Κάθε Δεκέμβριο, τα τελευταία χρόνια, σκέφτομαι την εποχή που ο Τζέρεμι Κόρμπιν, τότε ηγέτης των αντιπολιτευόμενων Εργατικών στη δεύτερη πατρίδα μου, το Ηνωμένο Βασίλειο, απηύθυνε ένα πρωτοχρονιάτικο μήνυμα που μου ακούστηκε οικείο. «Η φετινή χρονιά θα είναι πιο δύσκολη από την περσινή», είπε. Παρέθεσε τον Ενβέρ Χότζα, τον διαβόητο κομμουνιστή ηγέτη της χώρας καταγωγής μου, της Αλβανίας, ο οποίος προσέθετε: «Από την άλλη, θα είναι πιο εύκολη από την επόμενη».
Υπό τον «θείο Ενβέρ», η Αλβανία των παιδικών μου χρόνων ήταν ένα από τα πιο απομονωμένα μέρη στη Γη, αποκομμένη τόσο από την «αναθεωρητική» Ανατολή όσο και από την «ιμπεριαλιστική» Δύση. Ζούσε στη δική της χρονοκάψουλα, σε μια σκληρή πραγματικότητα σφυρηλατημένη μέσα από πίστη, προπαγάνδα, παρακολούθηση και καταστολή της διαφωνίας. Κάθε Πρωτοχρονιά έφερνε νέες παρανοϊκές ιδέες, νέες ελλείψεις, νέα πειθαρχικά μέτρα, νέες εκκλήσεις για αντοχή. Η μόνη σταθερή επένδυση του κράτους ήταν στα καταφύγια. Πώς θα μπορούσε κανείς, έστω και αμυδρά, να συγκρίνει εκείνη την κατάσταση με ό,τι συνέβαινε στη Δύση;
Κι όμως, παρά το μαύρο χιούμορ που οι Αλβανοί και πολλοί άλλοι δεν κατάφεραν τότε να εκτιμήσουν, η ομιλία του Κόρμπιν – και εκείνο το απόσπασμα – αποδείχθηκε περίεργα προφητική. Το 2016, το Brexit έμοιαζε με την απόλυτη καταστροφή. Το σύνθημα «ανακτώντας τον έλεγχο» της αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ προκάλεσε ρίγος στους κοσμοπολίτικους κύκλους της Δύσης. Κι όμως, εκ των υστέρων – μετά την πρώτη εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, μια παγκόσμια πανδημία, τους πολέμους σε Ουκρανία και Γάζα και την επάνοδο του Τραμπ στον Λευκό Οίκο – ακόμη και οι πιο φανατικοί αντίπαλοι του Brexit ίσως παραδεχθούν ότι ο πανικός τους ήταν κάπως υπερβολικός. Ή μήπως όχι;
Του χρόνου, το Brexit συμπληρώνει μία δεκαετία – αναμφίβολα ένα σημαντικό συμβολικό ορόσημο στη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης. Το δημοψήφισμα σηματοδότησε επιστροφή σε έναν κόσμο όπου τα κράτη απομονώνονται όλο και περισσότερο, οι θεσμοί αιχμαλωτίζονται από την αυθαίρετη βούληση ατόμων και το κράτος δικαίου δείχνει να βρίσκεται σε μη αναστρέψιμη παρακμή. Η επόμενη χρονιά δεν προμηνύεται διαφορετική. Το μήνυμα των brexiters έχει εκφυλιστεί σε πλήρες συνωμοσιολογικό αφήγημα. Μας λένε τώρα ότι ο έλεγχος είναι αδύνατος, εξαιτίας της διαρκούς απειλής από ξένους και από όσους αδυνατούν να «ενσωματωθούν».
Το μέλλον μοιάζει να προσφέρει μόνο ένα μείγμα φόβου και παράνοιας. Τι άλλο μπορεί κανείς να περιμένει σε έναν κόσμο όπου οι μόνες αξιόπιστα αναπτυσσόμενες αγορές ανήκουν στον στρατιωτικό τομέα και η τεχνολογική καινοτομία φαντάζει όλο και περισσότερο αφοσιωμένη στην τελειοποίηση της τέχνης της αμοιβαίας καταστροφής; Μέσα σε όλα αυτά, πού μπορεί κανείς να βρει ακόμη ελπίδα;
Ενας άλλος τρόπος
Στο δοκίμιο τού 1784 «Ιδέα μιας γενικής ιστορίας με πρίσμα κοσμοπολιτικό», ο γερμανός φιλόσοφος Ιμάνουελ Καντ προσπάθησε να εντοπίσει μια οπτική από την οποία θα μπορούσε κανείς να ερμηνεύσει την Ιστορία ως κάτι περισσότερο από ένα θέαμα βίας, αδικίας και παραλογισμού. Ηταν δύσκολο, θεωρούσε ο Καντ, γιατί οι άνθρωποι δεν επιδιώκουν πάντα αυτό που βρίσκεται στο ορθολογικό ίδιον συμφέρον τους.
