Ο Γιάννης Σπράος μπήκε με ορμή τον τελευταίο καιρό στη ζωή μας: από τις

σελίδες των εφημερίδων, από τις τηλεοράσεις, από τα ραδιόφωνα. Ο πρόεδρος της

επιτροπής που παρέδωσε πρόσφατα στον Πρωθυπουργό έκθεση για την πορεία της

οικονομίας και για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν ζει ­ εδώ και μήνες ­ μια

εβδομάδα στο Λονδίνο, όπου είναι το σπίτι του, και μια εβδομάδα στην Αθήνα,

όπου μένει σε ξενοδοχείο και δουλεύει στο γραφείο του, στην Πλατεία Κοτζιά,

από τις 8 το πρωί έως τα μεσάνυχτα. Χαρακτηρίζει την καταπολέμηση του

πληθωρισμού ως «μέγιστο εθνικό στόχο» και τονίζει την «ανάγκη κοινωνικής

πρόνοιας στον βαθμό που το αντέχει η οικονομία».Η ΕΚΘΕΣΗ που δόθηκε στη

δημοσιότητα την περασμένη εβδομάδα προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις και «θέατρο

του παραλόγου», όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος, καθώς «άνθρωποι που δεν είχαν

διαβάσει την έκθεση έσπευδαν να την αναλύσουν, αναφέροντας συχνά και πράγματα αλληλοσυγκρουόμενα».

«Πιστεύω ότι καθώς θα περνά ο καιρός τα όσα αναφέραμε στην έκθεση θα γίνονται

κατανοητά και αποδεκτά».

ΟΙ ΥΠΟΓΡΑΦΕΣ

Ο πληθυντικός είναι καλή αφορμή για να θίξουμε τις φήμες που κυκλοφόρησαν για

διαφωνίες μεταξύ των μελών της επιτροπής και για το ότι δεν υπήρχαν οι

υπογραφές των υπολοίπων κάτω από την έκθεση.

«Η ανταλλαγή αλληλογραφίας με τον Πρωθυπουργό γι’ αυτό και μόνο έγινε», λέει ο

70χρονος Γ. Σπράος. «Δηλαδή ο Πρωθυπουργός είπε: τώρα μπαίνουμε σε έναν

κοινωνικό διάλογο και δύο από τα μέλη της επιτροπής είναι βαθύτατα μπλεγμένα

σε αυτόν. Μάλιστα, ο Τ. Γιαννίτσης είναι ο κύριος συνδετικός κρίκος όλου του

οικοδομήματος. Δεν πρέπει να φανούν ότι δεσμεύονται χειροπόδαρα από αυτά που

έχεις πει, διότι αλλιώς θα θεωρηθεί ότι είναι προκατειλημμένοι. Και τι θα πει

κοινωνικός διάλογος εάν εσύ έχεις πάρει ήδη την απόφαση. Και πράγματι δεν

είναι δεσμευμένοι, διότι αυτές είναι προτάσεις τις οποίες κάναμε, αλλά είμαστε

ανοικτοί σε σκέψεις και σε άλλες απόψεις. Γι’ αυτό συνέταξα την έκθεση, ύστερα

από εκτενείς συζητήσεις, βέβαια, αλλά σε πρώτο πρόσωπο. Και γι’ αυτό δεν

υπάρχουν οι άλλες υπογραφές. Εκείνο που λέω εγώ, όμως, είναι ότι κανείς δεν

διαφώνησε, και έως την τελευταία στιγμή κυκλοφόρησα ένα πλήρες κείμενο με τις

πιο πρόσφατες αλλαγές, ζητώντας επιπλέον σχόλια. Ένα σχόλιο υπήρξε και το

ενσωμάτωσα. Άλλωστε, εμείς προτείνουμε και άλλοι αποφασίζουν».

ΒΗΜΑΤΑ ΒΕΛΤΙΩΣΗΣ

Ο Γ. Σπράος είναι εγκατεστημένος εδώ και 50 χρόνια στο Λονδίνο. Πιστεύει,

άραγε, ότι γνωρίζει το πώς ζει ο μέσος Έλληνας; «Είναι αναληθές να πω ότι ξέρω

πώς ζει ο μέσος Έλληνας. Εκείνο που ξέρω από τους αριθμούς είναι ότι έχουμε

από τα πιο υψηλά ποσοστά, στον κόσμο, κατανάλωσης φαγητών και ποτών, κάτι που

σημαίνει ότι ο μέσος Έλληνας έχει σχετικά άνετο βιοτικό επίπεδο. Τα τελευταία

δέκα χρόνια, για να πούμε κάτι πιο χειροπιαστό, ο αριθμός των αυτοκινήτων που

κυκλοφορούν στην Αθήνα συνεχίζει να αυξάνεται.

