Αρνήθηκαν να κάνουν μηνύσεις και αγωγές και δεν θα παραστούν ούτε ως

πολιτική αγωγή στη δίκη των υπευθύνων του δεύτερου μεγαλύτερου ναυαγίου που

έπληξε ποτέ την Ελλάδα – του «Εξπρές Σαμίνα».

Δημήτρης Ραχούτης: «Δεν έχασα μόνο τον μοναχογιό μου. Έχασα και την πίστη μου

στο σύστημα, στη δικαιοσύνη, στον άνθρωπο…». Δίπλα, η μάνα δείχνει τη

φωτογραφία του παιδιού της

Τρία χρόνια και πέντε μήνες μετά την πολύνεκρη τραγωδία που βύθισε στο πένθος

85 οικογένειες, ο Δημήτρης και η Ιωάννα Ραχούτη, γονείς του 19χρονου Βασίλη

Ραχούτη – του μοναδικού απόντος από τους είκοσι φαντάρους που επέβαιναν στο

καράβι -, δεν περιμένουν ούτε καν αυτό που λέγεται «δικαιοσύνη»…

«Δεν θα αποδοθεί δικαιοσύνη – δεν πιστεύω πια ότι υπάρχει σ’ αυτή τη ζωή. Δεν

περιμένω τίποτα, δεν ελπίζω σε τίποτα». Για έναν άνθρωπο σαν τον παλιό

πυροσβέστη Δημήτρη Ραχούτη, που μια ζωή ήταν πειθαρχημένος, υπηρετώντας το

«καλό και τους ανθρώπους», το χειρότερο που θα μπορούσε να πάθει, μετά τον

χαμό του παιδιού του, είναι που «έχασα και την πίστη μου – στο σύστημα, στο

κράτος, στον άνθρωπο. Είναι πολλοί οι υπεύθυνοι για αυτό το ναυάγιο. Και όλους

αυτούς θα τους δικάσει ο Θεός – όχι οι άνθρωποι».

Μέσα σε τριάμισι χρόνια έχασε τη μισή ζωή του: «Ήμουν 50 χρόνων και δεν είχα

πάρει ούτε ασπιρίνη. Είμαι 53 και έχω κάνει ήδη τρία χειρουργεία. Κοιμόμαστε

με ηρεμιστικά και εγώ και η γυναίκα μου. Αντέχουμε γιατί παλεύουμε! Να

κρατήσουμε ζωντανή τη μνήμη του παιδιού μας…»

Δέχθηκαν τέσσερα απανωτά χτυπήματα – τέσσερα αγόρια έχασαν στη γέννα τους –

πριν τους δώσει «όλες τις χαρές της ζωής» ο Βασίλης, ο μονάκριβος γιος τους. H

Φύση, λέει ο πυροσβέστης που έσωσε τόσες ζωές αλλά έχασε το νόημα της δικής

του, προίκισε τον Βασίλη με όλα της τα δώρα. Καλός, γενναιόδωρος, αλτρουιστής,

ευγενικός: «Παλικάρι με δυο λόγια… Δυο μέτρα μπόι, ποδοσφαιριστής με δελτίο,

ψυχούλα, πάντα παρών, πάντα για τον άνθρωπο, πάντα στο καθήκον».

Οριακές στιγμές… Ήταν το τελευταίο ταξίδι που θα έκανε ο Βασίλης με

προορισμό τη Σάμο. Τον πήγε ο ίδιος το μοιραίο απόγευμα στον Πειραιά, όπου

υπηρέτησε 11 χρόνια, να πάρει το «Σαμίνα»: «Είχε φύλλο πορείας και πήγαινε να

παραδώσει στο Καρλόβασι για να παρουσιαστεί μετά στο «401» όπου είχε πάρει

μετάθεση. Αργά το βράδυ, μου ήρθε ένα γραπτό μήνυμα: «Μπαμπά, έριξαν το καράβι

πάνω σ’ ένα βράχο, έξω από το λιμάνι στην Πάρο… Αλλά μην ανησυχείς, με

ξέρεις, είμαι Ράμπο, μη φοβάσαι τίποτα. Πες και στη μαμά να μη

στεναχωριέται… » Τον πήρα αμέσως τηλέφωνο, άρχισα να του δίνω συμβουλές και

εκείνος να μου μεταφέρει τις εικόνες που ζούσε… «Πάρε τηλέφωνα, πατέρα, όπου

μπορείς, να σηκωθούν Πούμα να φωτίσουν έστω τη θάλασσα, να σώσουμε κόσμο»,

φώναζε. Πίεσα όπου μπορούσα – κανένα Πούμα δεν σηκώθηκε! Τον ξαναπήρα… Το

καράβι είχε βουλιάξει από τη μια πλευρά, άνθρωποι ούρλιαζαν, ο Βασίλης έφευγε.

