«Μέχρι πριν από τρία χρόνια είχα τηλεόραση στο σπίτι μου. Έκτοτε, αποφάσισα να την απομακρύνω. Φίλοι μου που ήδη την είχαν κλείσει οριστικά με έπεισαν πως στην ουσία δεν επιλέγεις εσύ τι θα δεις στη μικρή οθόνη, αλλά ό,τι οι άλλοι θέλουν να σου σερβίρουν. Είπα, λοιπόν, να δω και εγώ στην πράξη πώς θα είναι η ζωή μου από τη στιγμή που θα αποχωριστώ τελείως το κουτί…».


Δεν το πολυσκέφτηκε πριν επιχειρήσει να ενταχθεί οικειοθελώς στο μόλις 0,5% του ελληνικού πληθυσμού που δεν θέλει- ή και δεν μπορεί- να έχει τηλεόραση κατ΄ οίκον. Στη Θεσσαλονίκη, ο 30χρονος αρχιτέκτονας κ. Κυριάκος Φαλελάκης είναι πια ιδεολογικά αντίθετος με το να βλέπει κάποιος τηλεόραση. «Διαπίστωσα πως δεν ήταν και η πιο δύσκολη απόφαση να κάνω πιο… ευρύχωρο το δωμάτιό μου, να το αδειάσω από ένα περιττό έπιπλο. Μου έφτανε να συνειδητοποιήσω κάποια στιγμή πως μπροστά στο γυαλί έχανα την ευκαιρία για άλλα πράγματα, τα οποία ήθελα αλλά δεν προλάβαινα να κάνω. Με το που σταμάτησα όμως να παρακολουθώ, ένιωσα τον χρόνο μου να αυξάνεται: είχα πλέον περισσότερες ελεύθερες ώρες για επικοινωνία με άλλους ανθρώπους, αλλά και για να σκεφτώ. Άρχισα να διαβάζω περισσότερα βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά, να ακούω ραδιόφωνο, να πηγαίνω βόλτες ή και επισκέψεις. Αν θελήσω να δω ένα DVD, χρησιμοποιώ το laptop μου…», λέει στα «ΝΕΑ».

Το κερδισμένο καθημερινό δίωρο που παλαιότερα ξόδευε ως τηλεθεατής είναι το λιγότερο. Το κυριότερο όφελος είναι ψυχικό, όπως εξηγεί. «Εξασφάλισα μεγαλύτερη ηρεμία στη ζωή μου! Όταν δεν έχεις τηλεόραση, βλέπεις πιο νηφάλια τα πράγματα. Στα δελτία ειδήσεων δεν υπάρχει πια ψύχραιμη ενημέρωση. Με τη γρίπη, για παράδειγμα, έβλεπα κόσμο να πανικοβάλλεται και δεν καταλάβαινα γιατί, ενώ ε γώ είχα ενημερωθεί σωστά από άλλες πηγές. Κατάλαβα πως τα κανάλια δεν σου μεταδίδουν απλώς ειδήσεις, αλλά τις κατασκευάζουν για να στις πουλήσουν ως εμπορικό είδος. Βλέπεις ένα δελτίο με 250 εικόνες, μουσικές και ένα σωρό παραστάσεις που περισσότερο σε μπερδεύουν…», υποστηρίζει. «Προφανώς και υπάρχουν αξιόλογα προγράμματα. Αλλά, όταν αποφάσισα να σταματήσω να βλέπω, η ελληνική τηλεόραση ήταν ήδη γεμάτη ξενόφερτα ριάλιτι που μάλλον αποβλακώνουν παρά προσφέρουν κάτι. Καταλαβαίνω, βέβαια, πως για μοναχικούς ανθρώπους ή ηλικιωμένους ένα σίριαλ είναι ίσως και λύση ανάγκης. Για τους υπόλοιπους, ωστόσο, που βλέπουν πολλές ώρες καθημερινά, μπορεί να γίνει και εθισμός, ψυχολογική εξάρτηση…», επισημαίνει.

Κακή γλώσσα

«Με την τηλεόραση έχουμε τσακωθεί. Δεν έχουμε καθόλου καλή σχέση!», λέει η 53χρονη καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας κ. Μαρία Μανέτα, κάτοικος Πατρών. Από τα πρώτα κιόλας χρόνια λειτουργίας της τηλεόρασης δεν πείστηκε πως άξιζε τον κόπο να τη βάλει στο σπίτι της. «Όσες φορές έτυχε να δω, ήταν σε σπίτια συγγενικών προσώπων. Στην αρχή πειραματίστηκα. Ήθελα και εγώ να δω τι είναι αυτό το νέο προϊόν- τότε μόνο κρατική τηλεόραση υπήρχε. Στα μάτια, ωστόσο, και στα αυτιά μου το αποτέλεσμα με έκανε να μην τη βάλω ποτέ στο σαλόνι μου. Αντιλήφθηκα πως δεν χρησιμοποιείται σωστά η ελληνική γλώσσα. Κι αυτή η κακή έκφραση σε ένα πρόγραμμα που το παρακολουθούν εκατομμύρια άνθρωποι είναι πολύ σοβαρή υπόθεση…», λέει. «Και στην ιδιωτική τηλεόραση με ενοχλεί που δεν αφήνουν ο ένας τον άλλον να διατυπώσει ολοκληρωμένα την άποψή του. Ο τρόπος διαχείρισης μιας συζήτησης είναι τέτοιος, που τελικά μόνο νόημα δεν βγάζεις. Δεν μπορώ να καταλάβω, πάλι, γιατί τα πολύ καλά σίριαλ- μεταφορές μυθιστορημάτων- τα προβάλλουν πολύ αργά. Προφανώς γιατί δεν είναι εμπορικά. Με άλλα λόγια, βάζουμε όλο τον κόσμο σε ένα σακί, στον βωμό της τηλεθέασης…», τονίζει.

