Η σκηνή εκτυλίσσεται στην αλβανική ενδοχώρα. Χιόνι και σκληρός χειμώνας. Φλεβάρης του 1994 και όλοι συμβουλεύουν την παράξενη ομάδα της ιστορίας μας να μην ταξιδέψει. Το πούλμαν ξεκινά και πάλι. Τo αφιλόξενο τοπίο όμως έχει άλλη γνώμη. Ο Χάρβεϊ, ο Τζον και ο Αντε κατεβαίνουν να σπρώξουν το ταξί τους.

Οι Κώστας, Αγγελος, Παναγιώτης και Θανάσης είναι έξω στη χιονοθύελλα προσπαθώντας να ανοίξουν τον δρόμο μπροστά με όποιον τρόπο μπορούν. Μέσα στο πούλμαν ο Τάσος σβήνει τη μηχανή για να εξοικονομήσει καύσιμα ενόψει της περιπέτειας. Η θέρμανση εκλείπει.

Ο Βέγγος αρχίζει να επικαλείται τον Χριστό, την Παναγία και όλους τους αγίους. Ο Γιώργος δίπλα του έχει γίνει ένα με το τζάμι του πούλμαν. Ο οδηγός Τάσος μουρμουράει και καταριέται την τύχη του. Ο Κουντέλκα φωτογραφίζει ακατάπαυστα. Οι Τζόρτζιο και Αμεντέο έχουν στυλώσει τα μάτια στα παράθυρα περιμένοντας τη βοήθεια που ελπίζουν να έλθει από την αλβανική συμπαραγωγή, χωρίς να ξέρουν αν και πότε θα έλθει αυτή η βοήθεια.

Ο Θόδωρος παρακολουθεί σιωπηρός όλο αυτό το θέατρο του παραλόγου μέσα και έξω από το πούλμαν, αναγγέλλοντας κάθε τόσο με στεντόρεια φωνή ότι θα γράψει ένα μονόπρακτο για την υστερία του όχλου.

Αν ακόμη δεν τους αναγνωρίσατε, οι πρωταγωνιστές της αφήγησής μας είναι οι εξής: Ο Θόδωρος ήταν ο Αγγελόπουλος. Ο Χάρβεϊ ήταν ο Καϊτέλ. Ο Βέγγος ήταν ο γνωστός Βέγγος, και η παράξενη ομάδα που ταξίδευε μέσα στο χιόνι ήταν το επιτελείο της ταινίας «Το βλέμμα του Οδυσσέα». Η παραπάνω σκηνή είναι μία μόνο ημέρα από το ημερολόγιο που κρατούσε η σκριπτ Μαργαρίτα Μαντά κατά τη διάρκεια της ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου, από το οποίο αποσπάσματα παραθέτουν σήμερα «ΤΑ ΝΕΑ» σε αποκλειστικότητα. Στους 20 μήνες που διήρκεσε η ταινία η βοηθός του Μαργαρίτα αποφάσισε να κρατήσει ένα ημερολόγιο, που ο ίδιος ο σκηνοθέτης το χαρακτήρισε, όταν το είδε, την «πιο μπρούτα» καταγραφή τού τι είναι γύρισμα μιας δικής του ταινίας.

Ηταν καλοκαίρι του 1993, όταν ο Αγγελόπουλος πρότεινε στη Μαργαρίτα Μαντά να συνεργαστούν για την ταινία του «Το βλέμμα του Οδυσσέα». Εκείνη άρχισε να κρατάει ημερολόγιο που διατρέχει 20 μήνες γυρισμάτων, με ένα οδοιπορικό που ξεκινά από την Αθήνα και μέσω Καστοριάς, Θεσσαλονίκης, Βελιγραδίου, Σκοπίων, Φλώρινας, Αλβανίας, Ρουμανίας και άλλων πόλεων και χωριών καταλήγει στην ημέρα όπου κουβάλησε την πρώτη κόπια της ταινίας από τη Cinemagic στον κινηματογράφο Απόλλων της οδού Σταδίου για να τη δουν οι Θόδωρος Αγγελόπουλος, Γιώργος Αρβανίτης, Κώστας Βαρυμπομπιώτης και η ίδια η Μαργαρίτα Μαντά.

