Οσο κι αν σπάω το κεφάλι μου παραμονή Χριστούγεννα αδύνατον να θυμηθώ. Ούτε και μέρες γιορτών. Μόνο πού και πού, σαν τώρα, ένα έλατο μόλις κομμένο απ’ το βουνό αναδύεται αργά στη μνήμη, και δίπλα κάτι δώρα που έφερε ο μπαμπάς, θάμουν πολύ μικρός ούτε τεσσάρων, γιατί ο Παντελής δεν είχε γεννηθεί ακόμα. Ηταν πολλά πολλά χρωματιστά στολίδια για το δέντρο, μια σειρά από μολυβένια στρατιωτάκια, σύνταγμα ολόκληρο κι ένας στρατηγός με το λοφίο τέντα. Α ναι, κι ένα τρενάκι πράσινο σκούρο του κυπαρισσιού με το κουρδιστήρι στο πλάι, βλέπεις ακόμα τότε, ούτε μπαταρίες ούτε τηλέ.
Πολύ μ’ αρέσανε θυμάμαι. Επαιξα με τα στρατιωτάκια σχηματισμούς κι επιθέσεις απάνω στο χαλί. …κι ύστερα, πριν καν τα βαρεθώ, όπως συμβαίνει με όλα, ακόμα και με τους πρώτους έρωτες, στην πιο δυνατή στιγμή της σχέσης μας, τα πήρα δίπλα στο τζάκι κι άρχισα να τα λιώνω ένα ένα στη φωτιά. Εβλεπα να αργολιώνουν κι ένιωθα μια μυστήρια ταραχή, όχι ότι τα καταστρέφω αλλά σαν να τα ξαναγεννώ. Οπως έρρεε αργά στην αρχή το χρώμα κι ύστερα πώς το κόκκινο του επενδυτή μπλεκόταν με το ιβουάρ στο παντελόνι και πριν προλάβει να γίνει ένα, ερχόταν καθυστερημένο το γαλανό πηλήκιο με το μελανί γείσο και τα σκέπαζε, χάνοντας σιγά σιγά τη λάμψη του κι αυτό, μέχρι να γίνουν όλα ένας στιλπνός γκρίζος όγκος που αδύνατον τότε να περιγράψω το σχήμα του, όλο καμπύλες και μαλακές πτυχές, και που χρόνια μετά το βρήκα σ’ ένα γλυπτό του Χένρι Μουρ στο μουσείο Γουλανδρή στην Ανδρο.
Και το τρενάκι δεν είχε καλύτερη τύχη, μη νομίζεις αφού το έβαλα να τρέχει γύρω γύρω απ’ το τραπέζι της κουζίνας μετά το έβγαλα και στην αυλή. Μαζεύτηκαν και τα παιδιά της Μπίτσενας από δίπλα η Μαριώ του Καρίκου, η Κατινίτσα του Σέσε, κι εγώ στη μέση με το κουρντιστήρι δώστου και το γύριζα μέχρι δεν πήγαινε άλλο. Οταν πια το έβαλα να διασχίζει το τρούαλι (έτσι λέγαμε το ασβεστωμένο χώμα) σαν τρελό και να κάνει τα τσαλίμια του, τα παιδιά κοίταζαν μια το τρενάκι μια εμένα με τα μάτια σφόδρα διεσταλμένα. Οταν κάποια στιγμή τελείωσε το θέαμα και φύγαν σχεδόν αμίλητα, μπήκα σπίτι έκρυψα το κλειδάκι στην ψωμιέρα, ξαναβγήκα στην αυλή, πήρα μια κοτρόνα και το κοπάνισα όσες φορές άντεχα με μανία ώσπου να γίνει πλάκα. Χαλκομανία. Η Μητέρα μου γιατί το έκανες παιδί μου;
– Εχασα το κλειδί μαμά και τώρα μου είναι άχρηστο. Χωρίς κλειδί πώς θα τρέχει τι να το κάνω ένα τρένο ακίνητο;
Το διηγούμουν κάποτε σε μια συντροφιά, όπου δέσποζε μια κυρία με φωσφοριζέ γυαλιά και μαλλί κουρεμένο ψηλά πίσω το σβέρκο, κι όσο ερχότανε μπροστά μάκραινε κι έφτανε σταδιακά μέχρι κάτω γνάθο, χρώμα κορακί λουστρίνι που το διέσχιζε μια λεπτή τούφα κόκκινο της φωτιάς της πυρκαγιάς αρχίζοντας απ’ την κορφή της κεφαλής περνούσε τους κροτάφους σύρριζα στα ζυγωματικά για να καταλήξει θριαμβευτικά στα αριστερά τσαούλια. Αυτή λοιπόν η γνωστή κυρία απεφάνθη ως αυτοσχέδια ψυχολόγος:
– Εγώ νομίζω αν μου επιτρέπεται Σταμάτη ότι όλο αυτό έχει να κάνει με το πρόβλημα που έχετε με τον πατέρα σας. Ο,τι σας χαρίζει το μισείτε. Λόγω εκ μεταφοράς.
Τι λέει η κοκκινότουφα; Σοβαρά τώρα; Και τα υπέροχα στολίδια του δέντρου που μου έφερε ο μπαμπάς γιατί τα λάτρεψα και τα φύλαγα μέχρι που έσπασε ο θερμοσίφωνας και πνιγήκαν τα καημένα στο πατάρι; Στο ίδιο κουτί μου τα ‘φερε με τα στρατιωτάκια και το κουρδιστό το τρένο. Τι δηλαδή; Με τα δύο δώρα τον μισούσα και με το ‘να τον αγαπούσα;
Πώς το θυμάμαι ένα απ’ αυτά τα στολίδια. Ενα λιλιπούτειο χρυσοκόκκινο κλουβί και μέσα ένας παπαγάλος σ’ όλα τα χρώματα, πράσινο του παγονιού, μπλε του ουρανού μαύρα ματάκια ρόδινο λαιμό και χρυσαφί λοφίο. Κι όλο ραντισμένο με τη χρυσόσκονη της μνήμης.
Πολλές φορές όταν ο ύπνος δεν με θέλει, φέρνω στο νου μου κείνο το αυτόφωτο κλουβάκι, μπαίνω μέσα του και μ’ αγκαλιάζουν τα όνειρα.
Καλά Χριστούγεννα.







