ΘΑΥΜΑ – ΘΑΥΜΑ! Σαν τα πέντε ψάρια και τα δυο ψωμιά του Γάμου της Κανά

αυξάνονται και πληθύνονται τα παραδοσιακά καφενεία στο Θησείο. Και ένα

περίεργο πράγμα. Φάινεται πως είναι τα πιο δημοφιλή παραδοσιακά καφενεία της

επικράτειας στο τάργκετ γκρουπ 18 με 35 χρόνων.

ΣΤΑ παραδοσιακά καφενεία του Θησείου λοιπόν ­ γιατί αυτό ακριβώς αναγράφει

η άδεια των περισσότερων καταστημάτων αναψυχής στην περιοχή ­ ακούει κανείς

ολόκληρο το τοπ τεν του Billboard και του Virgin μαζί. Στα στρογγυλά, όμορφα

ζωγραφισμένα παραδοσιακά τραπεζάκια όμως που καταλαμβάνουν τον πεζόδρομο

σπάνια φιγουράρει το κλασικό άσπρο φλιτζανάκι του ελληνικού καφέ με το πιατάκι

και το νερό.

ΤΟ εν λόγω τάργκετ γκρουπ που ελκύει η περιοχή τρέφει την αναψυχή του με

τον αφρό της παγωμένης μπίρας ή έστω του φραπέ. Κι αν πριν από πέντε χρόνια η

επιλογή ήταν μεταξύ δυο μπαρ και μερικών καφενείων, σήμερα στα ίδια

τετραγωνικά έχει μεγαλώσει στα τριάντα. Και η τάση είναι αυξητική.

ΟΙ κάτοικοι, βέβαια, εξακολουθούν να παραπονούνται για τον θόρυβο και να

στέκονται με σκεπτικισμό απέναντι στο συγκεκριμένο μοντέλο ανάπτυξης, αλλά

καθώς φαίνεται οι αντιδράσεις τους στο παρελθόν δεν στάθηκαν ικανές ν’

ανακόψουν τη μοιραία τάξη πραγμάτων. Οι καλεσμένοι στο Θησείο είναι

καταδικασμένοι… ν’ απολαμβάνουν την εξαίσια θέα της Ακρόπολης καθήμενοι στις

πάνινες πολυθρόνες που υπάρχουν άφθονες στον πεζόδρομο.


ΠΟΥ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ να εκτεθεί σε δεκαπέντε ημέρες το κράνος το οποίο φορούσε στο

αρρενωπό κεφάλι του ο Άιτον Σένα εκείνη την τραγική στιγμή στην Ίμολα; Ποια

είναι η Πέπη που γεννάει δυο φορές τον χρόνο και τη λατρεύουν όλα τα

πιτσιρίκια της γειτονιάς; Γιατί ο Φίλιππος στη μία η ώρα το μεσημέρι έχει

ακόμα κατεβασμένα τα ρολά του μαγαζιού; Τι είναι αυτό που κάνει το εστιατόριο

«Πιλ-Πουλ» μη προσπελάσιμο στους περισσότερους ντόπιους; Και γιατί τέλος

πάντων, ο δήμαρχος της Αθήνας τοποθέτησε δύο παγκάκια περικυκλωμένα από

μεταλλική κατασκευή βαμμένη στο χρώμα του κυπαρισσιού κατά τακτά διαστήματα

του πεζοδρόμου; Τι κάνει ο Μηνάς από την Αίγυπτο όταν σχολάει από τη δουλειά του;

Για ν’ απαντήσει κανείς σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα, χρειάζεται να μείνει

λίγο περισσότερο από την ώρα ενός καφέ στο Θησείο. Να περπατήσει αρκετά στις

ανηφοριές που κόβουν κάθετα τον πεζόδρομο, να κατέβει και μερικά σκαλάκια

ημιυπόγειων μαγαζιών, να ξεπεράσει τη νοητή γραμμή ­ κάπου εκεί στο νούμερο

είκοσι της Ηρακλειδών προς την κατεύθυνση του Πιλοποιείου.