Την Πέμπτη (24 Ιανουαρίου) κλείνει ένας ακριβώς χρόνος από εκείνο το απόγευμα που κόπηκε τραγικά το νήμα της ζωής του Θόδωρου Αγγελόπουλου στον περιφερειακό δρόμο της Δραπετσώνας, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «Η άλλη θάλασσα». Ο μεγάλος δημιουργός, ο οποίος χαρτογράφησε όσο κανένας άλλος τη συλλογική ελληνική ψυχή, που διακρίθηκε διεθνώς και έφτιαξε μια δική του κινηματογραφική γλώσσα, δεν άφησε στιγμή ανεκμετάλλευτη χωρίς γύρισμα.

Σήμερα δύο νέα βιβλία έρχονται να φωτίσουν περισσότερο τις σκέψεις, τη ζωή του, τη φιλοσοφία του: το προαναφερθέν ημερολόγιο της Μαργαρίτας Μαντά με τίτλο «»Το πρώτο πράγμα που ‘κανε ο Θεός είναι το ταξίδι» – «Το βλέμμα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου – Ημερολόγιο γυρισμάτων» και το «Θόδωρος Αγγελόπουλος – με γυμνή φωνή» που γεννήθηκε από τη σειρά εκπομπών του συγγραφέα Γιώργου Αρχιμανδρίτη «A voix Nue: Théo Angelopoulos» του σταθμού τεχνών και πολιτισμού της Κρατικής Γαλλικής Ραδιοφωνίας France Culture.

Αν με το ημερολόγιο που κράτησε η βοηθός του παίρνουμε μια γερή γεύση για τον τρόπο που δούλευε ο δημιουργός στον καμβά των Βαλκανίων και των αρχών της δεκαετίας του 1990, στο δεύτερο βιβλίο που επιμελήθηκε ο Γιώργος Αρχιμανδρίτης ο Θόδωρος Αγγελόπουλος μιλάει σε πρώτο ενικό και παραθέτει στοιχεία για τη ζωή του, τις ταινίες του και τα βιώματά του.

«Οι εικόνες υπάρχουν στο μυαλό

πριν τις αναπαραγάγουμε»

Ο δημιουργός, ο οποίος γεννήθηκε το 1935, υπήρξε κάποτε έφηβος. Την ημέρα που ολοκληρωνόταν η είσοδος του γερμανικού Στρατού στην Αθήνα έπαιξε ένα επικίνδυνο κρυφτό με έναν γερμανό στρατιώτη που τον κυνήγησε επειδή ο ίδιος του είχε πετάξει κάτω τον ξύλινο σηματοδότη. Το στιγμιότυπο των παιδικών χρόνων του Αγγελόπουλου αναπαραστάθηκε στο «Ταξίδι στα Κύθηρα», όπως ο ίδιος αφηγείται στον Αρχιμανδρίτη, ενώ μία φράση του ξεκλειδώνει το ποιητικό του σύμπαν: «Οι εικόνες υπάρχουν στο μυαλό μας πριν τις αναπαραγάγουμε».

