Σε ποιο βαθμό θα μπορούσε να θεωρηθεί τολμηρό στις μέρες μας ένας δόκιμος πεζογράφος, όπως ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος, που δεν του είναι άγνωστη η έννοια της πρόκλησης –συχνά με την πιο ουσιαστική της έννοια -, να γράφει για την ερωτική σχέση δύο γυναικών; Και μάλιστα αρκετά συχνά με έναν τρόπο που η ωμότητα των περιγραφών να σε κάνει να σκέφτεσαι πως ο Ραπτόπουλος κλείνει το μάτι στον αναγνώστη ώστε ακόμη και ένα καθαρόαιμο πορνό αφήγημα να αδυνατούσε να τον διεγείρει με «ανατριχιαστικότερες» λεπτομέρειες από αυτές που διαβάζουμε στη «Λεσβία»;

Αν τελικά η «Λεσβία» διασώζεται σαν ένα αμιγές συναρπαστικό μυθιστόρημα, όπως κάθε γνήσιο μυθιστόρημα οποιαδήποτε κι αν είναι η ιστορία που διεξέρχεται, οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι οι ηρωίδες του, οι συμφοιτήτριες Βιβή και Μελίνα, δεν συμπεριφέρονται σαν να έχουν κάποια στάμπα στο μέτωπο ή ότι αποτελούν εξαίρεση σε σχέση με το πλήθος των συμφοιτητριών τους ή με όποιους άλλους συμβαίνει να έρχονται ή να μην έρχονται σε επαφή. Μπορεί να λογαριάζονται ως «διαφορετικές», τα προβλήματα όμως που έχουν να λύσουν οι ίδιες είναι σε σχέση με τους εαυτούς τους, δεν είναι σε σχέση με το περιβάλλον τους –όπως άλλωστε συμβαίνει και σε κάθε «φυσιολογικό» σμίξιμο δύο ανθρώπων. Από οποιαδήποτε απόσταση και αν τις φωτογραφίζει ο Ραπτόπουλος, η Βιβή και η Μελίνα είναι αναγνωρίσιμες σαν δυο υπάρξεις αντίστοιχες, σχεδόν πανομοιότυπες, με όσες συμβαίνει να συγχρωτιζόμαστε καθημερινά, στους δρόμους, στις καφετέριες, στους κινηματογράφους, στο μετρό.

Η «Λολίτα»

του Ναμπόκοφ

Το στοιχείο αυτό συν το ότι ο Ραπτόπουλος φαίνεται να πιστεύει πως μόνο η λογοτεχνία μπορεί να λέει τα πράγματα με το όνομά τους και, αντί για ηδονοβλεπτική διάθεση να προκαλείται αισθητική συγκίνηση, φέρνουν τη «Λεσβία» σε ένα, αν όχι ισοϋψές, πάντως συγγενικό επίπεδο, για παράδειγμα, με τη «Λολίτα» του Ναμπόκοφ. Μια επιπλέον απόδειξη της γνήσιας λογοτεχνικής υφής της «Λεσβίας» είναι ο τρόπος που μετέρχεται ο Ραπτόπουλος απομακρυσμένες από μας σήμερα ημερομηνίες. Ετσι ώστε αντί να χρησιμοποιούνται ως σημεία αναφοράς για γεγονότα –ευκόλως με τον τρόπο αυτό προσεγγίσιμα για τον καθένα –μεγάλης πολιτικής, κοινωνικής ή καλλιτεχνικής σημασίας, για παράδειγμα η 21η Νοεμβρίου και η 13η Νοεμβρίου του 1990 ή η 31η Ιανουαρίου του 1991, να συνδέονται –σαν να πρόκειται για κάτι κοσμοϊστορικό –η πρώτη με έναν εφιάλτη της Μελίνας, η δεύτερη με την είσοδο του επίδοξου βιαστή της, του Σωτήρη Παπαϊωάννου, σε νευροψυχιατρική κλινική και η τρίτη με την ερωτική της συνεύρεση για πρώτη φορά με τη Βιβή.

Ημερομηνίες επιπλέον που συντείνουν ή μάλλον συντείνει η χρήση τους –χωρίς να είναι βέβαια οι μόνες –ώστε να δημιουργείται κάτι σαν κλειστό κύκλωμα, ένα κλειστό σύμπαν θα τολμούσε να πει κανείς, όπου δεν φτάνει κανένας απόηχος από τον έξω κόσμο. Και όπως ακριβώς η Βιβή και η Μελίνα μοιάζουν να εναρμονίζονται απολύτως με τον εαυτό τους και με τον ευρύτερο χώρο που τους περιβάλλει μόνο μέσα στο υπνοδωμάτιο της πρώτης, το ίδιο ακριβώς και όλα τα άλλα πρόσωπα του μυθιστορήματος –τα ελάχιστα άλλωστε –μοιάζουν να κινούνται χωρίς την παραμικρή συναίσθηση ότι υπάρχει μια πολιτική συνθήκη που τα καθορίζει. Γεγονός που εγγράφεται ως προσόν της «Λεσβίας», αφού αν συμπλέκονταν, για τη Βιβή και τη Μελίνα τουλάχιστον, η πολιτική τους τοποθέτηση με την ερωτική τους επιλογή, θα έμοιαζε ότι γίνεται για να τους απαλλάξει η πρώτη από το σύμπλεγμα αντικοινωνικότητας που θα τους προκαλούσε η δεύτερη –πράγμα που ουδόλως ισχύει.

