Υπήρχε μια εποχή που άκουγα συνομήλικούς μου ή νεότερους από μένα Ευρωπαίους να απαντούν στην ερώτηση για την εθνικότητά τους με μια δήλωση όπως «Είμαι από τη Γερμανία», «Είμαι από την Ιταλία» και πάει λέγοντας. Οχι «Είμαι Γερμανός/Γερμανίδα» ή «Είμαι Ιταλός/Ιταλίδα». Για αρκετό καιρό μού έκανε εντύπωση η μεγάλη διάδοση τέτοιων απαντήσεων, που διαχώριζαν έμμεσα τη χώρα καταγωγής από την εθνική ταυτότητα και υπαινίσσονταν μια συνείδηση άλλης τάξης. Ουσιαστικά, δηλαδή, οι ερωτώμενοι απαντούσαν ότι είναι Ευρωπαίοι από την τάδε περιοχή. Εγώ προερχόμουν από μια γωνίτσα της Ευρώπης από όπου μια κοινή ευρωπαϊκή συνείδηση φαινόταν κάτι πολύ μακρινό, σχεδόν άπιαστο. Γι’ αυτό, αν και ευρωπαϊστής, θεωρούσα φυσικότερο να λέω ότι είμαι Ελληνας παρά ότι είμαι από την Ελλάδα.

Σήμερα οι όροι έχουν αντιστραφεί. Ακούω ολοένα συχνότερα Ευρωπαίους να δηλώνουν ότι είναι Γερμανοί ή Γάλλοι ή Πολωνοί, ενώ εγώ, φέροντας και το στίγμα του χείριστου των PIIGS, λέω ότι είμαι από την Ελλάδα, άλλοτε αμήχανα και επιφυλακτικά, άλλοτε πάλι, αν διακρίνω προκατάληψη και διάθεση ειρωνείας από τη μεριά του ξένου συνομιλητή μου, με ένα ύφος του τύπου «Ναι, ρε, από την Ελλάδα είμαι».

Δεν χρειάζονταν οι ευρωεκλογές για να μάθουμε ότι οι νεότερες γενιές Ευρωπαίων έχουν απογοητευθεί από την ιδέα της κοινής ευρωπαϊκής πατρίδας και τείνουν να αναδιπλωθούν στις εθνικές εστίες. Η αιτία, εξηγούν οι αναλυτές, είναι η ολοένα ενισχυόμενη πεποίθηση των πολιτών της Ευρώπης πως η Ευρωπαϊκή Ενωση διοικείται ερήμην τους, πως δεν μπορούν να επηρεάσουν, και πολύ περισσότερο να αλλάξουν, την πολιτική της, μια πολιτική ξένη ή και εχθρική προς τις αγωνίες τους, υπαγορευμένη στα όργανα της ΕΕ και τις κυβερνήσεις από τις αγορές, ειδικά τις χρηματαγορές. Με άλλα λόγια, οι ευρωπαίοι πολίτες γυρίζουν την πλάτη σε μια πολιτική που δεν είναι πολιτική, είναι γραφειοκρατική διαχείριση των συμφερόντων μιας οικονομικής ολιγαρχίας.

Ωστε αυτό το πράγμα είναι σήμερα η ΕΕ; Δυστυχώς, περίπου αυτό. Για την Αριστερά της κομμουνιστικής ορθοδοξίας μάλιστα αυτό ήταν πάντοτε, από τότε που η Ευρωπαϊκή Ενωση λεγόταν ΕΟΚ, και ακόμη πιο πριν, όταν η εμβρυακή μορφή της έφερε το (είναι αλήθεια αποθαρρυντικά πεζό ή, με μια άλλη ανάγνωση, ωμά ειλικρινές) όνομα «Ενωση Ανθρακα και Χάλυβα»: μια Ευρώπη «του κεφαλαίου, όχι των λαών».

Αλλά η Ευρώπη της Μέρκελ και του Ολάντ δεν είναι η Ευρώπη του Μιτεράν και του Κολ (για να μην πάμε πιο πίσω): έχει μεσολαβήσει μια πολύ επικίνδυνη μετατόπιση από το πρωτείο της πολιτικής στο πρωτείο της γραφειοκρατίας και μιας τεχνοκρατικής δημοσιονομικής διαχείρισης. Οι παλαιότεροι ηγέτες της ΕΟΚ και μετέπειτα ΕΕ, είτε ήταν συντηρητικοί είτε σοσιαλιστές ή σοσιαλδημοκράτες, παρήγαν πολιτική, γιατί είχαν συνείδηση της Ιστορίας και του ευρωπαϊκού πολιτισμού, αλλά και άμεση πείρα από την τραγική κατάληξη των εθνικών διενέξεων στην ήπειρο. Για να το πούμε απλά, πίστευαν στην ευρωπαϊκή ενότητα και αυτή την ιδέα υπηρετούσαν. Το ότι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα χτίστηκε πάνω στα θεμέλια οικονομικών συμφερόντων ούτε απαγορευτικό ήταν για μια Ευρώπη των λαών ούτε θα έπρεπε να κάνει έναν μαρξιστή να στραβομουτσουνιάζει. Ο ίδιος ο Μαρξ έχει πει ότι οι ευγενέστερες ιδέες είναι καταδικασμένες αν δεν υποστηρίζονται από υλικά συμφέροντα. Μπορεί η μυθολογία να λέει ότι ο Προμηθέας χάρισε στους ανθρώπους τη φωτιά από αγάπη, αλλά ο ηλεκτρικός λαμπτήρας του Εντισον φώτισε τον κόσμο επειδή ήταν κερδοφόρος για τις βιομηχανίες (και τον εφευρέτη του).