Και αν, όπως διαπιστώνει η Μαργαρίτα Μαντά, «δεν υπάρχει ευτυχία σαν αυτή του κερδισμένου πλάνου», αυτό το πλάνο ο Τεό το κέρδισε αιματηρά και με μεγάλες θυσίες, ατελείωτα ρεπεράζ, πολλά χιλιόμετρα, θυμό και συγκίνηση. Ιδού ένα παράδειγμα: το σκηνικό εκτυλίσσεται στη Φλώρινα, στο ξενοδοχείο Λύγκος, τον Φεβρουάριο του 1994, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του «Βλέμματος του Οδυσσέα». «Γύρω στη μία με μιάμιση φτάνουμε στον χώρο. Μια έκταση άσπρη όσο πιάνει το μάτι. Τυφλώνει τόσο άσπρο, τρελαίνει σχεδόν. Ο αέρας σηκώνει τα πάντα. Το κρύο περνάει στα κόκαλα, τα πονάει. Δακρύζεις απ’ τον πόνο. Τα δάχτυλα πονάνε ώς το μεδούλι, παρ’ όλα τα ειδικά γάντια, δεν αντέχω τον πόνο, θέλω να μου κόψουν τα δάχτυλα. Ο Θανάσης μού κάνει «φουφού» φυσώντας μου τα δάχτυλα με το χνότο του. Ο Γιώργος ανεβασμένος επάνω στον γερανό εκλιπαρεί τον Γρηγόρη να τον κατεβάζει αμέσως μόλις ολοκληρώνεται μια πρόβα. Του έρχεται λιποθυμία από τον πόνο του κρύου. Ο Θόδωρος φοράει μόνο το γνωστό μάλλινο μπλε μπουφάν και την τραγιάσκα του. Ούτε γάντια έχει πάρει μαζί του, παρότι τα έχει στη βαλίτσα του, ούτε τίποτα, όπως συνήθως. Οπως συνήθως, γι’ αυτόν υπάρχει μόνο το πλάνο και ούτε η προστασία του εαυτού του ούτε τίποτε άλλο στον κόσμο».

Και αν δεν χαριζόταν ούτε στον εαυτό του, είχε τη δική του φιλοσοφία για τη δημιουργία, την οποία ξεδίπλωσε στον Γιώργο Αρχιμανδρίτη και περιελήφθη στο δεύτερο βιβλίο: «Στην ουσία πρόκειται για ένα μυστήριο. Πώς γεννιέται μια ιδέα; Προηγείται πάντα μια περίοδος λίγο παράξενη και μυστηριώδης, όπου αισθάνομαι ότι κάτι έρχεται. Είναι μια περίοδος ύπνωσης, μια κατάσταση όπως ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνο, όπου τα πάντα αποκτούν διαφορετικές διαστάσεις. Μια φράση, ένα τραγούδι ή έναν θόρυβο τα ακούω με τρόπο διαφορετικό. Είναι σαν μια εγκυμοσύνη. Συχνά αναδύεται ένα πρώτο στοιχείο, που μπορεί να είναι μια εικόνα από το τέλος της ταινίας ή ένα υπαρκτό πρόσωπο που έχει ήδη μεταλλαχθεί σε χαρακτήρα της. Κάθε μέρα προστίθενται έτσι διάφορα στοιχεία, τα οποία μου έρχονται μεταξύ πέντε και επτά το πρωί. Σηκώνομαι τότε και κρατάω σημειώσεις. Δεν μπορώ να μιλήσω με τρόπο πιο σαφή ή να δώσω άλλα κλειδιά αποκρυπτογράφησης της διαδικασίας. Τα πάντα όμως προϋπάρχουν, πράγματα δηλαδή που έχεις διαβάσει, που έχεις ζήσει, που έχεις δει στον κινηματογράφο, στον δρόμο ή οπουδήποτε αλλού, και τα οποία κοιμούνται. Την παράξενη εκείνη στιγμή που σας περιέγραψα είναι σαν να τα καλείς και να ανεβαίνουν στην επιφάνεια».

Ο Τεό αντιμετώπιζε την κάθε ταινία σαν μια ξεχωριστή περιπέτεια για να προσεγγίσει το δικό του όραμα. Και είχε τη δική του θεώρηση για την Ιστορία, την οποία επίσης αφηγείται στον Αρχιμανδρίτη: «Η ζωή μου έχει σημαδευτεί τόσο πολύ από κάποια γεγονότα ώστε, όταν διηγούμαι την Ιστορία, είναι σχεδόν σαν να διηγούμαι τη δική μου ιστορία. Διηγούμαι αυτό που νιώθω ως απολύτως απαραίτητο και το οποίο βγαίνει από μέσα μου αυτόματα. Ολες οι ταινίες μου αποτελούν επιλογές. Ποτέ δεν έκανα μια ταινία απλώς για να την κάνω, αλλά γιατί ανταποκρινόταν σε μια εσωτερική ανάγκη, σε έναν διάλογο με τον εαυτό μου και τον κόσμο. Πιστεύω ότι ένα μεγάλο πρόβλημα σήμερα είναι ότι οι άνθρωποι ξεχνούν. Οχι μόνο εκείνοι που ήταν υπεύθυνοι για κάποια πράγματα, αλλά και όλοι εμείς που υποστήκαμε την Ιστορία. Ενα άλλο σημαντικό πρόβλημα είναι ότι οι σημερινοί νέοι δεν γνωρίζουν την Ιστορία και φοβάμαι ότι αύριο – μεθαύριο θα καταλήξουν να κάνουν τα ίδια σφάλματα».