Νύχτα – μέρα. Η θέα της Ακρόπολης παραμένει το ίδιο μαγική από τον πεζόδρομο

της οδού Ηρακλειδών, κάτω από οποιαδήποτε συνθήκη φωτισμού

Το Θησείο με τα ταβερνάκια και τις παρέες που επιδίδονταν στο επιθετικό

γιαούρτωμα τα χρόνια του Νόμου 4000, έδωσε τη θέση του στις παρέες των κουλ

εικοσάρηδων και τριαντάρηδων, που παίζουν τάβλι στον ήλιο και τη νύχτα πίνουν

το ποτό τους στα ατμοσφαιρικά μαγαζιά ­ χωρίς πολύ μεγάλη διάθεση για χορό.

Γενικά, στο Θησείο οι περισσότεροι κάθονται. Είτε μέσα είτε έξω. Το ντεκόρ των

καταστημάτων πάντως σέβεται τον χαρακτήρα της περιοχής. Βαριά η σκιά της

Ακρόπολης, δεν θα συγχωρούσε αρχιτεκτονικά ατοπήματα.

Τα μπαράκια – καφέ με την άδεια του παραδοσιακού καφενείου στην τσέπη ­ γιατί

μόνο αυτή επιτρέπεται στην περιοχή ­ στεγάζονται σε αναπαλαιωμένα νεοκλασικά.

Το μάτι χαλαρώνει ευχάριστα ταξιδεύοντας στα παστέλ κίτρινα και τις ώχρες, τα

ακροκέραμα είναι πάντα εκεί, τα στενόμακρα παράθυρα στολίζονται με γλάστρες

και γαρουφαλιές.

Τώρα, αν φυτρώνει και κανένας φοίνικας Καναρίων πού και πού, ευπρόσδεκτος ως χλωρίδα.

«Κοιτάξτε. Εδώ που βρίσκεται τώρα το μαγαζί, υπήρχε το μοναδικό οικόπεδο της

περιοχής. Παλιά ήταν καρβουνιάρικο.

Γειτονεύει με δύο νεοκλασικά, τα οποία πριν γίνουν μαγαζιά ήταν ερείπια.

Περνούσες και περίμενες να σου έρθει το κεραμίδι στο κεφάλι. Κακό είναι που τα

έφτιαξαν;», αναρωτιέται ο Κωνσταντίνος Χώτος, ιδιοκτήτης της «Αυλής», αλλά

μάλλον το ερώτημα το έχει απαντήσει εδώ και καιρό.

Αλλωστε, πού να βρει το καημένο το κράτος όλα αυτά τα κονδύλια που χρειάζονται

για να αναδείξει τα κτίρια ή να δώσει κίνητρο στους ιδιοκτήτες τους να το

κάνουν; Η ταμπέλα λίγο παρακάτω, σε περίοπτη θέση, πληροφορεί πως για την

«Αποκατάσταση Όψεων και Στεγών 2 Διατηρητέων Κτιρίων» στον αριθμό 20 της

Ηρακλειδών, δαπανήθηκαν ακριβώς 135.700.000 δραχμές. Καλύτερα να χτίζεις παρά

να αποκαθιστάς δηλαδή…

Ο κ. Χώτος είναι δράστης μια καινοτομίας: το μαγαζί του είναι πράγματι μια

αυλή, που αντί για σκεπή έχει ένα υλικό διάφανο, σαν ζελατίνη. Εισαγωγή

κατευθείαν από το Βέλγιο το PVC, καλύπτει επιφάνεια τριακοσίων τετραγωνικών

μέτρων και κόστισε 10.000 δραχμές το τ.μ. Στη μέση, ένας ευτραφής φοίνικας ο

Κανάριος, αξίας μόνο 1,2 εκατ., ενώ τη σκιά της στο τετραγωνικό μέτρο που

αναλογεί στον ντι-τζέι ρίχνει μια εξωτική κέντια. Ακριβώς αυτό το μαγαζί

έψαχναν να βρουν γύρω στη μία μετά τα μεσάνυχτα οι δύο νέοι από το Περιστέρι,

που βρίσκουν λίγο «βαρετό πια» το Μπουρνάζι κι εξορμούν στο Θησείο «συστημένοι».