Αυτό σημαίνει πως βελτιώνεται η οικονομική κατάσταση του Έλληνα, έστω και με

μικρά βήματα. Άλλες χώρες βελτιώθηκαν περισσότερο. Εμείς μείναμε πίσω. Αλλά η

κατάσταση βελτιώνεται. Η «λιτότητα» που είχαμε τόσα χρόνια μεταφράζεται σε

βελτίωση του πραγματικού εισοδήματος. Άρα τι λιτότητα ήταν αυτή; Βέβαια

ορισμένες χρονιές υπήρξε λιτότητα, όπως την περίοδο 1985-1987, που είναι

αναμφισβήτητη, και τα πραγματικά εισοδήματα μειώθηκαν κατά 12%, όχι αστεία…».

Η ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ

Τώρα, θεωρεί την καταπολέμηση του πληθωρισμού ως «μέγιστο εθνικό στόχο» και

μιλά για βελτίωση της παραγωγικότητας και αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων

κατά 1,5%, με διορθωτικό ποσό στο τέλος του χρόνου, «πολύ περισσότερο δηλαδή

από το 0,3% ή το 0,7% που έχουμε τα τελευταία 15 χρόνια. Όταν λέμε

εισοδηματική πολιτική το 1997 σημαίνει συναίνεση. Είναι απαραίτητη. Τι

σημαίνει όμως; Εάν δεν δεχτούν οι εργαζόμενοι την εισοδηματική πολιτική, θα

έχουν να αντιμετωπίσουν πολύ μεγαλύτερο στρίμωγμα από τα άλλα εργαλεία

πολιτικής, τα οποία θα είναι πιο επώδυνα. Άλλωστε η μείωση των ονομαστικών

αποδοχών κατά τρόπο που δεν μειώνει και τις πραγματικές είναι τεράστιο όφελος

από την άποψη της ανεργίας. Σταματάει τη διάβρωση της ανταγωνιστικότητας και

στηρίζει την απασχόληση».

ΚΛΕΙΔΙ ΟΙ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΕΙΣ

Παλαιότερα είχε υποστηρίξει ένα απαισιόδοξο σενάριο, ότι «θα αναγκαστούμε και

πάλι να ξαναμεταναστεύσουμε, διότι το βιοτικό επίπεδο των άλλων θα είναι πολύ

υψηλότερο από το δικό μας. Ήταν ένα «μαύρο» σενάριο.

Τα χρήματα από τα πακέτα Ντελόρ ή Σαντέρ δεν θα σταματήσουν τα επόμενα χρόνια,

αλλά κάποτε θα σταματήσουν. Πρέπει η βιομηχανία μας να αναπτυχθεί, και αυτό

είναι δύσκολο γιατί η ανταγωνιστική θέση της έχει διαβρωθεί σημαντικά. Τα

τελευταία 15 χρόνια, η συνολική παραγωγή της βιομηχανίας μας έχει αυξηθεί κατά 0».

Τι θα μπορούσαμε, λοιπόν, να κάνουμε ως χώρα; «Δεν έχω καμία εύκολη απάντηση.

Μπορεί να γίνουμε οι τραπεζίτες της Μέσης Ανατολής, των Βαλκανίων, οι

τραπεζίτες της Ανατολικής Ευρώπης και της Ρωσίας. Μπορεί να κτίζουμε τους

δρόμους και όλη την υποδομή στα Βαλκάνια. Μεγάλη υπόθεση και αρκετά αποδοτική

σε μερικά χρόνια. Είναι κι αυτό μια διέξοδος. Αλλά για να γίνει κάτι τέτοιο

πρέπει να μεγαλώσουν οι επιχειρήσεις μας, να αρχίσουν να συγχωνεύονται αντί να

δίνουμε δεκανίκια στις μικρού μεγέθους επιχειρήσεις».