Παραδόξως, εντόπισε στον πόλεμο – πιο συγκεκριμένα, στον παραλογισμό του πολέμου – μια κομβική δίοδο προς την ελπίδα. Πίστευε ότι θα ερχόταν μια εποχή κατά την οποία ο πόλεμος θα γινόταν όχι μόνο ολοκληρωτικά καταστροφικός και αβέβαιος, αλλά και οικονομικά μη βιώσιμος, μια πηγή ανεξέλεγκτου χρέους και καταστροφής. Οραματιζόταν μια μελλοντική κοσμοπολίτικη ομοσπονδία, παρόμοια της οποίας «ο παρελθών κόσμος δεν έχει να επιδείξει».
Τελικά, προέκυψε ένα αντίστοιχο, αν και ατελές. Στις εφιαλτικές συνθήκες του στρατοπέδου Βεντοτένε, όπου ο Μουσολίνι είχε εξορίσει τους δημοκρατικούς αντιπάλους του, οι Αλτιέρο Σπινέλι και Ερνέστο Ρόσι έγραψαν ένα μανιφέστο υποστηρίζοντας μια ομοσπονδιακή Ευρώπη, στην οποία τα κράτη θα ήταν συνδεδεμένα όχι μέσω της κατάκτησης, αλλά της συνεργασίας.
Το Μανιφέστο του Βεντοτένε έγινε αργότερα η έμπνευση για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ανθρακα και Χάλυβα και τελικά για την Ευρωπαϊκή Ενωση – μια ιστορικά άνευ προηγουμένου προσπάθεια να μετατραπούν κοινά οικονομικά συμφέροντα σε ένα ηθικό και πολιτικό εγχείρημα. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, ήταν ακόμη ζωντανό, σε μια εποχή κατά την οποία οι Ευρωπαίοι μπορούσαν ακόμη να φαντάζονται μια συνταγματική συνέλευση για το «Εμείς, ο λαός της Ευρώπης».
Δώσ’ μου καταφύγιο
Παραδόξως, το μόνο μέρος σήμερα όπου αυτό το όνειρο παραμένει ζωντανό είναι η Αλβανία, που δείχνει να έχει καταλήξει σε ακόμη μία χρονοκάψουλα. Για τους Αλβανούς η ιδανική εποχή είναι η ΕΕ στα μέσα και τέλη της δεκαετίας του 1990, μεταξύ της υπογραφής της Συνθήκης του Μάαστριχτ και του συνταγματικού εγχειρήματος.
Οι αλβανικές εκλογές διεξάγονται και κερδίζονται με την υπόσχεση ένταξης στην ΕΕ· νόμοι ψηφίζονται εν μια νυκτί για ευθυγράμμιση με το κοινοτικό κεκτημένο. Ομως υπάρχει κόστος. Στις αλβανικές ακτές, στις πόλεις Σενγκίν και Τζαντέρ, κέντρα κράτησης που κατασκεύασε η Ιταλία για την υποδοχή απελαθέντων αιτούντων άσυλο αποτελούν υπενθύμιση της χρονικής τάξης στην οποία πλέον ζουν η υπόλοιπη Ευρώπη και μεγάλο μέρος του κόσμου.
Σε ομιλία της στην ιταλική Βουλή, η πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι εξέφρασε αυτή τη νέα τάξη καλύτερα από οποιονδήποτε. Αναμενόμενα, στράφηκε κατά του Μανιφέστου του Βεντοτένε, οι συντάκτες του οποίου υποστήριξαν (μεταξύ πολλών λογικών προτάσεων) τον διαχωρισμό των εξουσιών, τη σημασία του εκδημοκρατισμού της οικονομίας, τον ρόλο της πολιτισμικής ένταξης και την πολιτική αναγκαιότητα συγκρότησης μιας ευρείας συμμαχίας προοδευτικών κομμάτων. «Δεν ξέρω αν αυτή είναι η δική σας Ευρώπη, αλλά σίγουρα δεν είναι η δική μου», αντέτεινε η Μελόνι.
Η σημερινή Ευρώπη μοιάζει πολύ περισσότερο με το όραμα του κόμματός της, των Αδελφών της Ιταλίας, παρά με εκείνο των πρώτων ευρωπαίων φεντεραλιστών. Η συμβολή τής ευρωπαϊκής ελίτ στη διαμόρφωση του μέλλοντος συνίσταται πλέον κυρίως στο να χειροκροτεί το μοντέλο «διαχείρισης μεταναστευτικών ροών» της Μελόνι ή στο να επιδίδεται σε υπερβολική κολακεία του Τραμπ, με την ελπίδα εξασφάλισης πενιχρών εμπορικών παραχωρήσεων. Οσο για την τελευταία έκκληση της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, «να εξοπλίσουμε εκ νέου την Ευρώπη», μου θυμίζει τις εκστρατείες κατασκευής καταφυγίων στην Αλβανία. Για τη νέα χρονιά, αντί να εικάζω τι είναι πιθανό να συμβεί, προτιμώ να μιλήσω για την ελπίδα – το είδος που περιέγραψε ο Βάτσλαβ Χάβελ ως ελπίδα χωρίς αισιοδοξία: ένα ηθικό καθήκον, το οποίο διατηρείται ακόμη και όταν οι προοπτικές φαντάζουν ζοφερές.







