Είναι, πράγματι, παράδοξο: στην Ελλάδα αναθεματίζουμε κάθε διαφωνούντα με την

εξωτερική μας πολιτική ως… «εθνικιστή». Και ταυτόχρονα ενθαρρύνουμε τους

πραγματικούς εθνικιστές της Άγκυρας, να κλιμακώσουν την επιθετικότητά τους

εναντίον μας. Πράγματι, οι τελευταίες εξελίξεις δικαίωσαν πλήρως όσους είχαν

εκφράσει τις διαφωνίες τους με τη Συμφωνία της Μαδρίτης.

Υποστήριξαν, κατ’ αρχήν, ότι η «δέσμευση» της Τουρκίας περί σεβασμού του

Διεθνούς Δικαίου ήταν κενή περιεχομένου. Και ήλθε ο ίδιος ο κ. Γιλμάζ να τους

επαληθεύσει, διακηρύσσοντας ότι στο Αιγαίο οι διαφορές δεν θα λυθούν με βάση

το Διεθνές Δίκαιο.

* Δεύτερον, οι διαφωνούντες επισήμαιναν ότι η Συμφωνία της Μαδρίτης έθετε (και

πάλι) το Κυπριακό «στο ράφι»! Απομόνωνε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις από τις

εξελίξεις στο Κυπριακό. Και μάλιστα ακούστηκε η απίθανη διπλωματική θεωρία

κατακερματισμού των ελληνοτουρκικών διαφορών σε επιμέρους θέματα και

αντιμετώπισης καθενός χωριστά.

Η τακτική αυτή του… «μπακλαβά» (peace-meal process την αποκαλούν οι

Αγγλοσάξονες), ενδείκνυται για διμερείς σχέσεις όπου δεν υπάρχει εκατέρωθεν

απειλή, αλλά υπάρχει κοινά αποδεκτό θεσμικό πλαίσιο. Οπότε διαφορετικά

προβλήματα, με μεταξύ τους διαπλοκές, ξεχωρίζονται και λύνονται ένα προς ένα,

μέσα από «θεσμισμένο διάλογο». Τέτοια είναι η παράδοση των διαπραγματεύσεων

και των συμβιβασμών στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης…

Αλλά στα ελληνοτουρκικά δεν υπάρχουν τέτοιες συνθήκες: υπάρχει σαφής και

διακηρυγμένη απειλή από την πλευρά της Τουρκίας, ενώ η Άγκυρα δεν δέχεται το

πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου. Στη Μαδρίτη, ατύπως, υιοθετήσαμε εκείνη τη

διπλωματική προσέγγιση του «θεσμισμένου διαλόγου», που είναι απολύτως δόκιμη

μεταξύ εταίρων στην Ευρώπη, αλλά και απολύτως ανεφάρμοστη απέναντι σε

επεκτατιστή γείτονα.

* Όσοι διαφωνούσαν με την Συμφωνία της Μαδρίτης προέβλεψαν, επίσης, ότι η

Τουρκία θα εκμεταλλευτεί την εκ νέου υποβάθμιση του Κυπριακού από την Ελλάδα,

για να κάνει το «επόμενο βήμα» στην Κύπρο. Και λίγες εβδομάδες αργότερα οι

εξελίξεις ­ δυστυχώς ­ τους δικαίωσαν. Η Άγκυρα ξεκίνησε τη διαδικασία

προσάρτησης των κατεχομένων! Ύστερα από τις δηλώσεις Γιλμάζ για το Αιγαίο και

τις δηλώσεις Ετσεβίτ στην Κύπρο, τίποτε δεν έχει μείνει όρθιο από το λεγόμενο

«πνεύμα της Μαδρίτης». Που κατάντησε πλέον «άδειο κέλυφος»…

* Τέλος, όσοι διαφωνούσαν με τη Συμφωνία της Μαδρίτης υποστήριζαν ότι καμιά

νέα τουρκική παρασπονδία δεν θα εξέθετε την Τουρκία περισσότερο απ’ ό,τι έχει

ήδη εκτεθεί στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης. Το σφάλμα αυτό το έχουμε

κάνει πολλές φορές μέχρι σήμερα: κάθε τόσο φαινόμαστε διαλλακτικοί για να

εκθέσουμε την Τουρκία, ενθαρρύνουμε έτσι την τουρκική επιθετικότητα, η Άγκυρα

δημιουργεί νέα τετελεσμένα εις βάρος μας, οι σύμμαχοί μας διαμαρτύρονται

φραστικώς και, τέλος, εξατμίζονται οι συμμαχικές «διαμαρτυρίες», ενώ

παραμένουν τα νέα τουρκικά τετελεσμένα. Επί των οποίων, όλοι μάς ζητούν να

διαπραγματευτούμε… Μετά το μορατόριουμ του 1982, είχαμε την ανακήρυξη του

ψευδοκράτους. Μετά την άρση του ελληνικού veto για την τελωνειακή ένωση της

Τουρκίας (Μάρτιος 1995) είχαμε τη διακήρυξη του casus belli και την κρίση των

Ιμίων. Μετά τη Συμφωνία της Μαδρίτης, είχαμε το πρώτο βήμα προσάρτησης των

κατεχομένων. Όντως, αυτή την «έμμονη ιδέα» ­ ότι έτσι εκθέτουμε διεθνώς την

Τουρκία ­ την έχουμε πληρώσει ακριβά.

Κάθε διαπραγμάτευση επιτυγχάνει όταν αμφότερες οι πλευρές έχουν σοβαρά κίνητρα

να συνδιαλλαγούν. Εμείς με τη διαλλακτικότητά μας δίνουμε κίνητρα στην Τουρκία

να κλιμακώνει την επιθετικότητά της εναντίον μας. Και να δημιουργεί νέα

τετελεσμένα ­ και στο Αιγαίο και στην Κύπρο.

Καιρός να κάνουμε κάτι σοβαρό: αποτροπή! Μεθοδικά και αθόρυβα, χωρίς υψηλούς

ρητορικούς τόνους. Χωρίς ταλαντεύσεις, αλλά και χωρίς άλλες καθυστερήσεις. Όχι

για να συγκρουστούμε με την Τουρκία. Αλλά για να της δώσουμε κίνητρα να

συνδιαλλαγεί σοβαρά μαζί μας. Και για να της αφαιρέσουμε κάθε κίνητρο

μελλοντικής επιθετικότητας. Η αποτροπή δεν αποκλείει τον διάλογο ­ αντιθέτως

είναι απαραίτητη προϋπόθεση διαπραγματεύσεων και ειρήνης. Κι εμείς δεν

καταφέραμε μέχρι τώρα να κάνουμε σοβαρές διαπραγματεύσεις, γιατί δεν

φροντίσαμε να κάνουμε προηγουμένως αξιόπιστη αποτροπή.

Η Συμφωνία της Μαδρίτης δεν ήταν πολιτική ειρήνης! Αποδείχθηκε «άδειο κέλυφος»

πασιφιστικής ρητορείας, ψευδαισθήσεων και έκδηλης πλέον αμηχανίας.

Η κυβέρνησή μας θα προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στον τόπο και τον εαυτό της, αν

εγκαταλείψει σιωπηλώς το «άδειο κέλυφος» της Μαδρίτης και καταπιαστεί σοβαρά

με την αποτροπή. Πριν καταστεί «άδειο κέλυφος» και αυτή…

Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης είναι δημοσιογράφος – οικονομολόγος