Η συνεργασία των πολιτικών δυνάμεων του «παραδοσιακού» ή «νέου» Κέντρου και

της Αριστεράς, ως θέμα, συνεχώς έρχεται στην επικαιρότητα και όσο θα

πλησιάζουν οι εκλογές για την Τ.Α. και τη Ν.Α. θα ξαναφουντώνει.

Ο Πρωθυπουργός Κ. Σημίτης στην κούρσα της διαδοχής και της ανάδειξης της νέας

ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ σήκωσε τη σημαία της Κεντροαριστεράς και του εκσυγχρονισμού.

Οι λόγοι πολλοί.

Πρώτα απ’ όλα η σηματοδότηση μιας νέας πορείας του ΠΑΣΟΚ. Η ανάγκη

διαμόρφωσης μιας νέας πολιτικής και στρατηγικής για την ανανέωση και

ανασυγκρότηση του ΠΑΣΟΚ ως σύγχρονου σοσιαλιστικού κόμματος. Η ανάγκη

επανασύνδεσης της πολιτικής με την ηθική. Η ανάγκη επαναφοράς της πολιτικής

στο προσκήνιο σε μια περίοδο που φαίνεται να είναι αιχμάλωτη των μεγάλων

οικονομικών συμφερόντων και των ΜΜΕ.

Δεύτερο, η αναζωπύρωση του ιδεολογικοπολιτικού προβληματισμού. Ο

επαναπροσδιορισμός της θέσης και του ρόλου της Αριστεράς στον σύγχρονο κόσμο

και τις προκλήσεις του. Μάλιστα τονίζεται ότι η Αριστερά στο πεδίο της Ε.Ε.

στα επόμενα χρόνια προς τον 21ο αιώνα θα επισφραγίσει ή όχι την ηγετική,

ανανεωτική και δημιουργική της παρουσία.

Τρίτο, ο προσδιορισμός του γεωγραφικού – κοινωνικού και πολιτικού χώρου

στον οποίο στηρίζεται και απευθύνεται η σύγχρονη Αριστερά. Οι αλλαγές στην

κοινωνική διαστρωμάτωση, στις παραγωγικές και εργασιακές σχέσεις. Οι

σημαντικές ανακατατάξεις στην παραδοσιακή εργατική τάξη και τα λεγόμενα

μικρομεσαία στρώματα, ο ρόλος των διανοουμένων χρειάζονται νέες προσεγγίσεις

και αναλύσεις.

Τέταρτο, η αναθέρμανση μιας συζήτησης και η διεύρυνση των δυνατοτήτων

και των προϋποθέσεων για τη συνεργασία των πολιτικών δυνάμεων της

Κεντροαριστεράς (ΠΑΣΟΚ – ΚΚΕ – ΣΥΝ – ΔΗΚΚΙ). Μάλιστα, στον απόηχο μιας

τραυματικής ιστορικής εμπειρίας συνεργασίας ή σωστότερα αντιπαλότητας και

ναυαγίων των αριστερών σχηματισμών στη χώρα μας πριν από και μετά τη

μεταπολίτευση. Μια εμπειρία που η υπόθεση της συνεργασίας ακόμη και στον χώρο

της παραδοσιακής ή ανανεωτικής κομμουνιστικής Αριστεράς, όποτε επιχειρήθηκε,

έμεινε στο πλαίσιο του «αρραβώνα». Ακόμη και ο «γάμος» του ΣΥΝ της Αριστεράς

και της Προόδου (ΚΚΕ, ΕΑΡ, ΕΔΑ) οδηγήθηκε πολύ γρήγορα σε «διαζύγιο» με τον

βασικό κορμό της παραδοσιακής κομμουνιστικής Αριστεράς, το ΚΚΕ.

Πέμπτο, η διερεύνηση και εφαρμογή ενός νέου μοντέλου διακυβέρνησης του

τόπου που θα στηρίζεται στην ευρύτερη δυνατή πολιτική και κοινωνική συμμετοχή

και συναίνεση. Μια συμμετοχή που αφορά τον πολίτη και τον πυρήνα της

δημοκρατίας στον τόπο μας. Μια συναίνεση που οικοδομείται μέσα από έναν

επίπονο δημόσιο, κοινωνικοπολιτικό διάλογο.

Έκτο, η διαμόρφωση ενός μεγάλου πλειοψηφικού ρεύματος της

Κεντροαριστεράς που θα οδηγήσει τη χώρα στον 21ο αιώνα και που θα παίξει

ενεργητικό ρόλο στις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Μια τέτοια προοπτική προϋποθέτει

νέο σχέδιο και στρατηγική των δυνάμεων της Αριστεράς.

Στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ ορισμένοι επιχείρησαν να «αναθεματίσουν» αυτό το

εγχείρημα ως μια κίνηση ιδεολογικοπολιτικής μετακίνησης, του ρεύματος των

«εκσυγχρονιστών» προς το κέντρο και προς τα δεξιά. Οι εκσυγχρονιστές

κατηγορήθηκαν για σοσιαλδημοκράτες ή τεχνοκράτες χωρίς ιδεολογικό και

κοινωνικό πολιτικό στίγμα. Χαρακτηρίσθηκαν ως «δεξιόστροφοι» που

«αποπαπανδρεοποιούν» το ΠΑΣΟΚ.

Από τα άλλα κόμματα η υπόθεση της Κεντροαριστεράς αντιμετωπίστηκε ως τακτικός

ελιγμός του ΠΑΣΟΚ με στόχο την ψηφοθηρία και την ενίσχυση της πολυσυλλεκτικής

του ικανότητας.

Το ΚΚΕ, κυρίως για λόγους ιδεολογικοπολιτικούς αλλά και για πόλους τακτικής,

περιχαράκωσης της εκλογικής βάσης, αρνείται και αντιπαλεύει αυτή την

προσπάθεια. Το ΔΗΚΚΙ, όχι τόσο για λόγους ιδεολογικοπολιτικούς αλλά μπροστά

στον φόβο της ενσωμάτωσης και του «επαναπατρισμού» των ψηφοφόρων του στο

ΠΑΣΟΚ, συνεχίζει να υψώνει τους τόνους της αντιπαράθεσης.

Ο ΣΥΝ έχει επιλέξει συνειδητά ή μη την τακτική «με το ένα πόδι μέσα και με το

άλλο έξω». Συνυπάρχουν στο εσωτερικό του ισχυρές διαφορετικές απόψεις. Είναι

όμως, κατά την άποψή μου, ο ΣΥΝ το κατώφλι για να ανοίξει ένας μεγάλος και

ειλικρινής διάλογος των δυνάμεων της Κεντροαριστεράς. Η αντιπαλότητα στον χώρο

των δυνάμεων της Αριστεράς, η εσωστρέφεια, ο μονόλογος, η περιχαράκωση των

δυνάμεων είναι δυστυχώς συνήθη φαινόμενα στη χώρα μας. Ο διάλογος ανάμεσα στα

κόμματα της Αριστεράς φαίνεται ως δρόμος μετ’ εμποδίων. Είναι όμως ανάγκη να

περάσουμε στη δράση για την απαγκίστρωση από τις αγκυλώσεις και τις

τραυματικές εμπειρίες του χθες. Τα προβλήματα της χώρας μας και οι γενικότερες

εξελίξεις στην Ε.Ε. δεν είναι για μια μονοκομματική κυβέρνηση και για τον

ορίζοντα μιας τετραετίας.

Η Αριστερά μπορεί και πρέπει να το τολμήσει. Μπορούν στο ίδιο τραπέζι τα

κόμματα στην κορυφή, την περιφέρεια ή τη βάση ­ σε τοπικό επίπεδο ­ να

διαμορφώσουν κοινό πλαίσιο αρχών, θέσεων, αλλά και δράσης σε συγκεκριμένα

θέματα ή κοινωνικούς χώρους και θεσμούς.

α. Το πεδίο της Ε.Ε. είναι ένας προνομιακός χώρος για συγκλίσεις και

κοινές δράσεις των δυνάμεων της Κεντροαριστεράς (ΟΝΕ – ΚΕΠΠΑ – Ταμεία κ.ά.).

β. Οι μεταρρυθμίσεις στη Δημόσια Διοίκηση, στην Περιφέρεια, στη Ν.Α.

και στην Τ.Α. με τους νέους ισχυρούς δήμους είναι πεδίο για διάλογο,

συγκλίσεις και συνεργασίες των κεντροαριστερών δυνάμεων.

γ. Το πεδίο του κοινωνικού κράτους, που αποτελεί προνομιακό χώρο της

Αριστεράς και που σήμερα πραγματικά δοκιμάζεται, μπορεί και πρέπει να γίνει το

κατώφλι για ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές συνεργασίες των διαφόρων

σχηματισμών της Αριστεράς.

δ. Ο χώρος των θεσμών από την αναγκαία συνταγματική αναθεώρηση για την

αναβάθμιση της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος ώς τη θωράκιση της

πολιτικής και της τιμής του πολιτικού κόσμου (πόθεν έσχες, εκλογικές δαπάνες,

οικονομικά κομμάτων κ.ά.) έναντι των οικονομικών συμφερόντων αλλά και των ΜΜΕ.

Θα κερδίσουμε το μέλλον σε όφελος του λαού, αν τολμήσουμε να κάνουμε πράξη το

εγχείρημα για τη διαμόρφωση ενός ισχυρού πλειοψηφικού ρεύματος της Κεντροαριστεράς.

Ο Λουκάς Θ. Αποστολίδης είναι Γ’ αντιπρόεδρος της Βουλής και πρόεδρος της

Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων.