«The Post»: Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ γυρίζει ακόμα σε φιλμ, όπως και αρκετοί από εμάς προτιμάμε να διαβάζουμε τα νέα σε χαρτί παρά στην οθόνη ενός υπολογιστή. Και τούτη εδώ η αληθινή ιστορία έχει να κάνει πολύ με αυτό το χαρτί: Πρόκειται για το παρασκήνιο πίσω από τη δημοσίευση των περιβόητων «Φακέλων του Πενταγώνου» από την εφημερίδα «Washington Post», σειρά απόρρητων εγγράφων που αποδείκνυαν με τον πιο έκδηλο τρόπο τους εσφαλμένους χειρισμούς της κυβέρνησης Τζόνσον αλλά και την ψευδή προπαγάνδα που έστησε γύρω από την «υποχρεωτική» αμερικανική στρατιωτική εμπλοκή στον πόλεμο του Βιετνάμ, καθώς και την κλιμάκωσή της από την κυβέρνηση Νίξον.

Τα ηθικά ζητήματα πολλά. Και τα διδάγματα που άφησε πίσω της η παραπάνω ιστορία βαθιά εγγεγραμμένα στην παγκόσμια κοινωνική συνείδηση. Υπάρχει βέβαια και μια προσωπική ιστορία πίσω από το δράμα, αυτή της συνεργασίας του δημοσιογράφου Μπεν Μπράντλι και της Κέι Γκρέιχαμ που ανέλαβε τη θέση του εκδότη της εφημερίδας μετά τον θάνατο του συζύγου της. Εδώ, ο Τομ Χανκς συναντά για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη τη Μέριλ Στριπ και η μεταξύ τους χημεία είναι χάρμα οφθαλμών.

Συνετά, ο Σπίλμπεργκ επιστρέφει στο δραματοποιημένο, πλην άκρως δημοσιογραφικό στυλ που υιοθέτησε πρώτος ο Κώστας Γαβράς με το «Ζ» και –ας μου επιτραπεί αυτή η προσωπική κρίση –τελειοποίησε ο Αλαν Πάκουλα στο «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου». Και όχι μόνον αυτό, αλλά ο δαιμόνιος Στίβεν κλείνει την ταινία του με μια ευθύτατη παραπομπή στο προαναφερθέν φιλμ, μετατρέποντας το «Post» σε ένα άτυπο prequel. Ετσι, η ταινία μετατρέπεται σε έναν ύμνο στη δημοσιογραφική δεοντολογία, αλλά και στο αμερικανικό Σύνταγμα.

Βλέπετε, είναι η δικαστική νίκη επί των κυβερνητικών λογοκριτικών παρεμβάσεων που κρίνει το τελικό αποτέλεσμα, και έτσι ο Σπίλμπεργκ, ολοκληρώνοντας ένα συναρπαστικό πολιτικό θρίλερ, επιτυγχάνει για άλλη μια φορά το γνωστό hat-trick καθώς η ελευθερία του Τύπου εδώ αποκτά καθαρά πατριωτικό χαρακτήρα. Τώρα, αν όλα αυτά κρίνονται με γνώμονα νοσταλγικό ή όχι, αφορά το κοινό που εδώ και καιρό προτιμά να επιλέγει την «αλήθεια» που του ταιριάζει. Και ακόμα περισσότερο ίσως, εμάς, τους σημερινούς εκπροσώπους του Τύπου.

Βαθµοί: 7

Ιστορίες αποικιοκρατίας

«Γουέστερν»: Τι ήταν τα αμερικάνικα γουέστερν αν όχι ιστορίες αποικιοκρατίας; Ελάχιστα άλλα πράγματα, που ανέδειξαν μόνο σκηνοθέτες σαν τον Τζον Φορντ, τον Σέρτζιο Λεόνε και τον Κλιντ Ιστγουντ. Μια ιστορία αποικιοκρατίας είναι και τούτο εδώ το «Γουέστερν» της σπουδαίας Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ, αλλά καμουφλαρισμένη. Στη Βουλγαρία του σήμερα καταφθάνει μια ομάδα γερμανών εργατών για να κάνει «έργα υποδομής». Και το πρώτο που σκέφτονται οι βούλγαροι εργάτες είναι ότι «οι Γερμανοί ξανάρχονται». Η Γκρίζεμπαχ δεν βιάζεται να πάρει θέση. Παρατηρεί τα πρόσωπα των (ερασιτεχνών) ηθοποιών της, τις μεταξύ τους σχέσεις, τις συγκρούσεις και τις αποδοχές. Και όπως η συνάδελφος της Μαρέν Αντε (του «Τόνι Ερντμαν»), έτσι και εκείνη εξετάζει τη δράση των γερμανικών εταιρειών στην Ανατολική Ευρώπη κρατώντας σαφείς αποστάσεις από κάθε διδακτισμό. Ενα σημαντικό από κάθε άποψη φιλμ. Και μια συγκλονιστική μορφή, αυτή του Μάινχαρτ Νόιμαν, που θα μπορούσε να διαπρέψει και σε αυθεντικά γουέστερν.