Ο Έλβις ζει στο Θησείο. Στο ροκαμπίλι στέκι «Yippei» το νούμερο ένα τραγούδι

είναι το «Mystery Train», τα χρώματα στα τετράγωνα πλακάκια κόκκινο και

κίτρινο και οι φαβορίτες πάντα λίγο πιο μακριές στους κροτάφους. Κι αν δεν σας

ικανοποιούν οι επιλογές στο πλατό, κάντε τις δικές σας επιλέγοντας ένα από τα

50 σαρανταπεντάρια του τζουκ-μποξ

Μια νύχτα Πέμπτης σαν κι αυτή, λίγο πριν ανοιξιάσει εντελώς, η θερμοκρασία

εδάφους καθιστά ασύμφορη την εξωτερική παραμονή. Οι παρέες προτιμούν να πιουν

το ποτό τους στο «Καφενείο», το «Γκλάμορους», το «Πρυτανείον», τον «Θόλο», τον

περίφημο «Στάβλο», το «Yippee», και τα υπόλοιπα μαγαζιά και περιμένουν τον

γλυκό Απρίλη για τα τραπεζάκια έξω και να τις άφτερ ώρες για χορό στο

«Berlin».

Το μαγαζί που σημάδεψε με την παρουσία του τη νυχτερινή Αθήνα πριν από μερικά

χρόνια επιχειρώντας καταρχήν να «κρεμάσει» τον d.j. στο γνωστό πλέον

«μπαλκονάκι» του τοίχου, πάνω από τα κεφάλια των θαμώνων. Κι όμως. Το αίμα δεν

τρέχει με τον ίδιο τρόπο στις φλέβες όλων των ανθρώπων.

Κι έτσι, ο Κώστας με τον Γιώργο, ο Παναγιώτης, η Κλαίρη και ο Γιώργος,

προτιμούν να καθήσουν έξω, στη σκιά της σκάλας που μισοκρύβει το μεζεδοπωλείο.

Εκεί που οι παλαιότεροι θυμούνται ακόμα να υπάρχει το ζαχαροπλαστείο του Ρίζου.


Η γειτονιά τους. Για τον Κώστα και τον Γιάννη ένα τάβλι πριν από τον ύπνο

είναι μια διαφορετική εκδοχή αναψυχής που προσφέρει η γειτονιά τους

«Για μας είναι η γειτονιά μας και βγήκαμε να παίξουμε ένα τάβλι, να περάσει

λίγο η ώρα», εξηγεί ο 18χρονος Κώστας, λάτρης των τεχνών και του

ψαροντούφεκου, που σπουδάζει ηχολήπτης. «Μας αρέσει η γειτονιά μας, γιατί

ακόμα μπορείς να αναγνωρίσεις τον διπλανό σου. Να, ας πούμε τα παιδιά που

κάθονται δίπλα είναι γνωστοί μας από το σχολείο». Στο εσωτερικό του ίδιου

μαγαζιού ακούγονται μέρα – νύχτα τραγούδια των Ξυδάκη, Ρασούλη, Παπάζογλου και

της λοιπής συμμορίας, ενώ στο περβάζι που διατρέχει τον μεγάλο τοίχο ακουμπούν

βιβλία όπως οι «Γυναίκες» του Μπουκόφσκι και ο «Περίπατος στο φεγγάρι μας» του

Νίκου Πάνου.

Στο Θησείο η διασκέδαση υφίσταται από νωρίς. Δεν είναι όπως κάποιες περιοχές

όπου οι δρόμοι ζωντανεύουν μετά τα μεσάνυχτα. Κάτι η Ακρόπολη, τα καφενεία, η

ατμόσφαιρα της παλιάς Αθήνας, «μαλακώνουν» τον χαρακτήρα της αναψυχής. Στο

Θησείο κάνουν τη βόλτα τους για να κουβεντιάσουν.


Περασμένα μεσάνυχτα, αλλά ο Φίλιππος Τζήμας (αριστερά) ακόμα λέει ιστορίες

στους φίλους του που περνάνε μια βόλτα από το επιπλάδικοΌπως κουβεντιάζουν στο

ημιυπόγειο κατάστημα ταπισερί κι επίπλων, ο Φίλιππος με τους φίλους του ­ κι

ας είναι περασμένα μεσάνυχτα. Στο ραδιοφωνάκι ο Πολ Άνκα τραγουδάει για τον

έρωτα της ζωής του κι ο Φίλιππος Τζήμας λέει ιστορίες για τα ταξίδια και τους

ανθρώπους που γνώρισε. Στο τραπέζι του, το μπουκάλι με το κοκκινέλι από την

Κόρινθο έχει προ πολλού αδειάσει και στο ψυγείο του υπάρχουν πάντα

περισσευούμενα ποτήρια για τους φίλους.