Η ΟΘΟΝΗ… ΒΟΥΛΙΑΖΕΙ

«Υπάρχει και ζωή χωρίς τηλεόραση, μπορούμε καλύτερα χωρίς αυτήν», λέει ο 30χρονος Κυριάκος Φαλελάκης

«Μαζί δεν κάνουμε και χώρια δε μπορούμε…»


«ΓΙΑ ΚΑΘΑΡΑ χωροταξικούς-λειτουργικούς λόγους, έχουμε τρεις οθόνες στο, εκατό τετραγωνικών, σπίτι μας, στην Ελευσίνα. Για να μη μετακινούμε, δηλαδή, κάθε φορά την τηλεόραση από δωμάτιο σε δωμάτιο, έχουμε από μία στην κουζίνα, στο υπνοδωμάτιο και στο σαλόνι…», λέει ο 29χρονος δημοτικός υπάλληλος κ. Αντώνης Ρουμελιώτης.

«Είναι θέμα γούστου, πού επιθυμεί να καθήσει ο καθένας μας, όχι τι θα προτιμήσει να δει. Η μητέρα μου βλέπει περισσότερο, μετά τη δουλειά της, γύρω στις τρεις ώρες την ημέρα, κατά βάση σίριαλ και ταινίες. Εγώ κι ο αδελφός μου, αντίθετα, είμαστε πιο πολύ του υπολογιστή, αράζουμε εκεί περισσότερο για καμιά ταινία, παρά μπροστά στη μικρή οθόνη. Στις διακοπές μου θα ανοίξω την τηλεόραση ασυναίσθητα, όχι για να δω κάτι συγκεκριμένο, αλλά γιατί είμαι εθισμένος στα multimedia, μόνο και μόνο για να κοιτάζω σε μια οθόνη. Μαζί δεν κάνουμε και χώρια δε μπορούμε, κάπως έτσι είναι η σχέση μου μαζί της!».

Με τρεις οθόνες σταμάτησαν οι… τηλε-μαχίες


ΟΥΤΕ έναν, ούτε δύο, αλλά περισσότερους τηλεοπτικούς δέκτες έχουν εγκαταστήσει ελληνικές οικογένειες στα σπίτια τους, στην προσπάθειά τους να λύσουν… ειρηνικά το θέμα της τηλεθέασης ή και για να βολευτούν και σε διαφορετική οθόνη-δωμάτιο ανάλογα με τη διάθεσή τους.

«Αφού ο καθένας μας θέλει να βλέπει την εκπομπή της αρεσκείας του την ώρα που το επιθυμεί, βάλαμε τρεις διαφορετικές επίπεδες τηλεοράσεις: μία μεγάλη 32 ιντσών στο σαλόνι μας και δύο μικρότερες στα υπνοδωμάτια, το δικό μας και των δύο γιων μας, ηλικίας 13 και 16 ετών. Μπορεί να συμβεί να παίζουν και οι τρεις ταυτόχρονα…», λέει στα «ΝΕΑ» η 50χρονη ιδιωτική υπάλληλος κ. Μίρκα Αρβανιτάκη, που κατοικεί με την οικογένειά της σε διαμέρισμα 104 τετραγωνικών, στο Παλαιό Φάληρο. Μέρα που να μείνει κλειστή έστω μία απ΄ όλες τις οθόνες δεν υπάρχει, εξηγεί.

Αντιθέτως, τα Σαββατοκύριακα είναι ανοιχτές από το πρωί.

«Συντροφιά και διασκέδαση»

«Το τηλεκοντρόλ στη μεγάλη το έχει ο άντρας μου, ο Δημήτρης.

Αυτός είναι κι ο πιο φανατικός ΄τηλεορασάκιας΄ του σπιτιού, αυτός αποφασίζει τι θα δούμε, όταν καθήσουμε όλοι μαζί- κατά 90% επιλέγει ειδήσεις ή ενημερωτικές εκπομπές. Εγώ από την πλευρά μου έχω τον πρώτο λόγο στην κρεβατοκάμαρα: κάθε βράδυ, η οθόνη αυτή ανοίγει λίγες ώρες πριν κοιμηθώ, μεταξύ 10.30-12.30. Ελληνικές σειρές και δελτία ειδήσεων είναι το απαραίτητο μυοχαλαρωτικό μου, η συντροφιά και διασκέδασή μου.

Και νωρίτερα, μετά τη δουλειά μου, ένα σίριαλ είναι επίσης ό,τι πρέπει για τη μεσημβρινή σιέστα μου. Όσο για τα παιδιά, στο δικό τους δωμάτιο συνήθως τα βρίσκουν μεταξύ τους, τους αρέσουν φανατικά τα ντοκιμαντέρ…», λέει. «Από ένα σημείο και μετά, η τηλεόραση έχει γίνει και ανάγκη μου, συνήθεια, μου ΄χει χαρίσει ατέλειωτες ώρες εύκολης και δωρεάν ευχαρίστησης! Το καλοκαίρι, που δεν έχω διαθέσιμη στο υπνοδωμάτιό μου, νιώθω να ΄χω στερητικό σύνδρομο!», λέει.