Αν τελικά ένα από τα ζητούμενα του Ραπτόπουλου είναι ότι ο ομόφυλος έρωτας δημιουργείται με τα ίδια ακριβώς «υλικά» που δημιουργείται και ο ετερόφυλος, την πλήρη επιβεβαίωση δεν τη συναντάμε τόσο στις σελίδες με τον θαυμασμό της Μελίνας για τις ικανότητες της Βιβής, το να μπορεί δηλαδή η τελευταία να σου πει ανά πάσα στιγμή τι διάβασε σε ένα βιβλίο, ποιο τραγούδι πήρε το αφτί της, ποια ταινία είδε ή το τι έγινε στην άλλη άκρη της πόλης ή της χώρας ή στην άλλη άκρη του ηλιακού συστήματος –όπως ακριβώς θα μπορούσε να συμβεί σε κάθε γυναίκα για έναν αντίστοιχο άνδρα ή σε έναν άνδρα για μια αντίστοιχη γυναίκα. Για την ταύτιση του ομόφυλου με τον ετερόφυλο έρωτα στη «Λεσβία», χωρίς μάλιστα καμιά αποδεικτική πρόθεση –πράγμα που αν συνέβαινε θα είχαμε ένα μυθιστόρημα που θα ερωτοτροπούσε με το δοκίμιο -, θα αρκούσε η συνεύρεση των δυο γυναικών όπως πραγματοποιείται στο υπνοδωμάτιο της Βιβής, σε απόσταση αναπνοής από την αυλή ενός δημοτικού σχολείου, με τα γέλια, τους αλαλαγμούς και τα τρεχαλητά των παιδιών.

Σαν να ορίζεται, με όσα συμβαίνουν μέσα στο υπνοδωμάτιο και στην αυλή του δημοτικού σχολείου, ένας χρόνος που κάνει κάθε διάκριση –για παράδειγμα, ομόφυλος και ετερόφυλος έρωτας –να ακούγεται σαν προϊόν μιας νοσηρής φαντασίας, ενώ επιπλέον ολοκληρώνει –ο χρόνος –την ανθρώπινη περιπέτεια σε όλες της τις εκδοχές, από τις πιο αθώες ώς τις πιο ακόλαστες, που θα μπορούσε να περιλάβει, μεταβάλλοντας σε ανεπίτρεπτη κάθε κρίση ηθικής χροιάς.

Εκφραστική ευχέρεια

Σε συνδυασμό με τα πάγια γνωρίσματα του Βαγγέλη Ραπτόπουλου, τον ταχύ αφηγηματικό ρυθμό και την εκφραστική ευχέρεια, μια έννοια που πάει να εσωτερικοποιηθεί, έγκαιρα και πριν σχεδόν ολοκληρωθεί να αντικαθίσταται από ένα περιστατικό τρομερά ενδιαφέρον, θα κάνει τον οποιονδήποτε να αναρωτηθεί: μα καλά, έχουμε με τη «Λεσβία» ένα μυθιστόρημα που δεν χωλαίνει πουθενά; Οσο κι αν θα τις χαρακτήριζε κανείς ως ασήμαντες ανακολουθίες, δεν παύουν μέσα στη δομή ενός στέρεα συγκροτημένου μυθιστορήματος να ηχούν εντελώς παράφωνα. Είτε πρόκειται για την πλέρια χειραφετημένη Βιβή, όταν ζητά μια δικαιολογία για την ομοφυλοφιλία της («δεινό», τη χαρακτηρίζει ο Ραπτόπουλος) στον τρόπο που τη μεγάλωσε η μητέρα της, είτε για τη λέξη «πούτσος» που για ψύλλου πήδημα την αναφέρει ο συγγραφέας και αιφνιδίως, σαν να συνέρχεται, τον αποκαλεί «πουλί». Αν θα ισχυριζόταν ο Ραπτόπουλος πως αυτό συμβαίνει γιατί το γλωσσικό ιδίωμα του αφηγητή διαφέρει από εκείνο ενός ήρωά του, δεν είναι η μόνη λέξη για την οποία δημιουργείται μια σύγχυση ως προς το ποιος τη χρησιμοποιεί. Με τη σημαντικότερη όμως επιφύλαξη να αφορά την ακροτελεύτια πρόταση του βιβλίου «τον άφησε να την παρασύρει προς την κατεύθυνση της ζωής», που ακούγεται ως επιμύθιο, ενώ τόσο ωραία θα έκλεινε το μυθιστόρημα με τη Λεωφόρο Αμαλίας και τη Βουλή που προηγούνται της επίμαχης φράσης.

Βαγγέλης Ραπτόπουλος

Λεσβία

Εκδ. Κέδρος, 2016, σελ. 216

Τιμή: 12 ευρώ