Ο λόγος του γίνεται χείμαρρος αναμνήσεων από την εποχή που σαν παιδί κι αυτός

σάλταρε στο τραμ. «Εμείς εδώ είχαμε τραμ δύο κατευθύνσεων και φυσικά ήταν το

αγαπημένο μας παιχνίδι. Το άλλο ήταν το γιαούρτωμα. Πηγαίναμε στου Ρίζου κι

αγοράζαμε γιαούρτι με πενήντα λεπτά, κι όποιον πάρει ο Χάρος. Δεν μας ξέφευγε

κανείς. Μάλιστα, είχαν τοποθετήσει μια μεγάλη ταμπέλα «Νόμος 4000,

απαγορεύεται το γιαούρτωμα», αλλά εμείς τον χαβά μας».

Στη μνήμη του κλωθογυρνούν οι γεύσεις από την περίφημη ταβέρνα του Σπατανέου

«που είχε 55 μάνες κρασί», του Σκοπελίτη, του Πάνου του Γραμματικόπουλου, και

του «Ποίκιλου» τη μπίρα. Εκεί που πήγαιναν οι μπεκρήδες – μπογιατζήδες «οι

μόρτες, που έτρωγαν παντόφλα στο σπίτι από τη γυναίκα τους».


ΤΟ ΘΗΣΕΙΟ ζωντανεύει με ένα διαφορετικό τρόπο τη μέρα. Τα έρημα τραπεζάκια

γεμίζουν και η περατζάδα αυξάνεται. Κάποιοι κάνουν και δουλειές. Ο πεζόδρομος

του Θησείου, που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του ’80 επί Τρίτση, τραβάει σαν

μαγνήτης τους επενδυτές. Επόμενος στόχος: να κατέβει ο κόσμος λίγο παρακάτω,

προς τη γέφυρα του Πουλόπουλου.

«Σε δεκαπέντε ημέρες έχουμε εγκαίνια» λέει ο κ. Βασίλης Τσάλκας. Στέκεται σ’

έναν άδειο ακόμα χώρο όπου υπάρχουν δυο-τρεις μοτοσυκλέτες. Μεταξύ αυτών τα

δύο καμάρια της εισόδου. Η χειροποίητη FCD Ι-1 Lefas και η αγωνιστική Xonda

RC-45 των 40 εκατομμυρίων δραχμών. Ο χώρος προορίζεται για καφέ μηχανόβιων. Κι

όπως πληροφορεί ο ιδιοκτήτης, «σ’ αυτό εδώ το σημείο θα εκθέσουμε σε παγκόσμια

πρώτη το κράνος που φορούσε ο Σένα τη μέρα του δυστυχήματος. Το εξασφαλίσαμε

για ένα μήνα, ύστερα από επίπονες προσπάθειες έξι μηνών, από το εργοστάσιο της

Bell στη Γαλλία». Το εν λόγω κράνος έχει, μεταξύ άλλων, ένα καλώδιο που

καταλήγει σε ένα κουμπί, το οποίο τοποθετείται κάτω από τη μασχάλη. «Ο οδηγός

κάνοντας την απλή κίνηση του κλεισίματος του βραχίονα, πιέζει το κουμπί και

αυτόματα δημιουργείται στο εσωτερικό του κράνους ατμόσφαιρα σαν σε

κλιματιστικό μηχάνημα που βοηθά τον οδηγό να αποφορτίζει την πίεση». Να τι

μπορεί να μάθει κανείς με μια βόλτα στο Θησείο!.

Κι αν ρωτήσεις και τα πιτσιρίκια που παίζουν κρεμασμένα στα κάγκελα ενός

περίεργου ανοίγματος με αρχαία στο έδαφος… «Κοιτάζουμε αν τα σκυλάκια της

Πόπης είναι όλα εδώ κι αν έχουν φαΐ» μας λέει η Κωνσταντίνα. Τι εστί Πόπη;

Είναι το σκυλί-μασκότ της περιοχής που βοηθάει τα παιδιά να… περάσουν

απέναντι το δρόμο για το 72ο Δημοτικό Σχολείο. Ένα από τα ελάχιστα αδέσποτα

που επιβιώνουν ακόμα παρά το μαζικό κυνήγι και τις φόλες προηγούμενων ετών.