Στην πραγματικότητα, το έλλειμμα πολιτικής που υπάρχει σήμερα στην Ευρώπη είναι έλλειμμα κουλτούρας ή, αν προτιμάτε, προϊόν μεταμοντέρνας κουλτούρας. Ενας συντηρητικός πολιτικός και πρώην στρατιωτικός όπως ο Ντε Γκολ είχε ευρύτερη σκέψη από έναν σοσιαλιστή χιουμορίστα όπως ο Ολάντ, ένας άχαρος επαρχιώτης καγκελάριος όπως ο Κολ είχε καλύτερη αίσθηση των ευρωπαϊκών ισορροπιών από την πολιτική ακροβάτισσα Μέρκελ. Διότι εκείνοι δεν βρέθηκαν στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή από το πουθενά. Κουβαλούσαν ιστορικές εμπειρίες δεκαετιών και παραδόσεις αιώνων ευρωπαϊκού πολιτισμού. Ενώ οι επίγονοί τους κολυμπούν σε ένα κενό ιστορικής πραγματικότητας. Αυτό είναι που κάνει τα νεύρα ενός σχεδόν αιωνόβιου βετεράνου της ευρωπαϊκής πολιτικής, του Χέλμουτ Σμιτ, να τσιτώνονται σαν εξεγερμένου νέου και το σταφιδιασμένο στόμα του να εκτοξεύει κεραυνούς οργής.

Αυτή η απώλεια της ιστορικής συνείδησης και της ιστορικής προοπτικής βρίσκεται πίσω από τις δυνάμεις που αντιδρούν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ή και προπαγανδίζουν την αποχώρηση από την Ενωση. Η Ακροδεξιά κηρύσσει την επιστροφή σε αξίες που κατέστρεψαν την Ευρώπη. Η Γερμανία αισθάνεται αυτάρκης μετά την επανένωσή της και τα οικονομικά ρεκόρ της. Ο σκανδιναβικός λαϊκισμός νοσταλγεί τον παράδεισο που μαγάρισαν οι αφροασιάτες πρόσφυγες και φαλκίδεψαν οι ντιρεκτίβες της ΕΕ. Οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης εντάχτηκαν στην ΕΕ από τον φόβο της Ρωσίας, αλλά επειδή φοβούνται και τη Γερμανία βλέπουν με καλύτερο μάτι την Αμερική.

Ούτε ο ευρωσκεπτικιστικός λαϊκισμός (αν είναι δυνατόν να υπάρχει σκεπτικισμός στον λαϊκισμό) ούτε η γραφειοκρατική ευρωπαϊκή πολιτική αντιλαμβάνονται το βαθύτερο περιεχόμενο της πρόκλησης που σημαίνει για την Ευρώπη η παγκοσμιοποίηση, και που δεν είναι η «ανάπτυξη». Οι περισσότεροι λαοί της ΕΕ έχουν συνηθίσει σε μια ευμάρεια και ένα δίχτυ κοινωνικής πρόνοιας που δεν έχουν προηγούμενο στην Ιστορία. Αλλά στον ανοιχτό κόσμο τού σήμερα αντιμετωπίζουν τον ανταγωνισμό ανερχόμενων δυνάμεων με πολύ φτηνότερη αγορά εργασίας και με λαούς μαθημένους στις στερήσεις. Ενα ορισμένο βιοτικό επίπεδο μπορεί να φαίνεται αξιοζήλευτο ή εξευτελιστικό, ανάλογα με το αν το βλέπει κανείς από χαμηλά ή από ψηλά. Ο φτωχός είναι ευτυχής όταν το βιοτικό επίπεδό του ανεβαίνει λίγο. Ο πλούσιος αισθάνεται ανασφάλεια και αγανακτεί όταν το δικό του επίπεδο πέφτει, κι ας παραμένει πολύ ψηλότερο από του φτωχού.

Δεν εννοώ, προς Θεού, ότι οι Ευρωπαίοι πρέπει να αποδεχθούν τη «φτωχοποίησή» τους. Αλλά η ανάγκη θα τους κάνει να αναζητήσουν το μέλλον τους στο παρελθόν τους, στις ιδρυτικές αξίες του πολιτισμού τους, που δεν έκαναν την ευδαιμονία ζήτημα κατανάλωσης ολοένα περισσότερων προϊόντων, υπηρεσιών και εμπειριών.

Αυτό θα το καταλάβαιναν εύκολα οι ευρωπαίοι ηγέτες της εποχής των παχιών αγελάδων. Αλλά των ισχνών αγελάδων η εποχή έχει και ισχνούς ηγέτες.