί να δίνει το πράσινο φως στην αναβάθμιση των ευρωτουρκικών σχέσεων.

8 Υπάρχει πολλές φορές στρεβλή ή αποσπασματική ανάπτυξη των σχέσεων με

τα κράτη του ευρύτερου γεωπολιτικού χώρου που επηρεάζουν τις ελληνοτουρκικές

σχέσεις. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, η κατανάλωση πολύτιμων δυνάμεων σε λάθος

πολιτικές στα Βαλκάνια, η υποβαθμισμένη συμμετοχή μας στο Πρόγραμμα

Μεσογειακής Συνεργασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ελάχιστη αξιοποίηση της

ευρύτερης αντίδρασης στη στρατιωτική συνεργασία Τουρκίας – Ισραήλ.

Χρειάζεται πολυεπίπεδη, συνεχής και μακροπρόθεσμη παρέμβαση στην περιβάλλουσα

περιοχή. Η συμβολή μας στην ανάπτυξη, π.χ., των τάσεων προσέγγισης Ιράν –

Δύσης, στη σταθεροποίηση του Καυκάσου, στο κοινοτικό πρόγραμμα MEDA, μπορεί να

τροποποιήσει τα στρατηγικά δεδομένα σε ολόκληρη την περιοχή και να φέρει

θετικές μετατοπίσεις στον πολιτικό συσχετισμό Ελλάδας – Τουρκίας.

9 Παρουσιάζεται αδυναμία εναρμόνισης κεντρικών στόχων της εξωτερικής

μας πολιτικής με ευρύτερες διεθνείς τάσεις. Χαρακτηριστική περίπτωση η ελλιπής

σύνδεση του Κυπριακού με τις διαδικασίες Ντέιτον στην πρώην Γιουγκοσλαβία, την

καταδίκη της εθνικής κάθαρσης, την άρνηση κρατικής διάστασης της Βοσνίας.

Ειδικά το Κυπριακό, πρέπει να ενταχθεί στις σύγχρονες τάσεις ενάντια στην

εθνική κάθαρση, για τις πολυπολιτισμικές κοινωνίες, στο δικαίωμα επιστροφής

των προσφύγων. Η Λευκωσία πρέπει να προβληθεί ως η μόνη μεταψυχροπολεμική

ευρωπαϊκή πρωτεύουσα με «τείχος του αίσχους».

10 Πολλές φορές η συμπαράσταση στους αγωνιζόμενους για τη δημοκρατία

Τούρκους γίνεται προσχηματικά ­ φτάνει ως εκεί που μας χρειάζεται για

προπαγανδιστικούς λόγους. Και άλλες φορές μια ευρωπαϊκής υπαγόρευσης

«ρεαλπολιτίκ» οδηγεί σε αποσιωπήσεις των μεγάλων προβλημάτων δημοκρατίας της

Τουρκίας, είτε σε σχέση με τους Κούρδους, είτε με τους εργαζομένους, είτε την Αριστερά.

Οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι η πορεία επίλυσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων

είναι πορεία παράλληλη με τον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας. Να έχουμε μια

ειλικρινή και βαθιά συμπαράσταση στις δυνάμεις της δημοκρατίας, της κοινωνικής

δικαιοσύνης και τις εθνικές μειονότητες της Τουρκίας. Να μη συμμετέχουμε στις

εκάστοτε ευρωπαϊκές «συνωμοσίες σιωπής» απέναντι σε φυλακίσεις, εξαφανίσεις,

δολοφονίες, με επιχειρήματα του τύπου «ας βγάλουν οι Γάλλοι ή οι Γερμανοί τα

κάστανα από τη φωτιά». Και οφείλουμε να μη συγχέουμε, όπως δυστυχώς γίνεται

πολύ συχνά, τις σχέσεις σε επίπεδο κοινωνίας των πολιτών ­ όπου πρέπει να

έχουμε ασταμάτητες και εμπνευσμένες πρωτοβουλίες επαφών, συναντήσεων,

συνεργασίας ­ με τις κρατικές σχέσεις ­ όπου πρέπει να υπάρχει ισορροπία

δυνάμεων, σταθερότητα, αποτελεσματική πολιτική διαπραγμάτευση».

Ο Αλέκος Αλαβάνος είναι ευρωβουλευτής του ΣΥΝ. Το άρθρο του

αυτό βασίζεται σε τοποθέτησή του κατά την πρόσφατη παρουσίαση δύο

βιβλίων του καθηγητή Χρ. Γιαλουρίδη