Βαθμοί: 7

Και λίγο ξύλο

«Ο επιβάτης»: Ηθοποιός με βαριά προϋπηρεσία, ακαδημαϊκές σπουδές και τεράστια γκάμα, ο Λίαμ Νίσον βρέθηκε μπροστά σε μια δεύτερη καριέρα με την «Αρπαγή» κι έκτοτε μοιάζει τυποποιημένος σε ρόλους μονοκόμματους, μοιράζοντας σφαλιάρες σε πάσης φύσεως «κακούς» (εκτός από τις στιγμές που τον θυμάται ο Μάρτιν Σκορσέζε). Εδώ έχουμε το κλασικό γαλλικό μοντέλο (ο σκηνοθέτης Ζομ Κολέ Σερά είναι ειδικευμένος στα σφαιράτα b-movies), σε αυτή την εξωφρενική σεναριακά εκδοχή του «Speed» (αλλά σε τρένο) που λίγο να την σκεφτείς σοβαρά έχει χάσει κάθε αξία. Γιατί να το κάνεις όμως;

Βαθμοί: 5

Βρετανικό, αστίλβωτο

«Του Θεού η χώρα»: Εργατικό, σκληρό περιβάλλον. Ο Τζόνι Σάξμπι εργάζεται επί πολλές ώρες στην απόμακρη φάρμα της οικογένειάς του στο Γιόρκσαϊρ, στα βόρεια της Αγγλίας. Ο μόνος τρόπος για να ξεγελάει τη μοναχική του ύπαρξη είναι να πίνει πολύ τα βράδια και να αναζητά περιστασιακό σεξ, ώσπου η άφιξη ενός ρουμάνου μετανάστη και εποχικού εργάτη τού φανερώνει κάτι πρωτόγνωρο. Σε αυτό το αγγλικό φιλμ, που αποκαλύπτει μια διόλου glamorous Αγγλία, αλλά απέχει και από τον αστικό ρεαλισμό του Κεν Λόουτς, η τρυφεράδα της γραφής δεν χάνει ποτέ την οξυδέρκειά της. Και αυτός είναι ένας σπάνιος συνδυασμός, έστω κι αν οι σεναριακές εκπλήξεις είναι λίγες.

Βαθμοί: 6

Απογοήτευση

«Το δωμάτιο των θαυμάτων»: Ολοι εκείνοι οι μοντερνισμοί που αγαπούσαμε στο σινεμά του Τοντ Χέινς, από την εποχή του «Poison» ακόμα, είναι εδώ. Αλλά για πρώτη φορά μοιάζουν τόσο φάλτσοι, τόσο (κι όμως!) κακότεχνοι και άστοχοι, που αναρωτιόμαστε αν φταίει η εγγενής τρυφερότητα της ιστορίας: Το 1927, ένα νεαρό κορίτσι το σκάει από το σπίτι του με την ελπίδα να βρει έναν άνθρωπο από το παρελθόν του. Πενήντα χρόνια αργότερα, ένα αγόρι βρίσκει στοιχεία για την οικογένειά του που το οδηγούν από τη Μινεσότα στη Νέα Υόρκη. Αυτές οι παράλληλες ιστορίες ενηλικίωσης όμως δεν δένουν, και το συγκινητικό φινάλε δεν αρκεί για να αμβλύνει αυτές τις εντυπώσεις. Κρίμα για τη Τζούλιαν Μουρ.

Βαθμοί: 4

Επίσης

Στο «Jumanji: Καλώς ήρθατε στη ζούγκλα» έχουμε ένα reboot του παλαιότερου σουξέ (όπου πρωταγωνιστούσε ο Ρόμπιν Γουίλιαμς), με τέσσερις εφήβους που ανακαλύπτουν ένα παλιό βιντεοπαιχνίδι, «μεταμορφώνονται» και μπαίνουν μέσα στη ζούγκλα του Jumanji. Με Ντουέιν Τζόνσον και Τζακ Μπλακ. Στον «Διπλό εραστή», ο Φρανσουά Οζόν παίζει το παιχνίδι της πρόκλησης για την πρόκληση με αφορμή ένα ερωτικό τρίγωνο (στο οποίο συμμετέχουν και δυο… δίδυμοι), αλλά το μόνο που μας πετυχαίνει είναι να μας θυμίζει πόσο σπουδαία ταινία είναι οι «Διχασμένοι» του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, και πόσο αδιάφορος ο ίδιος. (Βαθμοί: 2). Τέλος βγαίνει και το «Bitter harvest», ένα αστείο ρομάντζο με φόντο τον Στάλιν, καθώς ένας ρώσος αγρότης αγωνίζεται για να επιβιώσει από τον λιμό, τη φυλάκιση και τα βασανιστήρια, προκειμένου να σώσει την αγαπημένη του από το πρόγραμμα τεχνητού λιμού που εφαρμόστηκε στην Ουκρανία. Εντελώς αφελές, με Μπάρι Πέπερ και Τέρενς Σταμπ (Βαθμοί: 1)