Ο Νίκος Γκάτσος ήταν 42 χρόνια μεγαλύτερος από την Αγαθή Δημητρούκα κι όταν τη γνώρισε μεσουρανούσε στην Αθήνα της Μεταπολίτευσης λειτουργώντας κάπως σαν αθέατος ρυθμιστής της καλλιτεχνικής ζωής. Κοντά του, εκείνη άνθησε και γνώρισε την αφρόκρεμα των δημιουργών. Σήμερα ζωντανεύει αυτήν την εποχή που υπήρξε καθοριστική για το ελληνικό τραγούδι.


Είμαι περίεργος πώς να είστε άραγε. Θα μπορούσατε να μου περιγράψετε την εμφάνισή σας; – Πολύ ευχαρίστως. Παρ΄ όλο που έδειχνα πως θα γινόμουνα ψηλή, είμαι μάλλον κοντή, με καστανά μαλλιά, πράσινα μάτια, έντονα ζυγωματικά, μεγάλη μύτη και δέρμα σκούρο, μαυριδερό.

– Γιατί;

– Γιατί, όπως μου λένε οι γονείς μου, επειδή δεν κάνανε παιδιά έκανε ο πατέρας μου μια τράμπα με έναν γύφτο, του έδωσε ένα μουλάρι κι εκείνος του έδωσε ένα παιδί που του περίσσευε.

– Χα, χα, χα! (…) Και ποια βιβλία προτιμάτε;

– Τα ποιητικά.

– Γιατί;

– Δεν ξέρω.

Είναι φθινόπωρο του 1974 και αυτό είναι το τρίτο τηλεφώνημα ανάμεσα στον ποιητή Νίκο Γκάτσο και τη μαθήτρια Αγαθή Δημητρούκα που κατοικεί στην Πεντάλοφο του Μεσολογγίου. Είχε ακούσει στο ραδιόφωνο τη δική του διασκευή στον Ματωμένο γάμο του Λόρκα και είχε συγκλονιστεί τόσο, ώστε αποφάσισε να του τηλεφωνήσει για να ζητήσει τη διεύθυνσή του και να μοιραστεί μαζί του τις σκέψεις της. Ετσι άρχισε η αλληλογραφία τους, τα απανωτά τηλεφωνήματα, η συμβίωσή τους, η συνενοχή τους, η μαθητεία της στη στιχουργική και στη μετάφραση, η γνωριμία της με τον κύκλο των χαμένων ιερών τεράτων που όρισαν τις πολιτισμικές συντεταγμένες αυτού του τόπου και οι… πλάκες τους. Τα απίστευτα καλαμπούρια που ξεκίναγε εκείνος με το δικό της σιγοντάρισμα και «παραλήπτες» τον Χατζιδάκι, τον Μούτση, τον Ξαρχάκο, τον Κόκοτα, τον Μαρίνο, τη Μούσχουρη, τον Ελύτη, τον Σωτήρη Μουστάκα, τους ταξιτζήδες της Αθήνας, τους σερβιτόρους του «Φλόκα», τους εφημεριδοπώλες της Κυψέλης κ.ο.κ. Ηταν μια σχέση ζωής και έμπνευσης που κράτησε ώς τον θάνατό του, το 1992, και που συνεχίζεται (ακόμα και τώρα που ο γιος της με τον Γιώργο Φιλιππάκη είναι 17 χρονών) με την εκδοτική φροντίδα της για το έργο του. Ολόκληρη αυτή η υπέροχη 20ετία ζωντανεύει ανάλαφρα μέσα από ανεκδοτολογικά στιγμιότυπα (και τους στίχους που ενέπνευσαν) στο αυτοβιογραφικό της βιβλίο Πουλάμε τη ζωή χρεώνουμε τον θάνατο, το οποίο θα κυκλοφορήσει τη Δευτέρα. Ενα βιβλίο πολύ θαρραλέο και ανεπιτήδευτο ως προς τα προσωπικά της, που αποτυπώνει γλαφυρά τι σήμαινε για εκείνη τη γενιά το «ζην ποιητικώς». Ενα βιβλίο που διαβάζεται ταυτόχρονα σαν λοξό πορτρέτο «από τα μέσα» του αινιγματικού Γκάτσου. Του μεγάλου ποιητή της Αμοργού και πάμπολλων κορυφαίων τραγουδιών των σημαντικότερων μεταπολεμικών συνθετών, ο οποίος ανέκαθεν αρνιόταν με σθένος τις συνεντεύξεις και τη δημοσιότητα.

Στιχουργός ευαίσθητη και περιζήτητη σήμερα, και μεταφράστρια από τα ισπανικά, η Αγαθή Δημητρούκα αρχίζει την αφήγησή της από τα χρόνια της ανέχειας στο χωριό. Τότε η μάνα της έλειωνε στις αγροτικές δουλειές ενώ ο ανάπηρος πατέρας της – καπνοπαραγωγός, χτυπημένος από πολιομυελίτιδα- της μάθαινε τα πρώτα γράμματα κι έφθασε να πουλήσει ένα χωράφι για να της αγοράσει την Εγκυκλοπαίδεια Δομή με το Λεξικό του Δημητράκου. Αυτό το κορίτσι που είχε αναγκαστεί να υποστεί ταπεινώσεις και συγγενικές ασέλγειες προκειμένου να τελειώσει το Γυμνάσιο, ήταν ένα αγρίμι όταν γνώρισε τον Γκάτσο. Ντυμένη με ξεβαμμένα μακό, παντελόνια μιλιτέρ και ελβιέλες δίπλα του, ενώ εκείνος δεν έβγαζε το σκούρο κοστούμι του, έμοιαζαν παράταιρο ζευγάρι- μερικοί την έβλεπαν σαν εγγονό του- κι όμως ήσαν απόλυτα συντονισμένοι. Το θυμούνται όλοι όσοι τους γνώρισαν μαζί αλλά προκύπτει και από τούτο το θαυμάσιο βιβλίο που πέρα απ΄ όλα τα άλλα ζωντανεύει έναν κύκλο σπουδαίων δημιουργών, στον οποίο κυριαρχούσαν η γενναιοδωρία και η γόνιμη φιλία. Πράγματα δυσεύρετα σήμερα στα καλλιτεχνικά ήθη.