Κάποια στιγμή, το ομολογώ, τον παρακίνησα να εγκαταλείψει το πλοίο, να φύγει,

να σωθεί και εκείνος μου έβαλε πάγο: «Τι λες, πατέρα; Η θάλασσα γέμισε

πτώματα, υπάρχει μαύρο σκοτάδι, για όνομα του Θεού, ένα Πούμα να βλέπουμε τι

κάνουμε… » Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια…»

«Δεν πνίγηκε…» Σύμφωνα με τις μαρτυρίες διασωθέντων και τα στοιχεία

που έχει συλλέξει ο Δημήτρης Ραχούτης, «ο Βασίλης μαζί με τον φαντάρο Νίκο

Καραδημητρίου και τη Δήμητρα, μια κοπέλα από την Αταλάντη, ήταν οι τελευταίοι

που κατέβηκαν… Το καράβι είχε διπλώσει, κατάφεραν να κατεβάσουν στη θάλασσα

μια μεγάλη βάρκα. Έριξαν τη σχοινένια σκάλα και βοήθησαν 100 με 120 άτομα να

κατέβουν. Στην ίδια βάρκα μπήκαν και τα τρία παιδιά. H βάρκα όμως έκανε γκέλα

και τέσσερα άτομα, δυο άντρες και μια γυναίκα με μωρό στην αγκαλιά, βρέθηκαν

στο νερό. Απτόητος O Βασίλης ορμάει στα νερά. Αρπάζει τον έναν άντρα από τα

πόδια και τον δίνει στη βάρκα. Πιάνει τη μάνα – τη σώζει κι αυτή. Εντοπίζει το

μωρό, το παίρνει αγκαλιά, παλεύει με τα κύματα μέχρι που ένα μεγάλο, τους

χτυπά και τους πετάει πάνω στο καΐκι… Ο Βασίλης χτυπά πίσω στον αυχένα,

χάνει τις αισθήσεις του, το μωρό γλιστράει από την αγκαλιά του και πνίγεται.

Το χτύπημα ήταν μοιραίο και το παιδί μου έφυγε στις 1.53 τα ξημερώματα, στην

ξηρά, στα χέρια των γιατρών. Αυτή είναι η αλήθεια για τον Βασίλη Ραχούτη. Δεν

πνίγηκε! Έδωσε τη ζωή του για να σώσει και άλλους ανθρώπους…»

Ένα χρόνο πριν από το ναυάγιο, στον σεισμό του ’99, ο Βασίλης Ραχούτης ήταν

τρία μερόνυχτα στα ερείπια της Ρικομέξ ως εθελοντής διασώστης μαζί με τα

συνεργεία των Τούρκων διασωστών. Τρία μερόνυχτα δεν πήρε ανάσα, μέχρι που

τραυματίστηκε. Το ίδιο έκανε και στα σκοτεινά νερά της Πάρου. Παραιτήθηκε από

τον προσπάθειά του μόνο αφού έχασε τις αισθήσεις του…

Νεκροφόρα που ταξίδευε!

Το Λιμενικό Σώμα – και όχι ο Στρατός όπου υπηρετούσε – έκανε τον Βασίλη

Ραχούτη Ήρωα και κάθε 24 Ιουνίου θα γίνεται το μνημόσυνό του. Στα Καμένα

Βούρλα υπάρχει η προτομή του με την ίδια ένδειξη: Ήρωας. H μάνα του, η κ.

Ιωάννα είναι προϊσταμένη σήμερα στη στρατιωτική λέσχη στη Λαμία, όλοι οι

φαντάροι τη φωνάζουν Μάνα και αυτό κάπως της γλυκαίνει την ψυχή. Αλλά ο

πατέρας του, ο παλιός πυροσβέστης, δεν μπορεί να παρηγορηθεί από τις τιμές και

τα αξιώματα που μετά θάνατον αποδίδονται στον γιο του. «Αυτό το καράβι που

έπρεπε να λέγεται «Σαν-μνήμα», ήταν ένα σαπιοκάραβο, με σοβαρότατες ελλείψεις

σε σωστικά μέσα, με ανοικτές τις… υδατοστεγείς πόρτες του και ένα πλήρωμα

ανέτοιμο, με ελλιπή οργάνωση και εκπαίδευση. Αυτό το καράβι είχε καπετάνιο και

αξιωματικούς που βγήκαν πρώτοι και άβρεχτοι στο λιμάνι. Αυτό το καράβι ήταν

μια νεκροφόρα που ταξίδευε στις θάλασσες… Και αυτό δεν συγχωρείται»!