Την επομένη της αιματηρής καταστολής των μεγάλων καπνεργατικών κινητοποιήσεων, τον Μάη του 1936, στη Θεσσαλονίκη δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» η φωτογραφία μιας μάνας που ολοφύρεται στη μέση του δρόμου πάνω από το νεκρό σώμα του γιου της.


Η φωτογραφία συγκλονίζει τον 27χρονο τότε Γιάννη Ρίτσο που γράφει αμέσως τα 14 από τα 20 άσματα του «Επιτάφιου» και τα στέλνει στην εφημερίδα. Τρία απ΄ αυτά δημοσιεύονται στο φύλλο της επομένης (12ης Μαΐου) με τον τίτλο το «Μοιρολόι». Στις 8 Ιουνίου του 1936 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του «Ριζοσπάστη» σε 10.000 αντίτυπα ο «Επιτάφιος». Το εξώφυλλο του βιβλίου εικονογραφήθηκε με ξυλογραφία του χαράκτη Λυδάκη. Σε ελάχιστο διάστημα από το «Λαϊκό Βιβλιοπωλείο» πουλήθηκαν 9.750 αντίτυπα. Ετοιμαζόταν ήδη και δεύτερη έκδοση, όταν- λίγες μέρες αργότερα, τον Αύγουστο του 1936- τα όργανα της μεταξικής δικτατορίας κατέσχεσαν από το βιβλιοπωλείο το… στοκ των 250 αντιτύπων και μαζί με άλλα απαγορευμένα από το καθεστώς βιβλία τα έκαψαν μπροστά στους στύλους του Ολυμπίου Διός. Το ποίημα είναι γραμμένο σε ομοιοκατάληκτο ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο. Μορφικά στοιχεία, απηχήσεις και επιδράσεις από το δημοτικό τραγούδι, το μανιάτικο μοιρολόι, τον «Επιτάφιο Θρήνο», το κρητικό αναγεννησιακό θέατρο, τον Βάρναλη, τη «Μάνα» του Γκόρκι, συνυπάρχουν.

«Το 1945 ετοιμαζόμασταν για γάμο με τον Γιώργο (Σεβαστίκογλου). Ετοίμαζε παράσταση για τα δεκάχρονα του ΚΚΕ. Ανέβαζε τον “Επιτάφιο” του Ρίτσου, σαν χορό αρχαίας τραγωδίας που τον αποτελούσαν η Αλέκα Παΐζη, η Ασπασία Παπαθανασίου, και η Λούλα Ιωαννίδου», θυμόταν η Αλκη Ζέη σε ένα κείμενό της στο περιοδικό «Η λέξη» (τεύχος 182). «Η γιορτή έγινε στο κέντρο “Μαξίμ” στην οδό Αμερικής, εκεί που πολύ αργότερα έγινε το θέατρο της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Δεν έπεφτε βελόνα. Ακόμα έχω στα αυτιά μου τις ζεστές μελωδικές φωνές της Ασπασίας και της Αλέκας…

«Τώρα πια είναι μερικοί, πολλοί στίχοι που δεν μπορείς να τους ανασύρεις γυμνούς ούτε και να τους διαβάσεις στο χαρτί», κατέγραφε στο κείμενό του «Ηταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ. Πολύ μακρύς, αδελφέ μου» (στην έκδοση «Αφιέρωμα στο Γιάννη Ρίτσο», εκδ. Κέδρος) ο ανασκαφέας της Βεργίνας, ο αείμνηστος καθηγητής Μανόλης Ανδρόνικος. «Ξεχάσαμε τον “Επιτάφιο” που μουσκεύαμε στην πρώτη ανάγνωση, όταν ακόμα η “μέρα Μαγιού που μίσεψε” ήταν κοντά μας, στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, όταν η Εγνατία είχε γίνει μια θάλασσα λαού για την κηδεία των παιδιών της, και μεις αμούστακοι ακόμα ανασαίναμε τον ορθρινό αγέρα μιας εμπροσθοφυλακής που θα άνοιγε τις μεγάλες μάχες που έμελλε να ΄ρθούν. Τώρα πια θρηνούμε μελωδικά μαζί με τη μάνα μ΄ ένα θρήνο που είναι μοιρολόι και ύμνος θριαμβικός μαζί, ομορφιά και πόνος, ρυθμός όπως θα τό΄ λεγε κι ο ποιητής».

Οσο για τη μελοποίηση του «Επιτάφιου», ο Μίκης Θεοδωράκης θυμόταν: «Θα ήταν αρχές ή τέλη του 1958 στο Παρίσι, όταν άρχισα να παίρνω το ένα μετά το άλλο τα βιβλία του Ρίτσου. Είχε αφεθεί ελεύθερος και άρχισε να τυπώνει τα έργα του… Θυμάμαι ότι στον Επιτάφιο μου έγραφε: “Ετούτο το βιβλίο κάηκε μαζί με άλλα στους Στύλους του Ολυμπίου Διός στην περίοδο της μεταξικής δικτατορίας”. Στο κέντρο του Παρισιού, στις Ηalles βρίσκονται τα μπακάλικα με ελληνικά προϊόντα. Είχαμε τότε ένα Οpel του 1954. Εβρεχε δυνατά. Πάρκαρα μπροστά στο κατάστημα και περίμενα τη Μυρτώ να τελειώσει τα ψώνια της. Πώς βρέθηκε στα χέρια μου ο «Επιτάφιος» δεν θυμάμαι. Αρχισα να τον ξεφυλλίζω και να τον διαβάζω για άλλη μια φορά. Είναι περίεργο όμως ότι όταν πρόκειται να μου μιλήσει η ποίηση του Ρίτσου, τότε ήχοι αναβλύζουν με ορμή μέσα από τους στίχους λες και είναι αρτεσιανό νερό που πετάγεται ψηλά πάνω απ΄ το χώμα, χαρούμενο που βρήκε τη δύναμη να χαιρετήσει τον ουρανό και το φως… Ευτυχώς που είχα μολύβι. Χάραξα γρήγορα τα πεντάγραμμα πλάι στους στίχους κι άρχισα να γράφω γρήγορα, για να προφτάσω. Γυρίζοντας στο σπίτι και ενώ η Μυρτώ μαγείρευε, εγώ δοκίμαζα στο πιάνο τα καινούργια τραγούδια ώστε να είμαι έτοιμος για το βράδυ. Κάθισα στο πιάνο και έτσι έγινε η “πρώτη εκτέλεση” του “Επιτάφιου”. Την άλλη μέρα πήρα τέσσερις σελίδες χαρτί διαφανές με πεντάγραμμα κι άρχισα να καθαρογράφω τα τραγούδια απ΄ την αρχή. (…) Παρήγγειλα τρία αντίγραφα και τα ταχυδρόμησα το πρώτο στον Γιάννη Ρίτσο, το δεύτερο στον Μάνο Χατζιδάκι και το τρίτο στον φίλο μου Βύρωνα Σάμιο».