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΩΝ ΤΑΜΕΙΩΝ

Υπάρχουν όμως και καταστάσεις που μπορούμε να προβλέψουμε με σιγουριά. Όπως το

ότι «το πρόβλημα με τις συντάξεις θα χειροτερεύσει. Οι Έλληνες δεν γεννούμε

και δεν πεθαίνουμε. Έχουμε υπογεννητικότητα και είμαστε μακρόβιοι. Τι θα

γίνει; Έως τώρα οι συντάξεις διατηρήθηκαν επειδή πέρασαν πολλά άτομα από τον

γεωργικό τομέα στον αστικό, με αποτέλεσμα να πληρώνουν εισφορές που δεν

πλήρωναν πριν. Αυτό όμως τελείωσε. Ποιοι θα πληρώνουν για τους συνταξιούχους

στο μέλλον;».

ΛΑΜΠΡΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

Παρ’ όλα αυτά, ο Γιάννης Σπράος δεν είναι απαισιόδοξος. Αντίθετα μάλιστα, «εάν

σκεφθεί κανείς τι μπορεί να γίνει με απλό νοικοκύρεμα στον δημόσιο τομέα, θα

πει ότι η Ελλαδα έχει λαμπρές προοπτικές».

Παράδειγμα; «Οι σιδηρόδρομοι που παίρνουν τεράστια κεφάλαια από την Ε.Ε. για

επενδύσεις, αλλά για τις τρέχουσες δαπάνες πάνε με το πιάτο στην κυβέρνηση και

λένε δώστε μας. Το ξέρετε ότι στρογγυλοκάθονται σε τεράστιες περιουσίες; Στον

Πειραιά, στο πιο νευραλγικό σημείο, υπάρχουν σταθμοί ελεεινοί με μια στέγη

μόνο για να σταματούν τη βροχή. Δεν υπάρχει σε καμία χώρα του κόσμου, σε

τέτοιο νευραλγικό σημείο, σταθμός σιδηροδρομικός που να μην έχει 20 πατώματα

από επάνω, με καταστήματα, γραφεία κ.λπ. Το ίδιο ισχύει για τον σταθμό

Λαρίσης, για τους σταθμούς στον Βόλο, στη Θεσσαλονίκη και αλλού. Το μόνο που

χρειάζεται είναι απλό νοικοκύρεμα».

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΟΝΟΙΑ

Ποια είναι η θέση του οικονομολόγου σε μιαν εποχή όπου ο προσωπικός πλουτισμός

είναι το κυρίαρχο ζητούμενο; «Η Θάτσερ βασίστηκε σε αυτούς τους Βρετανούς που

όταν πήγαιναν στις κάλπες σκέφτονταν ότι το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η

τσέπη τους. Όμως η ποιότητα ζωής στη Βρετανία έχει χειροτερεύσει. Η κοινωνική

συνοχή είναι ανύπαρκτη, η εγκληματικότητα αυξάνεται. Το ίδιο μπορεί να

συμβαίνει και σε άλλες χώρες, αλλά πιστεύω ότι αυτά τα πράγματα δεν είναι

άσχετα. Πρέπει να υπάρχει κοινωνική πρόνοια, αλλά στο μέτρο που το σηκώνει η

οικονομία. Εν ανάγκη να μεταφέρεις πόρους από κάτι άλλο, όχι με δανεικά. Οι

προτεραιότητές σου να επιτρέπουν να δίνεις έμφαση στο κοινωνικό μέρος. Αυτό το

θεωρώ θέμα υψίστης σημασίας».

* Μετά τη λήξη της θητείας της επιτροπής, στις 19 Οκτωβρίου 1997, τι θα κάνει

ο Γιάννης Σπράος; Τελευταία συζητείται έντονα ότι θα αναλάβει επικεφαλής της

ελληνικής αντιπροσωπείας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. «Το έχω ακούσει κι

εγώ αυτό, αλλά δεν θέλω να το σχολιάσω…».




