Μπορεί να μην είναι ευχάριστο να υποδέχεται κανείς τη νέα χρονιά με κάτι σαν αυτό. Ομως, όταν συμβαίνει, το πρόβλημα δεν είναι το να το πεις, ιδίως το πότε, μα το αντίθετο: να το προσπερνάς. Επειδή πρόκειται για διαρκές έγκλημα. Που πρέπει να εκλείψει. Επειδή είναι αδιανόητο, είτε μπαίνει νέο έτος είτε όχι – ιδίως όμως στην πρώτη εκδοχή, καθώς το φέρνει και αυτό με άδικο κίνδυνο, πόνο και θάνατο. Χωρίς αιτία. Ούτε τότε, ούτε ποτέ. Και που, επιτέλους, φτάνουν πια.
Παραμονές Χριστουγέννων, μαζί με τις γιορτές, ήρθαν και τα στοιχεία από τις νέες κάμερες που τοποθετήθηκαν σε μεγάλες λεωφόρους της Αθήνας. Και σε αντίθεση με το κλίμα των ημερών, τα νέα που έφεραν δεν ήταν ούτε εορταστικά, ούτε ελπιδοφόρα – ακριβώς το αντίθετο: ήταν μία απόλυτη επιβεβαίωση, ένα αποδεδειγμένο πέραν πάσης πλέον αμφιβολίας καθρέφτισμα του χειρότερου, πιο ανεπίδεκτου μαθήσεως εαυτού μας.
Εκείνου που μας κάνει να μετατρέπουμε χωρίς κανένα λόγο, ανόητα, χωρίς περίσκεψη, καθημερινά τη ζωή σε θάνατο, να το πληρώνουμε αυτό ακριβά επί ατέλειωτα χρόνια, να μη μας φταίει κανείς άλλος παρά μόνον το στραβό μας το κεφάλι και, όμως, παρ’ όλα αυτά, να συνεχίζουμε επίμονα στα ίδια – λες και έχουμε βάλει στόχο σε αυτόν τον τόπο να γίνουμε κιμάς στην άσφαλτο και όλο αυτό να μην κάνει πραγματική εντύπωση πια σε κανέναν: να συμβαίνει ως κανονικότητα και σαν να μην… τρέχει τίποτα. Ομως τρέχει. Εγκληματικά.
Και οι κάμερες αυτές το απέδειξαν πλέον με τον πιο αδιάσειστο τρόπο. Απέδειξαν δηλαδή ότι η ελληνική γενοκτονία της ασφάλτου δεν είναι ούτε «ατύχημα», όπως απαράδεκτα εντελώς παραπλανητικά αποκαλείται ένα έγκλημα εξαιρετικά διαδεδομένο το οποίο αντί να εκτελείται με συνήθεις τρόπους έχει ως μέσο του κάποιους τόνους λαμαρίνες και την ανεξέλεγκτη δύναμη κρούσης τους όταν ξεφεύγουν από τα όρια, ούτε «κακιά στιγμή», ούτε τίποτε τέτοιο. Είναι επιλογή που μία ολόκληρη κοινωνία, για εντελώς ακατανόητους λόγους, έχει κάνει για τον εαυτό της.
Τι έδειξαν οι νέες προηγμένες κάμερες με το που τοποθετήθηκαν; Χιλιάδες παραβιάσεις κανονισμών του ΚΟΚ – 2.000 μόνον στη Συγγρού σε 72 ώρες! Ανάμεσά τους, κάποιες ξεχωρίζουν για την ακραία επικινδυνότητά τους για εκείνους που τις κάνουν, αλλά αυτό είναι πρόβλημά τους αφού θέλουν και τις κάνουν. Το ουσιώδες αφορά όλους τους ανυπεράσπιστους, ανυποψίαστους άλλους, που δεν τους φταίνε σε τίποτα – και που πολύ συχνά χάνουν έτσι τη ζωή τους, ή καταλήγουν για μήνες στα νοσοκομεία χωρίς να επανέλθουν πλήρως ποτέ, με τις οικογένειές τους να διαλύονται μαζί τους. Επειδή απλώς και μόνο κάποιοι εξυπνάκηδες ήθελαν να κάνουν τον μάγκα και δεν τους ένοιαζε το κόκκινο, ή ήθελαν γκάζια για να πείσουν ότι κάτι αξίζουν.
Από την απελπιστική καταγραφή των νέων καμερών, η παραβίαση των φωτεινών σηματοδοτών και η υπερβολική ταχύτητα αποτελούν εκείνες που αυτομάτως συνιστούν κακουργήματα. Γιατί αυτό είναι. Και δεν χωρά καμία δικαιολογία, ιδίως δε με αδιανόητες ταχύτητες, που είναι εξαιρετικά συνηθισμένες. Είναι καθαρά εγκληματικές πράξεις που μόνον κατά τύχη δεν καταλήγουν πάντοτε με μοιραίες απολήξεις. Ακριβώς σαν να έχεις ένα πιστόλι και να πυροβολείς όποιους βρεις μπροστά σου.
Ομως η ελληνική κοινωνία ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε. Οσους νεκρούς και αν θρήνησε. Ενίοτε δε κλαίει κυρίως τους θύτες αντί τα θύματα!
Λοιπόν. Αυτό πρέπει να λήξει. Αμέσως. Αλλωστε, σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο, η αστυνόμευση των δρόμων είναι δρακόντεια. Αυτές οι κάμερες είναι η ελπιδοφόρα αρχή. Και πρέπει να επεκταθεί. Επίσης, καλό θα ήταν, όσοι έλαβαν κλήσεις να μην γκρινιάζουν. Αντίθετα, να τις θεωρήσουν το πιο πολύτιμο χριστουγεννιάτικο δώρο. Επιτέλους μπορεί να μάθουν. Αυτό, μπορεί να σώσει τους ίδιους, να τους γλιτώσει από το να γίνουν δολοφόνοι και, κυρίως, να σώσει αθώους ανθρώπους.







