Σήμερα θα προσπαθήσω να ανασυνθέσω το πορτρέτο του πανεπιστημιακού δασκάλου,

έτσι γκροτέσκο όπως εμφανίστηκε στον ελληνικό Τύπο με αφορμή την πρόσφατη

ψήφιση του νομοσχεδίου Αρσένη για την εξέλιξη του μελών ΔΕΠ.

Για να γίνω αντιληπτή από όλους, θα αναφέρω συμπυκνωμένη τη φιλοσοφία του

νόμου Σουφλιά για την κατάργηση του οποίου αγωνίστηκαν οι πανεπιστημιακοί όλων

των ιδρυμάτων της χώρας. Κατά τον νόμο αυτό, για την εξέλιξη ενός λέκτορα λ.χ.

σε επίκουρο καθηγητή, δεν λαμβανόταν υπ’ όψιν ούτε το ερευνητικό έργο ούτε οι

επιδόσεις του στη διδασκαλία ούτε και κανένα άλλο επιστημονικό κριτήριο.

Ο νεαρός (και συνεπώς ορεξάτος για δουλειά) επιστήμονας ήταν υποχρεωμένος να

μείνει στάσιμος επί τουλάχιστον 7 χρόνια στη βαθμίδα του, ακόμα και στην

περίπτωση που ήταν ο Αλβέρτος Αϊνστάιν και χάριζε στην ανθρωπότητα την

περίφημη εξίσωσή του. Ακόμα και μετά την παρέλευση της υποχρεωτικής επταετίας

ο Έλληνας Αϊνστάιν δεν θα κρινόταν για επίκουρος καθηγητής αν το υπουργείο

Παιδείας δεν είχε την πολιτική πίεση και το χρήμα για να δημιουργήσει μια

αντίστοιχη θέση στο αντίστοιχο ΑΕΙ. Εν ολίγοις θα έμενε στάσιμος ίσως και για

όλη του την (επαγγελματική) ζωή! Θαυμάσιο κίνητρο, αν συνδυαστεί μάλιστα με

τις απίστευτα χαμηλές αποδοχές των πανεπιστημιακών εν Ελλάδι.

Θα μου πείτε, συγκρίνετε τους Έλληνες πανεπιστημιακούς με τον Αϊνστάιν; Φυσικά

πρόκειται για ένα παράδειγμα που σκοπό έχει να καταδείξει την απολύτως

παράλογη φιλοσοφία ενός νόμου που ήθελε να περάσει και για εκσυγχρονιστικός,

ενώ απλούστατα ωθούσε τους πανεπιστημιακούς στη δημοσιοϋπαλληλική λογική: Αφού

θα μείνεις ούτως ή άλλως στάσιμος και ο μισθός σου είναι χαμηλότερος του

τραπεζοϋπαλλήλου Μέσης Εκπαιδεύσεως, κάνε καμιά δουλειά απ’ έξω και άσε τις

μελέτες και τις επιστημονικές πολυτέλειες. Προσοχή: Δεν μιλάμε εδώ για στενά

συντεχνιακά συμφέροντα. Εδώ μιλάμε για κίνητρα.

Ο άνθρωπος χρειάζεται κίνητρα για να κάνει οτιδήποτε ­ πόσο μάλλον για να

αφιερώσει τη ζωή του στο δύσκολο έργο της επιστημονικής έρευνας. Όταν του

αφαιρείς τη δυνατότητα της ανόδου και από πάνω τον αμείβεις με ψίχουλα, δεν

είναι δυνατόν να θρηνολογείς ότι το επίπεδο των Πανεπιστημίων μας ως

ερευνητικών ιδρυμάτων πέφτει κάτω από τα διεθνή στάνταρντ. Στην Αμερική, αν

έχεις εξαιρετικές επιδόσεις, γίνεσαι καθηγητής α’ βαθμίδας στα 20 χρόνια σου.

Η αμοιβή σου είναι αναλόγως πολύ ικανοποιητική. Μήπως γι’ αυτό οι Έλληνες

επιστήμονες κάνουν θαύματα στο εξωτερικό και σπανίως στο εσωτερικό;

Ο νόμος Σουφλιά λοιπόν ήταν απλούστατα μια επιστροφή στα παλιά, αριστοκρατικά

χρόνια της έδρας. Όπου τον τίτλο του καθηγητή κατείχε έως συνταξιοδοτήσεως ο

ένας και μοναδικός. Αυτός θα τον εξαργύρωνε (ως σπάνιο) στην αγορά και την

κοινωνία. Οι λοιποί θα έκαναν τις ταπεινές δουλειές: φροντιστήρια, εξετάσεις,

διορθώσεις, επαφή με φοιτητές κ.λπ. Η επιτομή του αναχρονισμού δηλαδή. Είναι

χαρακτηριστικό ότι ακόμα και ευνοούμενοι απ’ αυτόν πρωτοβάθμιοι καθηγητές δεν

βγήκαν ­ προς τιμήν τους ­ να τον υποστηρίξουν ανοιχτά.

Ο πρόσφατος νόμος Αρσένη δεν είναι παρά μια αυτονόητη εκσυγχρονιστική απάντηση

στο πισωγύρισμα αυτό. Γι’ αυτό και μου έκαναν οδυνηρή εντύπωση τα σχόλια

πολλών δημοσιογράφων: «Θα έχουμε περισσότερους στρατηγούς παρά φαντάρους» ή το

καλύτερο: «Αν γίνουν όλοι καθηγητές, ποιος θα δουλεύει στο Πανεπιστήμιο;».

Αντιλαμβάνεστε πού οδηγεί η λογική αυτή αγαπητοί εν Τύπω «συνάδελφοι»;

Νομίζετε δηλαδή ότι καταλληλότεροι για διδασκαλία είναι οι δημοσιοϋπαλληλικής

λογικής χαμηλόβαθμοι και όχι οι πρωτοβάθμιοι καθηγητές;

Κι έπειτα αυτός ο άφρων που αποφασίζει να ακολουθήσει ακαδημαϊκή καριέρα, πού

νομίζετε ότι πρέπει να στοχεύει; Να παραμείνει κακοπληρωμένος ισόβιος βοηθός;

Γιατί να προσπαθήσει αφού προορίζεται μόνο για τη «λάντζα»; Εγώ, που δεν θεωρώ

λάντζα αλλά προνόμιο τη διδασκαλία και την έρευνα, ντρέπομαι και αγανακτώ όταν

τα διαβάζω αυτά. Και αναρωτιέμαι αν πρέπει να αποδώσω αυτήν τη χαλάρωση του

έρκους οδόντων στη ζέστη του καλοκαιριού ή να κάνω πιο πονηρές σκέψεις…

Η Λένα Διβάνη είναι επίκουρος καθηγήτρια της Διπλωματικής Ιστορίας στη

Νομική Σχολή Αθηνών.