Ο Γιάννης Σπράος ζει ­ εδώ και μήνες ­ μια εβδομάδα στο Λονδίνο, όπου είναι το

σπίτι του, και μια εβδομάδα στην Αθήνα, όπου δουλεύει, στο γραφείο του, στην

Πλατεία Κοτζιά, από τις 8 το πρωί έως τα μεσάνυχτα

ΤΑ ΝΕΑΝΙΚΑ χρόνια του Γιάννη Σπράου πέρασαν στο κέντρο της Αθήνας, στην

περιοχή πίσω από το σημερινό Προεδρικό Μέγαρο. Ο πατέρας του ήταν διευθυντής

στους «Μύλους Αγίου Γεωργίου», μια οικογενειακή επιχείρηση, από την πλευρά της

μητέρας του. Στη διάρκεια της Κατοχής το σπίτι επιστρατεύτηκε από τους

Γερμανούς, αλλά αργότερα η συμμετοχή του στην ΕΠΟΝ κατέστησε το σπίτι

«απαγορευμένη περιοχή».

Οι «τρέλες» εκείνης της εποχής, ουκ ολίγες. Όπως εκείνη τη φορά που χρειάστηκε

να μεταφέρει τον πολύγραφο για τις προκηρύξεις σε σπίτι στην Κηφισιά, με ένα

νοικιασμένο ταξί, προσαρμοσμένο να καίει κάρβουνο. Μπήκε ο πολύγραφος, από

πάνω μπήκαν κατσίκες, κοτόπουλα, καρέκλες και διάφορα άλλα που, ευτυχώς,

μπόρεσαν να κρύψουν την ύπαρξη του πολύγραφου από τους Γερμανούς που έκαναν

έλεγχο στον δρόμο.

Ή όπως τότε, αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά, όταν η συμφωνία της Βάρκιζας επέτρεπε

θεωρητικά την πώληση των εφημερίδων της Αριστεράς, «Ριζοσπάστη» και «Ελεύθερη

Ελλάδα», και ξεκινώντας να τις πουλήσουν στα λεγόμενα Κουντουριώτικα, την

περιοχή ανάμεσα στον Λυκαβηττό και το γήπεδο του Παναθηναϊκού, έφθασαν μέχρι

την αυλή του σχολείου, που είχε μετατραπεί σε φυλακή για τους πολιτικούς

κρατουμένους. «Μπαίνουμε στην αυλή, φωνάζουμε «Ριζοσπάστης», οι κρατούμενοι

δεν πίστευαν στ’ αυτιά τους, βγαίνουν στα παράθυρα, αρχίζουν να φωνάζουν κι

αυτοί. Δεν άργησε βέβαια να έρθει ο διοικητής και να μας πετάξει έξω κακήν κακώς».

Από εκείνη την εποχή σκεφτόταν να γίνει οικονομολόγος, «διότι ξεκινούσα με την

σκέψη ότι τα οικονομικά του κόσμου πάνε στραβά κι εγώ έπρεπε να βοηθήσω να

διορθωθούν».

Από εκείνη την εποχή και οι φιλίες με ανθρώπους όπως ο Κώστας Φιλίνης, ο

Λεωνίδας Κύρκος, ο Άγγελος Διαμαντόπουλος. «Ήταν στενοί μου φίλοι και

παραμένουν και τώρα. Γι’ αυτούς είχα πάντοτε μεγάλη εκτίμηση, και

δικαιολογημένα εκ των υστέρων, γιατί παρ’ όλες τις ταλαιπωρίες και τους

αγώνες, θυσίασαν μια ολόκληρη ζωή, σε σχέση με μένα που ουσιαστικά δεν θυσίασα τίποτα».

Η Αγγλίδα σύζυγός του Μαίρη, βακτηριολόγος στο επάγγελμα, είναι ο σύντροφός

του στα μεγάλα ταξίδια που συνηθίζουν να κάνουν «ποτέ οργανωμένα και μην

έχοντας ποτέ κλείσει από πριν ξενοδοχεία».

Η θέση του οικονομικού συμβούλου του πρωθυπουργού του Καζαχστάν, που είχε

μέχρι πρόσφατα, τους στέρησε την ευκαιρία να πάνε στην Ινδοκίνα, όπως

σκόπευαν, «ένα ταξίδι που μπορεί να αναβλήθηκε, αλλά δεν ματαιώθηκε».

Όσο για τα παιδιά, ο Πολ είναι εκδότης οικονομικών εντύπων στη Νέα Υόρκη και η

Έλεν βρίσκεται στην Αϊτή, διαχειριζόμενη ένα πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας.

