Όσοι μελετούν την ιστορία των διεθνών σχέσεων γνωρίζουν καλά ότι ουδέν κρυπτόν

υπό τον ήλιον, ιδιαίτερα στον τομέα της απαλλαγής ενός κράτους από τους

εσωτερικούς του αντιπάλους. Όλες οι κυνικές τακτικές έχουν εφαρμοστεί, όλες οι

ειδεχθείς στρατηγικές έχουν δοκιμαστεί και αλλού και άλλοτε. Είναι επίσης

ολοφάνερο ότι ο Μακιαβέλι ποτέ δεν έπιασε σκόνη στα κυβερνητικά ράφια.

Παρ’ όλα αυτά ο κόσμος προχωράει και οι ηγεσίες προσαρμόζονται αναγκαστικά.

Μαζί με την κατάκτηση του κράτους πρόνοιας, ανέτειλε ευτυχώς η εποχή της

προστασίας των πολιτών από το κράτος τους. Τα βήματα υπήρξαν βασανιστικά αργά

και επιταχύνθηκαν μόνο μετά την πίεση της κοινής γνώμης, των μέσων ενημέρωσης,

της διεθνούς κοινότητας. Οι άνθρωποι, οι πολίτες γενικά, και οι πολίτες μέλη

μιας μειονότητας ειδικά, απέκτησαν συγκεκριμένα δικαιώματα και τη δυνατότητα

να τα διεκδικούν νόμιμα και δυναμικά.

Υπάρχει, όμως, ένα κράτος του οποίου οι σχετικές τακτικές έμειναν απίστευτα

αδιαφοροποίητες από το πέρασμα του χρόνου, την αλλαγή των διεθνών

κοινωνικοπολιτικών δεδομένων, τις ρυθμίσεις του διεθνούς δικαίου, την πίεση

των διεθνών οργανισμών, των ανθρωπιστικών οργανώσεων, της κοινής γνώμης:

Η Τουρκία. Η χώρα αυτή αντιμετώπισε την εξέγερση των Ελλήνων υπηκόων της το

1821 με τις διαβόητες σφαγές της Χίου και της Κωνσταντινούπολης. Σε όσους

Ευρωπαίους τόλμησαν να διαμαρτυρηθούν, δόθηκε η εξίσου διαβόητη απάντηση του

υπουργού Εξωτερικών της Πύλης: «Εμείς ξέρουμε καλύτερα πώς πρέπει να φερόμαστε

στους υπηκόους μας!».

Θα μου πείτε μιλάμε για τη σκοτεινή εποχή της Ιερής Συμμαχίας, της ευρωπαϊκής

αντεπανάστασης. Θα σας απαντήσω ότι με τα λόγια αυτά ακριβώς οι Τούρκοι

επίσημοι αντιπαρήλθαν, εκατό ολόκληρα χρόνια μετά, τον διεθνή αποτροπιασμό για

τη σφαγή των Αρμενίων. Το επιχείρημα ανασύρθηκε έκτοτε πολύ συχνά. Όσο και να

διερήγνυαν τα ιμάτιά τους οι Έλληνες μειονοτικοί της Κωνσταντινούπολης ότι

είχαν συγκεκριμένα δικαιώματα βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης, οι Τούρκοι

απαντούσαν ότι η ρύθμιση της ζωής των υπηκόων τους είναι δική τους υπόθεση

άσχετη με το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες.

Αυτό είπαν και στον Πατριάρχη όταν επέβαλαν στους Ορθόδοξους κληρικούς να

πετάξουν τα ράσα και την παράδοσή τους στα σκουπίδια: Η Τουρκία είναι πια

λαϊκό κράτος, το Πατριαρχείο είναι μέσα στην Τουρκία, άρα ο Πατριάρχης πρέπει

να κυκλοφορεί με κοστούμι! Όταν το θέμα συζητήθηκε στην Κοινωνία των Εθνών, οι

Τούρκοι υπογράμμισαν ότι οι μειονότητές της ήταν πολύ ευχαριστημένες με τις

εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις που είχε εγκαινιάσει το κράτος!!!

Για λόγους ευνόητους, οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής επέτρεψαν σχεδόν σε κάθε

περίπτωση στην Τουρκία να παίζει ανενόχλητη το φονικό παιχνίδι της εις βάρος

των μειονοτήτων. Τυπική η περίπτωση της επιβολής του βαρύτατου φόρου varlik

vergisi στην περιουσία των Ελλήνων, Αρμενίων, Εβραίων το 1941. Όσοι

μειονοτικοί δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν, αντιμετώπισαν κατάσχεση των

περιουσιών τους και εκτόπιση ολόκληρης της οικογενείας τους στα στρατόπεδα της

Κεντρικής Μ. Ασίας για καταναγκαστικά έργα.

Για τους χιλιάδες εκτοπισμούς που οδήγησαν ακόμα και στον θάνατο πολλούς

καταδίκους, η Τουρκία αρνήθηκε να απολογηθεί. Ήταν ένα εσωτερικό φορολογικό

της ζήτημα. Φυσικά, όλοι γνώριζαν ότι το βασικό κριτήριο για την επιβολή του

φόρου ήταν η γλώσσα και η θρησκεία και όχι η περιουσία.

Παρά όμως τις προσπάθειες της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης οι Βρετανοί και

Αμερικανοί πρέσβεις στην Άγκυρα αρνήθηκαν να πιέσουν την Τουρκία «για ένα

ζήτημα καθαρά εσωτερικό που θα την οδηγούσε στην αγκαλιά της Γερμανίας». Το

Foreign Office συμφώνησε απολύτως: «μπορεί αυτή η στάση να είναι κυνική και να

αγνοεί τους κανόνες της ηθικής αλλά πρέπει να πούμε ότι είναι η σωστή πολιτική».

Εσωτερικές υποθέσεις λοιπόν και για τους ισχυρούς του κόσμου η τύχη των

αδυνάτων της Τουρκίας. Τώρα, όμως, η ιστορία ετοιμάζει μία από τις γνωστές της

φάρσες. Οι Κούρδοι από εσωτερικό πρόβλημα της Τουρκίας θα γίνουν αίφνης

εσωτερικό πρόβλημα της Γερμανίας (και όχι μόνο) και αμέσως μετά διεθνές

πρόβλημα προς άμεση επίλυση.

Η Λένα Διβάνη είναι επίκουρος καθηγήτρια της Διπλωματικής Ιστορίας στη

Νομική Σχολή Αθηνών.