Η τελειομανία και η σχολαστικότητά του έμειναν παροιμιώδεις, ενώ το ημερολόγιο της Μαντά καταγράφει, από την άλλη, ένα γνωστό και τραγικό γεγονός που σημάδεψε την ταινία «Το βλέμμα του Οδυσσέα»: τον αιφνίδιο θάνατο του ηθοποιού Τζιαν Μαρία Βολοντέ –μάλιστα, πριν από τον κινηματογραφικό θάνατό του που υπήρχε στην πλοκή της ταινίας. Ηταν Δεκέμβρης του 1994 στο ξενοδοχείο Λύγκος της Φλώρινας και η Μαντά περιγράφει με κοφτές προτάσεις: «Τέσσερις το απόγευμα. Περιμένοντας τη στιγμή που θα χαιρετήσουμε τη σορό του Βολοντέ στο παρεκκλήσι του νοσοκομείου. Χθες το μεσημέρι στο δωμάτιο του Θόδωρου, για δουλειά πάνω στο σενάριο, τη μεγάλη σκηνή της Φλώρινας. Χτύπος στην πόρτα. Είναι η καθαρίστρια. Χτυπάει στον «ξένο κύριο», στο δωμάτιο δίπλα στου Θόδωρου, αλλά εκείνος δεν απαντά και ούτε έχει αφήσει το κλειδί του κάτω. «Μήπως μπορεί ο κύριος Θόδωρος να του πει στα ξένα να της ανοίξει»; Πάω εγώ στο δωμάτιο 206. Χτυπάω την πόρτα. Καμία απάντηση. Ξαναχτυπάω, ενώ κάτι μέσα μου φτερουγάει ανήσυχα. Στο τρίτο χτύπημα χωρίς απάντηση, αποφασίζω να ανοίξω την πόρτα. Η πόρτα βρίσκει εμπόδιο, δεν μπορεί να ανοίξει κανονικά. Μπροστά μου, πεσμένος μπρούμυτα στο μπάνιο, ο Gian Maria. Ημίγυμνος. Παγωμένος. Νεκρός. Το αριστερό μου χέρι στην καρωτίδα του. Το ξέρω πριν τον αγγίξω. Η πρώτη μου φορά που βρίσκω κάποιον νεκρό και ο νεκρός αυτός είναι ο Βολοντέ. Αισθάνομαι το δεξί χέρι του Θόδωρου πάνω στον ώμο μου. Εχει σκύψει πίσω μου, με ρωτάει ψιθυριστά τρέμοντας: «Πέθανε;». Του νεύω «ναι». Με το αριστερό του χέρι ακουμπά σ’ ένα δίσταγμα τον Gian. Τον νιώθω να προσπαθεί να του φέρει σ’ αυτό το άγγιγμα την ψυχή του ολόκληρη, αυτή την πρώτη και ύστατη στιγμή». Με τον ίδιο τραγικό τρόπο που άγγιξαν οι συνεργάτες του τον ίδιο τον Αγγελόπουλο λίγα λεπτά αφότου είχε παρασυρθεί από μηχανάκι στον περιφερειακό δρόμο της Δραπετσώνας πριν από έναν χρόνο. Τις στιγμές που περνούσε για πάντα και αδόκητα στην «άλλη όχθη».