«Όπως λέω επιγραμματικά, ο γιος μου εξυπηρετεί τις 300 μεγαλύτερες τράπεζες

στον κόσμο και η κόρη μου τους 300 φτωχότερους ανθρώπους στον κόσμο».



ΤΟ 1946 ο Γιάννης Σπράος αποφασίζει να σπουδάσει Οικονομικά στη Βρετανία. Πάει

πρώτα στο Εδιμβούργο, αργότερα στο Μάντσεστερ και στο Πανεπιστήμιο του

Σέφιλντ, για να καταλήξει σ’ ένα από τα καλύτερα Πανεπιστήμια του κόσμου, το

University College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, όπου και παραμένει πολλά

χρόνια ως καθηγητής Οικονομίας.

Πολλοί Έλληνες φοιτητές θα περάσουν από τα αμφιθέατρα όπου διδάσκει. «Οι

οικονομολόγοι είναι κάτι σαν την ασθένεια της φυλής», λέει γελώντας. Μεταξύ

αυτών και η Βάσω Παπανδρεου. «Πάντως, ακόμα, κανένας μαθητής μου δεν έχει

γίνει πρωθυπουργός», προσθέτει, για να θυμηθεί όμως περιπτώσεις όπως αυτή του

1985, όταν ως σύμβουλος του τότε υπουργού Κ. Σημίτη βρέθηκε σε μια συνεδρίαση

υπουργών Εθνικής Οικονομίας της ΕΟΚ, με μαθητές του συμβούλους και από τις δύο

πλευρές του τραπεζιού.

Το πρωί της 21ης Απριλίου του 1967, ο Γιώργος Κατηφόρης τον ενημερώνει για το

πραξικόπημα και αποφασίζουν μαζί με τον Μάρκο Δραγούμη και τον Γιώργο

Γιαννόπουλο να στείλουν επιστολή στους «Τάιμς».

Λίγο αργότερα αναλαμβάνει πρόεδρος της αντιδικτατορικής επιτροπής του Λονδίνου

και σ’ αυτή την δραστηριότητα αφιερώνεται για τα επόμενα 7 χρόνια. «Τότε

μάθαμε για πρώτη φορά την έννοια της δημοκρατίας, γιατί η δημοκρατία που

είχαμε πριν ήταν κολοβή. Μάθαμε την συναίνεση και την ανοχή». Ήταν εποχή με

άγριες συνεδριάσεις, «γεμάτες φωνές και καπνούς από τσιγάρα». «Ήμασταν η

μοναδική επιτροπή που κρατήσαμε ένα ενωμένο μέτωπο, στο Λονδίνο.

Πιστεύω ότι βοήθησε πως ως πρόεδρος δεν είχα πολιτικές φιλοδοξίες. Κι ευχόμουν

να πέσει η χούντα μια ώρα γρηγορότερα, για να επιστρέψω και στην οικογένειά

μου, που με είχε χάσει».

Εκείνη την εποχή, επί 7ετίας, γνωρίζει και τον σημερινό Πρωθυπουργό Κώστα

Σημίτη. «Εκείνος από την Γερμανία, εγώ από την Βρετανία, ασχολούμαστε με έναν

κοινό σκοπό». Ο Κ. Σημίτης θα ζητήσει τη βοήθειά του για την εκπόνηση του

σταθεροποιητικού προγράμματος 1985-’87. «Νομίζω ότι τώρα όλοι έχουν καταλάβει

ότι εκείνη η περίοδος ήταν αποδοτική και, εάν συνεχίζαμε, τα πράγματα σήμερα

θα ήταν πολύ καλύτερα».

Όσο για τη σχέση του με τον Πρωθυπουργό, «είναι για μένα ιδιαίτερα σημαντική.

Μπορώ άνετα να πω ότι έχουμε προσωπική φιλία. Αλλά εκείνο που έχει σημασία

είναι η πολιτική του βούληση και αποφασιστικότητα. Δεν ξέρω πόσο το

καταλαβαίνει αυτό ο κόσμος, αλλά ο Κ. Σημίτης είναι πολύ σπάνιος για τα

ελληνικά δεδομένα. Και αυτό συνοψίζεται, στο λεγόμενο «τεφτεράκι», εκεί που

γράφει τι πρέπει να γίνει, ποιος πρέπει να του πει τι πρόοδος σημειώθηκε σε

ποιον τομέα και ποια ημέρα…».